Ποιοι είμαστε

Βασιλική Κατή

Table of Contents

Προφίλ
Ερευνητικό προφίλ

Είμαι βιολόγος πεδίου, με εξειδίκευση στην ταξινόμηση και οικολογία ενός ευρέος φάσματος ζωικών ομάδων (ορθόπτερα, πεταλούδες, οδοντόγναθα, αμφίβια, ερπετά, πτηνά, θηλαστικά). Δημιουργώ πρωτογενείς βάσεις δεδομένων βιοποικιλότητας, με ιδιαίτερη έμφαση στα ορεινά Μεσογειακά οικοσυστήματα. 

Η διεθνής συνεργασία, η ανεξαρτησία, το οικολογικό εύρος και η σταθερή εστίαση στην παροχή λύσεων σε μεγάλα προβλήματα διατήρησης είναι τα τέσσερα σημεία που χαρακτηρίζουν το ερευνητικό μου προφίλ.

Τα τελευταία ερευνητικά έργα του Εργαστηρίου μου χειρίστηκαν το βιώσιμο χωροταξικό σχεδιασμό των αιολικών πάρκων χωρίς να υπονομεύονται οι στόχοι βιοποικιλότητας, την οριοθέτηση των περιοχών χωρίς δρόμους, ως παρθένων τοπίων υψηλής οικολογικής και αισθητικής αξίας που πρέπει να θεσμοθετηθούν ως αδιατάρακτα φυσικά τοπία, καθώς και την προστασία ενδημικών, απειλούμενων ή προστατευόμενων ειδών εντόμων (ορθόπτερα και πεταλούδες) στα βουνά της Ελλάδας.  

 
Κοινωνικό προφίλ

Πιστεύω ότι η διατήρηση της βιοποικιλότητας και η οικολογική δικαιοσύνη είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις του αιώνα μας. Η επιστήμη μπορεί να δώσει πραγματικές απαντήσεις στην εποχή της κρίσης της βιοποικιλότητας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε επιστήμη χωρίς εφαρμογή και το αντίστροφο.

Για το λόγο αυτό, δραστηριοποιούμαι ως βιολόγος διατήρησης, προσπαθώντας να εφαρμόσω τα επιστημονικά ευρήματα στην πράξη και να γεφυρώσω το χάσμα μεταξύ της τοπικής και της διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Είμαι μέλος σε πολλές διεθνείς και εθνικές επιστημονικές εταιρείες και ΜΚΟ, έχοντας επίσης προεδρεύσει της Εκπαιδευτικής Επιτροπής της διεθνούς επιστημονικής εταιρείας SCB-Europe και έχοντας οργανώσει το πρώτο διεθνές θερινό σχολείο για τη βιολογία διατήρησης στην Ευρώπη για πέντε χρόνια. 

Είμαι μαζί με τον Χαρητάκη και έχουμε μια υπέροχη κόρη, τη Μυρτώ. Αν δεν ήμουν επιστήμονας, θα ήμουν μουσικός ή συγγραφέας μυθιστορημάτων και παραμυθιών…. Ποιος ξέρει, ίσως αυτά τα όνειρα να γίνουν πραγματικότητα μια μέρα…

Ερευνητικά ενδιαφέροντα

Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Διατήρηση της βιοποικιλότητας: Δείκτες, μέθοδοι σχεδιασμού προστατευόμενων περιοχών, πρότυπα και χαρτογράφηση της βιοποικιλότητας, βιοποικιλότητα και κλιματική αλλαγή, επιπτώσεις των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων στη βιοποικιλότητα.

Οικολογία βιοκοινοτήτων: Πρότυπα ποικιλότητας, οικολογική δομή, καταλληλότητα ενδιαιτημάτων και διαχείριση με σκοπό τη διατήρηση των βιοκοινοτήτων της χερσαίας πανίδας: ορθόπτερα, πεταλούδες, οδοντόγναθα, ερπετοπανίδα, πουλιά και θηλαστικά.

Βιολογία διατήρησης: Διατήρηση απειλούμενων ειδών, διαχείριση προστατευόμενων περιοχών, χωροταξικός σχεδιασμός αιολικών πάρκων, περιοχές χωρίς δρόμους και παρθένες περιοχές

Περιβαλλοντική πολιτική: Σύνδεση επιστήμης-πολιτικής, εφαρμογή του δικτύου Natura 2000, θεσμοθέτηση περιοχών άνευ δρόμων, αειφορική θήρα (κοινωνική έρευνα).

Ορόσημα & Εκπαίδευση

Καθηγήτρια

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών. Επικεφαλής του Εργαστηρίου Διατήρησης της Βιοποικιλότητας (BCL).

Αναπληρώτρια Καθηγήτρια

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τμήμα Βιολογικών Εφαρμογών & Τεχνολογιών

Επίκουρη Καθηγήτρια

Πανεπιστήμιο Πατρών. Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων. 2010-2016. Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο ίδιο Τμήμα (2016).

Λέκτορας

Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων.

Λέκτορας (Π.Δ. 407/80)

Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Τμήμα Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων. Λέκτορας με σύμβαση [Διδασκαλία υποχρεωτικών μαθημάτων: Οικολογία φυτών, Περιβαλλοντικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη] 2002-2006.

Επισκέπτρια Καθηγήτρια (Γερμανία)

Universität Erlangen-NürnbergΕπισκέπτρια Καθηγήτρια στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας. [Διδασκαλία μεταπτυχιακού μαθήματος: Εφαρμοσμένη οικολογία – διατήρηση της βιοποικιλότητας]. Ιουλιος-Αύγουστος 2022.

Λέκτορας (Επιστημονικός συνεργάτης ΤΕΙ)

ΤΕΙ Ηπείρου.Τμήμα Ιχθυοκομίας-Αλιείας. Λέκτορας με σύμβαση. [Διδασκαλία υποχρεωτικού μαθήματος: Βιολογία]

Ερευνήτρια

WWF-Ελλάδα Εργαζόμενη στη βιοπαρακολούθηση και τη διαχείριση των πληθυσμών του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στη Β. Πίνδο. Ερευνήτρια. 2001-2003.

Διδακτορική διατριβή (οικολογία)

Université Catholique de Louvain, Βέλγιο. Τμήμα Βιολογίας. Τομέας Οικολογίας και Βιογεωγραφίας. Διδακτορικό επί της διατήρησης της βιοποικιλότητας με βαθμό« Μέγιστη διάκριση». Διδακτορική διατριβή: «Methodological Approach on Assessing and Optimizing the Conservation of Biodiversity: a case study in Dadia reserve (Greece) ». Επιβλέπων Καθ. Ph. Lebrun. 1997-2001.

Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης (οικολογία)

Université Catholique  de LouvainΒέλγιο. Τμήμα Βιολογίας. Τομέας Οικολογίας και Βιογεωγραφίας. Μεταπτυχιακό (Diplôme d’Etudes Approfondies en Biologie-DEA) με βαθμό « Μεγάλη Διάκριση». Μεταπτυχιακή Διατριβή: «Passerine and Orchid diversity assessment in Dadia forest reserve, N.E. Greece». Επιβλέπων Καθ. Ph. Lebrun. 1997-1999.

Πτυχίο Βιολογίας

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ελλάδα. Τμήμα Βιολογίας. Πτυχίο βιολογίας με βαθμό «Άριστα» (8.53/10). Διπλωματική διατριβή: « Εκτίμηση των επιπέδων ρύπανσης των ρεμάτων Lasne κι Argentine (στο Βέλγιο) με τη χρήση βιολογικών δεικτών”. Επιβλέποντες Καθ: Ι. Παντής, Δ. Μπαμπαλώνας.1992-1996.

Université Libre de Bruxelles, Βέλγιο. Τμήμα Βιολογίας. Φοιτήτρια Erasmus Παρακολούθηση ενός πλήρους ακαδημαϊκού έτους ως Ερασμιακή φοιτήτρια. Μαθήματα στους τομείς Ζωολογίας, Οικολογίας, Βοτανικής. 1995-1996.

Ερευνητικά προγράμματα

2023: DEMO-Πρότυπα κατανομής και οικολογία τριών ενδημικών και κινδυνευόντων ειδών Ορθοπτέρων των βουνών της Ελλάδας

Goal: DEMO aims at building the ecological knowledge base needed for assessing the conservation status of three steno-endemic and globally threatened high-altitude Orthoptera species of Greece of the genus Parnassiana: P. parnassica (CR), P. tymphrestos (EN) and P. coracis (VU). The project covers their global distribution area and attempts to solve the taxonomic problem of P. coracis vs P. tymphrestos in genetic terms, map the global distribution of the species, investigate the species' habitat requirements, assess the species population status, assess pressures and threats for the species and create the knowledge base for the conservation management of the species. Περίοδος: 2023-2024. Χρηματοδότηση: Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΟΦΥΠΕΚΑ). Συντονιστής: BCL. *Διάκριση: το έργο ήταν πρώτο στην εθνική κατάταξη αξιολόγησης υπό της ανοιχτής πρόσκλησης ΕΛΙΔΕΚ N51255 4/7/2022

2023: PhD excellence grant-A. Stefanidis

Τίτλος PhD: Οικολογία και διατήρηση των ορεινών βιοκοινοτήτων των Ορθοπτέρων, με έμφαση στα ενδημικά και απειλούμενα είδη (Ελλάδα). Period: 2023-2026. PhD excellence grant by HFRI-Hellenic Foundation for Research and Innovation. BCL - University of Ioannina. Role: Coordinator & PhD supervisor.

2023: PhD excellence grant-K.Papakostas

Τίτλος PhD: Οικολογία και διατήρηση του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στην Ελλάδα. Period: 2023-2026. PhD excellence grant  by HFRI-Hellenic Foundation for Research and Innovation. BCL - University of Ioannina. Role: Coordinator & PhD supervisor.

2023: MEIOSIS- Monitoring and assessing the conservation status of the species Chorthippus lacustrisis. Post-doc excellence grant to K. Zografou

Goal: Predict the ecological traits that make butterflies adaptable to climate change. More info in the project website here. Period: 2023-2025. Post-doc excellence grant to Dr.Δρ. Ντίνα Ζωγράφου as the Principal Investigator by HFRI-Hellenic Foundation for Research and Innovation. BCL - University of Ioannina. Role: Coordinator

2023: LAC2-Monitoring and assessing the conservation status of the species Chorthippus lacustris

Περιγραφή: Μελέτη των οικολογικών απαιτήσεων της χορεύτριας ακρίδας της Ηπείρου (critically endangered and endemic species) and proposal of management measures to restore its populations and improve its conservation status in Epirus area (GR2120001,GR2120002, GR2120003, GR2120006,). LAC2 project complements LAC project, covering the global distribution area of the species. Period: 2023. Funding: NECCA-National Environmental and Climate Change Agency.  BCL - University of Ioannina. Role: Coordinator

2021: NATLAND- Undisturbed natural areas of Greece (SEBI 13).

Περιγραφή: Χαρτογράφηση των Περιοχών Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ) της Ελλάδας (πάνω από 1 τ.χλμ.) και διάθεση στην ελληνική κυβέρνηση και κοινωνία μιας ανοιχτής χωρική βάσης δεδομένων των ΠΑΔ, συμπεριλαμβανομένων ολόκληρων νησιών, ως εργαλείο οριοθέτησης και προστασίας αυτών των περιοχών υψηλής φυσικότητας, οικολογικής και αισθητικής αξίας. Το έργο καταλήγει σε προτάσεις για την ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων του στις εθνικές και διεθνείς περιβαλλοντικές πολιτικές για την ελαχιστοποίηση του κατακερματισμού και της αλλαγής χρήσης γης, στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα στην Ευρώπη. Αποτελεί συνέχεια του προγράμματος ROADLESS. Περίοδος: 2021-2022. Χρηματοδότηση: Πράσινο Ταμείο Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.  Role: Coordinator. More info εδώ

2021: OITI- Investigating the endemic and threatened entomofauna in Oiti and Tymphristos.

Περιγραφή: Μελέτη της κατανομή και των οικολογικών απαιτήσεων δεκατεσσάρων σημαντικών ειδών ορθοπτέρων στα βουνά της Οίτης και του Τυμφρηστού και πρόταση μέτρων διατήρησης για δύο είδη που είναι ενδημικά και απειλούμενα (EN) - Parnassiana tymphrestos και Oropodisma tymphrestosiΠερίοδος: 2021-2022. Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Οίτης, κοιλάδας Σπερχειού και Μαλιακού Κόλπου (ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ). Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. [Photo. O tymphrestosi σε αναπαραγωγή]

2021:ALEXANOR- Improving the conservation status of the species Papilio alexanor in Parnassos.

Περιγραφή: Μελέτη της κατανομής και των οικολογικών απαιτήσεων της προστατευόμενης πεταλούδας Papilio alexanor σε δύο περιοχές του δικτύου Natura 2000 (Όρη Παρνασσός και Γκιώνα) και πρόταση διαχειριστικών μέτρων για τη βελτίωση της πληθυσμιακής της κατάστασης και του βαθμού διατήρησής της. Περίοδος: 2021-2022. Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού (ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ). Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια.

2021: PARNO-Improving the knowledge of Parnassos’ endemic and threatened entomofauna.

Goal: Study of the distribution and ecological requirements of eleven important grasshopper species στον Εθνικό Δρυμό Παρνασσού και πρόταση μέτρων διατήρησης για τέσσερα ενδημικά και απειλούμενα είδη: Parnassiana parnassica (CR), Oropodisma parnassica (EN), Stenobothrus graecus (EN), Glyphanus obtusus (EN). Περίοδος: 2021-2022. Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Παρνασσού (ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ). Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. [Φωτο Glyphanus obtusus]

2021: LAC-Conservation management of the endemic species Chorthippus lacustris

Goal: Study of the ecological requirements of the Epirus dancing grasshopper (critically endangered and endemic species) and action plan to restore its populations and improve its conservation status in the basin of Pamvotis Lake. Conservation actions will be implemented and their efficiency will be assessed through monitoring in collaboration with the Management Agency of Pamvotis Lake staff. Period: 2021-2023. Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Λίμνης Παμβώτιδας (ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ).  BCL - University of Ioannina. Role: Coordinator. [Photo male Epirus dancing grasshopper]

2021: PINS-Monitoring and improving the knowledge of the endemic and threatened entomofauna in the area of the Management Agency of Lake Pamvotis

Περιγραφή: Μελέτη της κατανομής και των οικολογικών απαιτήσεων σημαντικών ειδών εντόμων στα όρη Μιτσικέλι και Νεμέρτσικα και στην ευρύτερη περιοχή (Ιωάννινα, Πωγώνι). Περιλαμβάνει την πεταλούδα Ephydrias aurinia, τον ενδημικό γρύλο του σπηλαίου Περάματος Dolichopoda graeca, το είδος κοινοτικού ενδιαφέροντος διατήρησης Paracaloptenus caloptenoides και το ενδημικό και απειλούμενο είδος Pryonotropis willemsorum. Η μελέτη καταλήγει σε μια χωρική βάση δεδομένων και δεδομένα για τις οικολογικές απαιτήσεις των ειδών και με συγκεκριμένες προτάσεις μέτρων διατήρησης, όπου είναι εφικτό. Period: 2021-2023. Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Λίμνης Παμβώτιδας (ΕΠ-ΥΜΕΠΕΡΑΑ).  Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Role:  Coordinator. [Photo Dolichopoda graeca].

2020: WIND: Windfarms and Sustainable Development Goals: optimal approach for fragmentation and land use change

Περιγραφή: Στόχος του έργου ήταν η σύγκλιση των πολιτικών για το κλίμα και τη βιοποικιλότητα,στον τομέα της ανάπτυξης αιολικών πάρκων. Το έργο WIND παρήγαγε ένα βιώσιμο σενάριο χωροθέτησης των αιολικών πάρκων, ελαχιστοποιώντας το κόστος για τη βιοποικιλότητα και τα φυσικά τοπία, με παράλληλη επίτευξη του κλιματικού στόχου παραγωγής ενέργειας από τα αιολικά πάρκα για το 2030 και στο μέλλον. Παράλληλα εκτίμησε την παρούσα κατάσταση ως προς το επενδυτικό ενδιαφέρον, τα οφέλη για τη βιοποικιλότητα του βιώσιμου σεναρίου. Η έρευνα συνεχίζεται για την εκτίμηση της αύξησης των τεχνητών επιφανειών από την εγκατάσταση ανεμογεννητριών.  Περίοδος: 2020-2021. Χρηματοδότηση: Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

BUTALL- Πεταλούδες της Ελλάδας: Συνδέοντας την επιστήμη με την κοινωνία

Περιγραφή: Σύνδεση της επιστήμης με την κοινωνία, με επίκεντρο τις πεταλούδες, προς αμοιβαίο όφελος των ίδιων των πολιτών, της επιστήμης και της Ελληνικής Πολιτείας. Τα έργο θέτει τον πρώτο μεθοδολογικό οδηγό και παρέχει τα μέσα για τη δημιουργία του πρώτου εθνικού προγράμματος επιστήμης των πολιτών για την καταγραφή και την παρακολούθηση των πεταλούδων στην Ελλάδα. 

Περίοδος: 2019-2020. Χρηματοδότηση: Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

ROADLESS Περιοχές άνευ δρόμων και βιώσιμη ανάπτυξη στην Ελλάδα

Goal: Contribution to tackling the problem of fragmentation of the landscape and natural ecosystems from new road networks. The project mapped the roadless areas of 50 sqkm in Greece, and produced papers, policy briefs, video, and an online spatial database of roadless areas. It suggested a European legislation on τη διατήρηση των τελευταίων ΠΑΔ ως περιοχών άγριας φύσης όπου θα έπρεπε να απαγορευθούν οι νέοι δρόμοι και η επέκταση τεχνητής γης. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στο COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά». Το έργο ROADLESS συνεχίζεται μέσω του έργου NATLAND.

Περίοδος: 2019-2020. Χρηματοδότηση: Πράσινο Ταμείο Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

AOOS – Συνεισφορά στη γνώση επί της βιοποικιλότητας στη λεκάνη απορροής του Αώου

Περιγραφή: Η παραγωγή μιας γεωαναφερόμενης βάσης δεδομένων για την κατανομή των ειδών στη λεκάνη απορροής του ποταμού Αώου, ενός από τους τελευταίους μη κατακερματισμένους ποταμούς ελεύθερης ροής στην Ευρώπη, με ιδιαίτερη εστίαση στο τμήμα της περιοχής που δεν τελεί υπό καθεστώς προστασίας. Το έργο αξιολόγησε διαφορετικά ενδιαιτήματα της λεκάνης απορροής του Αώου ως προς την οικολογική τους αξία για τα είδη που μελετήθηκαν, καθώς και τις πιθανές πιέσεις και απειλές σε αυτά. Οι ζωικές ομάδες περιλάμβαναν μεγάλα θηλαστικά, τη βίδρα και τα οδοντόγναθα.Το έργο πρότεινε τη δημιουργία ενός διασυνοριακού εθνικού πάρκου του Αώου μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. 

Περίοδος: 2019. Funding: Pindos Perivallontiki (NGO) (Funds from Euronatur). Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. Δείτε την αναφορά εδώ

COEXIST -Σύγκρουση κτηνοτροφίας-λύκου σε επιλεγμένες περιοχές της Ελλάδας

Περιγραφή: Συμβολή στον μετριασμό της σύγκρουσης κτηνοτροφίας-λύκου στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων. Το έργο αξιολογεί και περιγράφει το προφίλ των παραδοσιακών κτηνοτρόφων, καταγράφει τα επίπεδα ζημιών από το λύκο σε κοπάδια βοοειδών, προβάτων και αιγών ως δείκτη αξιολόγησης της έντασης της σύγκρουσης λύκου-ανθρώπου, προσδιορίζει και αξιολογεί τις κύριες μεθόδους πρόληψης ζημιών που υιοθετούνται από τους τοπικούς κτηνοτρόφους, αξιολογεί τα επίπεδα θνησιμότητας σκύλων φύλαξης ζώων λόγω της παράνομης χρήσης δηλητηριασμένων δολωμάτων ως μείζον πρόβλημα διατήρησης, και αξιολογεί τα επίπεδα ικανοποίησης των κτηνοτρόφων σχετικά με το εθνικό σύστημα αποζημίωσης. 

Period: 2018. Χρηματοδότηση: WWF-Hellas. Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

SOER- Εθνική έκθεση κατάστασης περιβάλλοντος 2018– φύση/βιοποικιλότητα

Περιγραφή: Αξιολόγηση της περιβαλλοντικής προόδου της Ελλάδας μέσω των δεικτών SEBI στον τομέα της διατήρησης της φύσης. Απόρροια του έργου ήταν η εθνική περιβαλλοντική έκθεση της χώρας, η οποία αξιολογεί την πρόοδο της Ελλάδας στην επίτευξη των στόχων της για τη βιοποικιλότητα, χρησιμοποιώντας το σύστημα των Δεικτών Βιοποικιλότητας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (Streamline Biodiversity Indicators – SEBI).

Period: 2017. Χρηματοδότηση: Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης. Ανάδοχος: BCL - Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια.Η αναφορά εδώ

LACON-Προστασία της ακρίδας της Ηπείρου: συνδέοντας τη γενετική με την οικολογία υπό την προοπτική της διατήρησης

Περιγραφή: Στόχος ήταν η αύξηση της επιστημονικής γνώσης σχετικά με την κατανομή, τον πληθυσμό και το γενετικό προφίλ του ενδημικού και κρισίμως κινδυνεύοντος είδος ακρίδαςChorhippus lacustris (Χορεύτρια ακρίδα της Ηπείρου)με στόχο τη διατήρησή του είδους. Το πρόγραμμα παρείχε μεταφορά τεχνογνωσίας στο προσωπικό του Φορέας Διαχείρισης της Λίμνης Παμβώτιδας, ο οποίος έκτοτε κάνει βιοπαρακολούθηση της κατάστασης των πληθυσμών του είδους σε ετήσια βάση (το πρώτο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης ασπονδύλου στην Ελλάδα).

Περίοδος: 2016-2017. Funding: Mohamed bin Zayed Species Conservation Fund. Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

VULTURES- Οικολογία των μετακινήσεων ενός κινδυνεύοντος είδους γύπα (Aegypius monachus) στη Θράκη και διαχειριστικές εφαρμογές επί της χωροθέτησης αιολικών πάρκων

Περιγραφή: Διάδοση των αποτελεσμάτων έρευνας (δημοσιεύσεις ανοιχτής πρόσβασης) του Υπ. Διδάκτορα Δ. Βασιλάκη, σχετικά με τον αειφόρο χωροταξικό σχεδιασμό αιολικών πάρκων ώστε να ελαχιστοποιηθεί η θνησιμότητα του μαυρόγυπα στη Θράκη. 

Περίοδος: 2015-2017. Χρηματοδότηση: Natural Research LtD Εταιρία της Σκωτίας. Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια. Σχετική δημοσίευση: Vasilakis et al. 2017

TZIN- Παρακολούθηση ειδών Ασπονδύλων, στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων Περιστερίου και Χαράδρας Αράχθου

Περιγραφή: Δημιουργία χωρικής βάσης δεδομένων για τα είδη ασπονδύλων στον Εθνικό Δρυμό Τζουμέρκων και αύξηση της οικολογικής γνώσης για τα ενδιαιτήματά τους και τις ανθρώπινες πιέσεις/απειλές που επηρεάζουν τους πληθυσμούς τους, με απώτερο σκοπό τη βελτίωση της κατάστασης διατήρησής τους.

Περίοδος: 2015-2017. Funding:  Epirus Development Society AE. (funds from Greek Ministry of Environment). Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια.

HERPETO- Εποπτεία και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης ειδών αμφιβίων - ερπετών κοινοτικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα

Περιγραφή: Βιοπαρακολούθηση των ειδών αμφιβίων και ερπετών species of community interest in five sites of the Natura 2000 network and assessing their conservation status in every site of the network. 

Περίοδος: 2013-2015. Χρηματοδότηση: Ελληνική Ερπετολογική Εταιρεία (ΥΠΕΝ-Εθνικό Πρόγραμμα Εποπτείας) Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια.

Εποπτεία και Αξιολόγηση της Κατάστασης Διατήρησης ειδών ασπονδύλων κοινοτικού ενδιαφέροντος στην Ελλάδα

Περιγραφή: Βιοπαρακολούθηση και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης όλων των ειδών ασπονδύλων (χερσαία) Κοινοτικού ενδιαφέροντος διατήρησης της Ελλάδας και αναφορά της κατάστασης διατήρησής τους υπό το άρθρο 17 της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ.   

Περίοδος: 2013-2015. Χρηματοδότηση: Εταιρία NCC (ΥΠΕΝ-Εθνικό πρόγραμμα εποπτείας). Ανάδοχος: Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Συντονιστής: Α. Λεγάκις. Ρόλος: Συντονίστρια της ομάδας των πεταλούδων,θέση μεθοδολογίας για τα ορθοπτέρων και οδοντόγναθα (Πανεπιστήμιο Πατρών). 

DISPAR- Εποπτεία και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησης οικοτόπων και ειδών χλωρίδας και πανίδας κοινοτικού ενδιαφέροντος στην περιοχή αρμοδιότητας του Φορέα Διαχείρισης λιμνοθάλασσας Μεσολογγίου

Περιγραφή: Συλλογή δεδομένων κατανομής και σχετικής αφθονίας των ειδών εντομοπανίδας, με επίκεντρο το προστατευόμενο είδος πεταλούδας Lycaena dispar (butterfly) στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου και αξιολόγηση της κατάστασης διατήρησής του στην περιοχή μελέτης. 

Περίοδος: 2013-2015. Χρηματοδότηση: Εταιρεία NERCO (ΥΠΕΝ -πρόγραμμα εποπτείας) Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια. 

KALAMAS- Παρακολούθηση ειδών και τύπων οικοτόπων Στενών και Εκβολών Ποταμών Αχέροντα και Καλαμά

Περιγραφή: Συλλογή δεδομένων κατανομής και σχετικής αφθονίας των ειδών αμφιβίων, ερπετών και του είδους σκαθαριού species  (Osmoderma eremitaπου είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος διατήρησης στην περιοχή του Καλαμά και αναφορά της κατάστασης διατήρησής τους στην περιοχή μελέτης. 

Περίοδος: 2013-2015. Χρηματοδότηση: Εταιρεία OIKOM (ΥΠΕΝ-πρόγραμμα εποπτείας). Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Πατρών. Ρόλος: Συντονίστρια και ερευνήτρια πεδίου (ερπετολόγος/εντομολόγος).

THALIS-SAGE - Conservation through religion: the sacred groves of Epirus

Περιγραφή: Στόχος ήταν η εκτίμηση της αξίας βιοποικιλότητας και της κοινωνικής αξίας των ιερών δασών in the area of Epirus  The biodiversity group collected data from vegetation, lichens, birds, and bats and published a relevant paper together with other members of the consortium.

Περίοδος: 2012-2015. Χρηματοδότηση: Υπουργείο Ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο-ΕΚΤ). Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Συντονιστής: J.M. Halley.  Ρόλος: Ερευνήτρια (ορνιθολόγος) και συντονίστρια της ομάδας βιοποικιλότητας Ι (βλάστηση, λειχήνες, πουλιά, νυχτερίδες).Σχετικές δημοσιεύσεις  Avtzis et al 2018; Muggia et al. 2018. Περισσότερες πληροφορίες  εδώ

Νέα ερευνητικά δεδομένα από ανεξάρτητη έρευνα του BCL ανατρέπει τα ευρήματα του προγράμματος και αποδεικνύει τη σαφώς μεγαλύτερη αξία των ιερών δασών ως «καταφύγια βιοποικιλότητας» σε σχέση με τα δρυοδάση υπό καθεστώς διαχείρισης, για την ομάδα των πουλιών (στρουθιόμορφα και δρυοκολάπτες), από άποψης οργανισμικής, λειτουργικής και φυλογενετικής ποικιλότητας. Benedetti et al. 2021

AGRALE -Επίδραση της εγκατάλειψης της γεωργικής γης στη δομή του τοπίου, τη βλάστηση και τα πουλιά στη ΝΑ Ευρώπη

Περιγραφή: Στόχος ήταν η εκτίμηση της επίδρασης της εγκατάλειψης της γεωργικής γης στην αλλαγή του τοπίου, στα ξυλώδη είδη και την ποικιλότητα των πτηνών, ώστε να προταθούν μέτρα που να συμβάλλουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Μια κοινή μεθοδολογία για τα ξυλώδη είδη, τη δομή του τοπίου και τη δειγματοληψία πτηνών εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, την Αλβανία, τη Βουλγαρία και την Κροατία, ενώ η Αυστρία συμμετείχε στην ανάλυση του τοπίου. Το διεθνές έργο απέδειξε την αρνητική επίδραση της εγκατάλειψης της γεωργικής γης στη βιοποικιλότητα και τον θετικό ρόλο της ήπιας βόσκησης στα μεσαίου υψομέτρου πρώην γεωργικά τοπία. Μια σειρά από διεθνείς δημοσιεύσεις παράχθηκαν στο πλαίσιο του AGRALE ενώ μέσω αυτού υποστηρίχθηκε χρηματοδοτικά διδακτορική διατριβή (Ζακκάκ Σ). 

Περίοδος 2010-2012. Funding: SEE-ERA.NET PLUS CALL (FP7). Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια της διεθνούς ερευνητικής ομάδας (5 χώρες). Σχετικές δημοσιεύσεις: Zakkak et al. 2018, Dyulgerova et al. 2015, Zakkak et al. 2015a, Zakkak et al. 2015b. Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Πρότυπα κατανομής βιοποικιλότητας (χλωρίδα και ασπόνδυλη πανίδα) ως προς την τοπική κλιματική μεταβολή στην Κύπρο

Περιγραφή: Μελέτη των προτύπων ποικιλότητας της χλωρίδας και της πανίδας των ασπόνδυλων (butterflies and grasshoppers) in the island of Cyprus, along an elevation gradient, and conclude to conservation measures for the target taxa under the light of climate change. 

Περίοδος: 2010-2013. Χρηματοδότηση: Ίδρυμα Προώθησης Έρευνας –Ι.Π.Ε. Κύπρος (ΠΕΝΕΚ). Ανάδοχος: Frederick University, Κύπρος. Συντονιστής: Κ. Καδής. Ρόλος: Συνεπιβλέπουσα διδακτορικής διατριβής, συμμετοχή στο σχεδιασμό της δειγματοληψίας και στη θέση της μεθοδολογίας του προγράμματος. Σχετική δημοσίευση: Tzirkalli et al. 2019

Επικαιροποίηση και συμπλήρωση της ειδικής περιβαλλοντικής μελέτης (Ε.Π.Μ) των περιοχών του δικτύου Natura 2000 “Κορυφές όρους Γράμμος (GR1320002) και εκπόνηση ΕΠΜ για την περιοχή: Όρος Δούσκον, Ωραιόκαστρο, Δάσος Μερόπης, κοιλάδα Γορμού, λίμνη Δελβινακίου (GR2130010)

Περιγραφή: Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) παρέχοντας τον κατάλογο ειδών και συναφείς οικολογικές πληροφορίες για τα είδη σε δύο περιοχές του δικτύου Natura 2000, μέσω έρευνας πεδίου. 

Περίοδος: 2008-2009. Χρηματοδότηση: Αναπτυξιακή Εταιρεία Ηπείρου «Ήπειρος Α.Ε.». Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Ρόλος: Συντονίστρια και ερευνήτρια (ορνιθολόγος). 

Εφαρμογή Συστήματος Αξιολόγησης Κατάστασης Διατήρησης Τύπων Οικοτόπων και Τοπίων

Goal: Evaluation of the conservation status of habitats as well as the landscapes in the Northern Pindos National Park. 

Περίοδος: 2008.Χρηματοδότηση: Φορέας Διαχείρισης Εθνικών Δρυμών Βίκου-Αώου και Πίνδου-INTERREG III A/ CARDS, Ελλάδα-Αλβανία. Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ). Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (οικολογία τοπίου).

Ανάπτυξη Ολοκληρωμένου Πληροφοριακού Συστήματος για την Παρακολούθηση και τη Διαχείριση Προστατευόμενων Περιοχών Natura 2000 σε Ελλάδα και Ιταλία - Πιλοτική Εφαρμογή σε κοινά οικοσυστήματα Ελλάδας – Ιταλίας.

Περιγραφή: Η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου πληροφοριακού συστήματος για την κοινή παρακολούθησης και διαχείριση παρόμοιων οικοσυστημάτων στην Ελλάδα και την Αλβανία (Περιοχή μελέτης στην Ελλάδας: Δέλτα Καλαμά). 

Περίοδος: 2006-2009. Χρηματοδότηση: INTERREG IIIA, Greece-Italy. Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ). Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (εντομολόγος, ορνιθολόγος).Σχετική δημοσίευση Kati et al. 2012

RIPIDURABLE Αειφορική διαχείριση των ποτάμιων οικοσυστημάτων– Code No3S01251

Περιγραφή: Η παραγωγή οδηγών για την ορθή διαχείριση ποτάμιων οικοσυστημάτων. 

Περίοδος: 2005-2008. Χρηματοδότηση: INTERREG IIIC – Sud/ FEDER. Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ). Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (ορνιθολόγος).

Εκτίμηση και Χαρτογράφηση Βιοποικιλότητας στην Προστατευόμενη Περιοχή των Τζουμέρκων

Περιγραφή: Παραγωγή της πρώτης γεωχωρικής βάσης δεδομένων βιοποικιλότητας των βουνών της κεντρικής Πίνδου, στο Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, μέσω έρευνας πεδίου σχετικά με τους οικοτόπους, τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής μελέτης. Τα τάξα που καλύφθηκαν ήταν: ορθόπτερα, πεταλούδες, ψάρια, αμφίβια, ερπετά, μικρά πουλιά (στρουθιόμορφα και δρυοκολάπτες), μικρά θηλαστικά (τρωκτικά και εντομοφάγα), νυχτερίδες, καθώς και η βίδρα και το αγριόγιδο. Απώτερος στόχος του έργου ήταν να τροφοδοτήσει την επικείμενη Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη με δεδομένα, ώστε να συμβάλει στον ορθό χωροταξικό σχεδιασμό των χρήσεων γης στο Εθνικό Πάρκο. 

Περίοδος: 2004-2007. Χρηματοδότηση: ΥΠ.Ε.Π.Θ – Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ. ΙΙ. Πρόγραμμα Πυθαγόρας ΙΙ, Ενίσχυση Ερευνητικών Ομάδων στα Πανεπιστήμια Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ). Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (εντομολόγος, ορνιθολόγος) και συντονίστρια της ερευνητικής ομάδας της πανίδας.

Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (Ε.Π.Μ.) ευρύτερης περιοχής Τζουμέρκων

Περιγραφή: Ανάληψη της Ειδικής Περιβαλλοντικής Μελέτης της ευρύτερης περιοχής των Τζουμέρκων, για την πρόταση χωροταξικού συστήματος χρήσεων γης με στόχο τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, και με την προοπτική της θεσμοθέτησης νέου εθνικού πάρκου. Το Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων θεσμοθετήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος το επόμενο έτος. 

Περίοδος: 2004-2005. Χρηματοδότηση: Αναπτυξιακή Ηπείρου Α.Ε Συντονιστής: Χ. Παπαϊωάννου. Ρόλος: Ερευνήτρια (εντομολόγος, ορνιθολόγος).

Ορνιθολογική βιοποικιλότητα των στρουθιόμορφων πτηνών στον Εθνικό Δρυμό Πίνδου και δράσεις περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης επ' αυτού.

Περιγραφή: Παραγωγή της πρώτης γεωχωρικής βάσης δεδομένων για τα πτηνά του Εθνικού Δρυμού της Πίνδου μέσω έρευνας πεδίου, καλύπτοντας διαφορετικούς τύπους οικοτόπων, αξιολογώντας την αξία τους τα πουλιά και προτείνοντας εν τέλει μέτρα για τη διατήρηση της ποικιλότητας των πτηνών.Το έργο περιελάβανε δραστηριότητες περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, όπως την κατάρτιση φοιτητών πανεπιστημίου και σεμινάρια. Παρήγαγε μια διεθνή δημοσίευση και μια αναφορά στην Ελληνική που απεστάλη στα αρμόδια Δασαρχεία.

Περίοδος: 2003-2004. Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασίας Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ) Ανάδοχος: Πίνδος Περιβαλλοντική & Παν/ο Ιωαννίνων Ρόλος: Συντονίστρια και ερευνήτρια (ορνιθολόγος). Σχετικές δημοσιεύσεις: Kati et al. 2009 

Πειραματικές μελέτες για τις επιδράσεις της βόσκησης των δασών στη φυτική βιοποικιλότητα

Περιγραφή: Μελέτη της επίδρασης της βόσκησης στη χλωρίδα, με περιοχή μελέτης το Περιβαλλοντικό Πάρκο Μπουραζανίου. 

Περίοδος: 2002-2004 Χρηματοδότηση: Υπουργείο Ανάπτυξης- ΓΓΕΤ. Κοινά Ερευνητικά και Τεχνολογικά Προγράμματα Ελλάδας-Γερμανίας. Ανάδοχος: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (εντομολόγος).

Βιοποικιλότητα, ανάδειξη και προστασία του βελανιδοδάσους Ξηρόμερου (Νομός Αιτωλοακαρνανίας)

Περιγραφή: Μελέτη και χαρτογράφηση της βιοποικιλότητας του βελανιδοδάσους του Ξηρομέρους. 

Period: 2002-2003. Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασίας Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ) Χρηματοδότηση: ΥΠΕΧΩΔΕ. Πρόγραμμα Προστασία Περιβάλλοντος και Βιώσιμη Ανάπτυξη (ΕΤΕΡΠΣ). Συντονιστής Π. Δημόπουλος Ρόλος: Ερευνήτρια (ορνιθολόγος)

Πρόγραμμα Βόρειας Πίνδου

Περιγραφή: Πρόγραμμα του WWF για τη Βόρεια Πίνδο. 

Period: 2001-2003. Χρηματοδότηση: WWF-Ελλάς. Ανάδοχος: WWF-Ελλάς. Συντονιστής: Χ. Παπαϊωάννου Ρόλος: Ερευνήτρια για τη βιοπαρακολούθηση και διαχείριση του Βαλκανικού αγριόγιδου. Σχετική δημοσίευση: Papaioannou & Kati 2007 

Δημοσιεύσεις

Οι δημοσιεύσεις περιλαμβάνουν (α) διεθνείς δημοσιεύσεις, (β) κεφάλαια διεθνών βιβλίων,(γ) δημοσιεύσεις σε πρακτικά συνεδρίων, (δ) βάσεις δεδομένων,, (ε) επιστημονικές αναφορές (ενδεικτικά),. δημοσιευμένες βάσεις δεδομένων, εκλαϊκευμένη επιστήμη (ενδεικτικά) και διδακτικά συγγράμματα. Δίνονται οι σύνδεσμοι πρόσβασης στα pdfs

*: αλληλογραφούσα συγγραφέας.

  Δημοσίευση χωρίς Συντελεστή Απήχησης (I.F.)

Βιολογική ομάδα
Ορθόπτερα
Πεταλούδες
Οδοντόγναθα
Μικρά πουλιά
Αμφίβια & Ερπετά
Αρπακτικά πουλιά
Άλλα πουλιά
Οπληφόρα
Μεγάλα σαρκοφάγα
Χλωρίδα και βλάστηση
Πολλά τάξα
Θέμα
Δρόμοι
Αιολικά
Κοινωνική επιστήμη

Διδακτορική διατριβή

Η παρούσα έρευνα συνιστά μια εφαρμοσμένη οικολογική έρευνα με στόχο τη διατήρησης της βιοποικιλότητας, εντασσόμενη στο ευρύτερο πεδίο της επιστήμης της βιολογίας διατήρησης. Έλαβε ως υπόθεση εργασίας την προστατευόμενη περιοχή του δάσους της Δαδιάς, στη ΒΑ Ελλάδα (43.000 εκτάρια). Επιλέχθηκαν έξι διαφορετικές και συμπληρωματικές μεταξύ τους ταξινομικές ομάδες, με διαφορετικές οικολογικές και χωρικές απαιτήσεις, οι οποίες θεωρούνται πως αντιπροσωπεύουν επαρκώς την έννοια της βιοποικιλότητας σε τοπικό επίπεδο: τα ξυλώδη είδη, οι ορχιδέες, τα ορθόπτερα, η υδρόβια ερπετοπανίδα (αμφίβια και νεροχελώνες), η χερσαία ερπετοπανίδα (σαύρες και χερσαίες χελώνες) και τα στρουθιόμορφα πτηνά. Σε ένα πρώτο επίπεδο βασικής οικολογικής ανάλυσης σε επίπεδο βιοκοινότητας, καταγράφηκαν τα είδη και τα πρότυπα κατανομής τους στο χώρο, και μελετήθηκε εις βάθος η οικολογική δομή των άνω βιοκοινοτήτων. Σε ένα επόμενο επίπεδο σύνθεσης όλων των βιοκοινοτήτων για τη διατήρηση και διαχείριση της βιοποικιλότητας, τα άνω δεδομένα αναλύθηκαν στατιστικά ώστε να απαντηθούν δύο καίρια ερωτήματα: (α) η σύγκριση πέντε σεναρίων σχεδιασμού δικτύου προστατευόμενων περιοχών, ώστε να επιλεγεί εκείνη η άριστη μέθοδος η οποία να μεγιστοποιεί τη διατήρηση της βιοποικιλότητας στη μικρότερη δυνατή επιφάνεια γης, (β) η εξέταση της αξίας κάθε ταξινομικής ομάδας ως βιολογικό δείκτη, ώστε να αναδειχθούν ομάδες-δείκτες για την προστασία των υπολοίπων ταξινομικών ομάδων. Τέλος, η έρευνα κατέληξε στην πρόταση συγκεκριμένων διαχειριστικών μέτρων για την in situ διαχείριση των οικοσυστημάτων και την προστασία της βιοποικιλότητας στην περιοχή μελέτης.

 

Διεθνείς Δημοσιεύσεις

Invertebrate populations are amongst the most widespread species, inhabiting a variety of habitats, however there is limited conservation effort due to the scarce knowledge on their population genetics. Here, we assess levels of genetic diversity and population structure of the Epirus dancing grasshopper (Chorthippus lacustris), a steno-endemic species, located in Northwest Greece, exhibiting a fragmented distribution. By utilizing two mitochondrial genes and amplified fragment length polymorphisms (AFLPs), we detected moderate to high levels of genetic diversity of the focal populations. Haplotype network analysis revealed the existence of private haplotypes with low genetic differentiation suggesting a sudden expansion of the species in the study area with subsequent isolations on suitable habitats. Despite the low genetic differentiation between the studied populations, our data further suggest a subtle subdivision of the populations and the existence of three genetic clusters. Implications for insect conservation: Our study is the first to provide insights into the population genetics of the steno-endemic grasshopper C. lacustris, highlighting the importance of preserving focal populations. The species inhabits areas subject to high changes in land use and fragmentation. We argue that the preservation and management of suitable habitats is essential for the viability of the grasshopper populations.
Invertebrate populations are amongst the most widespread species, inhabiting a variety of habitats, however there is limited conservation effort due to the scarce knowledge on their population genetics. Here, we assess levels of genetic diversity and population structure of the Epirus dancing grasshopper (Chorthippus lacustris), a steno-endemic species, located in Northwest Greece, exhibiting a fragmented distribution. By utilizing two mitochondrial genes and amplified fragment length polymorphisms (AFLPs), we detected moderate to high levels of genetic diversity of the focal populations. Haplotype network analysis revealed the existence of private haplotypes with low genetic differentiation suggesting a sudden expansion of the species in the study area with subsequent isolations on suitable habitats. Despite the low genetic differentiation between the studied populations, our data further suggest a subtle subdivision of the populations and the existence of three genetic clusters. Implications for insect conservation: Our study is the first to provide insights into the population genetics of the steno-endemic grasshopper C. lacustris, highlighting the importance of preserving focal populations. The species inhabits areas subject to high changes in land use and fragmentation. We argue that the preservation and management of suitable habitats is essential for the viability of the grasshopper populations.
Livestock depredation is the primary driver of wolf-human conflict worldwide, threatening wolf conservation and impacting human livelihoods. Most countries implement relevant compensation programs, which are however rarely accompanied by proactive husbandry practices vetted with scientific research. We investigated the influence of husbandry practices on wolf depredation losses for 70 sheep/goat and 68 cattle herds with quantitative modeling of data from semi-structured interviews of livestock farmers along a livestock damage gradient in NW Greece. Sheep/goat herds were better protected than cattle herds in seven preventive measures and annual losses of sheep/goat livestock units were three times lower than losses of cattle livestock units in our study area. Furthermore, according to national compensation data from Greece, costs paid for cattle have doubled in recent years, whereas they have been cut in half for sheep/goats. Our modeling identified three core preventive measures that significantly reduced wolf depredation risk for both herd types, namely increased shepherd surveillance, systematic night confinement, and an adequate number of livestock guardian dogs (optimal ratio was 3 Greek guardian dogs per 100 sheep/goats and 7 guardian dogs per 100 cattle). Keeping young livestock in enclosures and not abandoning livestock carcasses in pastures were additional effective preventive measures for cattle herds. Our study provides evidence to inform the subsidizing policy put forth in the Common Agricultural Policy of the European Union. It can also serve to inform or revise wildlife-livestock conflict mitigation policy in countries challenged with the competing goals of conserving large carnivores while maintaining traditional grazing regimes. © 2023 Elsevier Ltd
Livestock depredation is the primary driver of wolf-human conflict worldwide, threatening wolf conservation and impacting human livelihoods. Most countries implement relevant compensation programs, which are however rarely accompanied by proactive husbandry practices vetted with scientific research. We investigated the influence of husbandry practices on wolf depredation losses for 70 sheep/goat and 68 cattle herds with quantitative modeling of data from semi-structured interviews of livestock farmers along a livestock damage gradient in NW Greece. Sheep/goat herds were better protected than cattle herds in seven preventive measures and annual losses of sheep/goat livestock units were three times lower than losses of cattle livestock units in our study area. Furthermore, according to national compensation data from Greece, costs paid for cattle have doubled in recent years, whereas they have been cut in half for sheep/goats. Our modeling identified three core preventive measures that significantly reduced wolf depredation risk for both herd types, namely increased shepherd surveillance, systematic night confinement, and an adequate number of livestock guardian dogs (optimal ratio was 3 Greek guardian dogs per 100 sheep/goats and 7 guardian dogs per 100 cattle). Keeping young livestock in enclosures and not abandoning livestock carcasses in pastures were additional effective preventive measures for cattle herds. Our study provides evidence to inform the subsidizing policy put forth in the Common Agricultural Policy of the European Union. It can also serve to inform or revise wildlife-livestock conflict mitigation policy in countries challenged with the competing goals of conserving large carnivores while maintaining traditional grazing regimes. © 2023 Elsevier Ltd
Preserving ecosystems of high ecological integrity is a crucial target in Biodiversity Strategies, also serving the 10 % target of strict land protection in the European Union (EU). We recommend roadless mapping to delineate wilderness and monitor progress against loss in natural areas. We mapped Greece’s roadless land and assessed its ecological attributes. It accounted for 6.1 % of Greece and comprised 451 roadless sites of size over 1 km2: 389 roadless areas and 62 fully roadless islands. Roadless sites occurred in mountains and islands, were undeveloped (no artificial land), undisturbed (no major pressures, [removed]99 % of natural and seminatural vegetation cover, 68 % of their extent in the Natura 2000 network). They also lay in a wilderness continuum of low landscape fragmentation index. Most roadless sites (302) were larger than 10 km2. Larger roadless areas occurred more in higher mountains and steeper terrains, had a lower Human Influence Index and a better Natura 2000 coverage. Roadless sites demonstrated a buffering capacity against naturalness loss and fires (2.5 times lower percentage of burnt land than the national average) but were vulnerable to Renewable Energy Sources deployment, particularly wind farms (33 % of roadless areas might be affected). In support of a roadless policy we suggest using roadless sites to delimit the strictly protected zones in the EU (and Greece), to map primary-old-growth forests, and pinpoint new candidate protected areas. We strongly recommend revisiting the REPowerEU plan to define roadless sites as non-go-to areas for relevant infrastructure deployments. © 2023 Elsevier Ltd.
Preserving ecosystems of high ecological integrity is a crucial target in Biodiversity Strategies, also serving the 10 % target of strict land protection in the European Union (EU). We recommend roadless mapping to delineate wilderness and monitor progress against loss in natural areas. We mapped Greece’s roadless land and assessed its ecological attributes. It accounted for 6.1 % of Greece and comprised 451 roadless sites of size over 1 km2: 389 roadless areas and 62 fully roadless islands. Roadless sites occurred in mountains and islands, were undeveloped (no artificial land), undisturbed (no major pressures, [removed]99 % of natural and seminatural vegetation cover, 68 % of their extent in the Natura 2000 network). They also lay in a wilderness continuum of low landscape fragmentation index. Most roadless sites (302) were larger than 10 km2. Larger roadless areas occurred more in higher mountains and steeper terrains, had a lower Human Influence Index and a better Natura 2000 coverage. Roadless sites demonstrated a buffering capacity against naturalness loss and fires (2.5 times lower percentage of burnt land than the national average) but were vulnerable to Renewable Energy Sources deployment, particularly wind farms (33 % of roadless areas might be affected). In support of a roadless policy we suggest using roadless sites to delimit the strictly protected zones in the EU (and Greece), to map primary-old-growth forests, and pinpoint new candidate protected areas. We strongly recommend revisiting the REPowerEU plan to define roadless sites as non-go-to areas for relevant infrastructure deployments. © 2023 Elsevier Ltd.
Motivation: Aquatic insects comprise 64% of freshwater animal diversity and are widely used as bioindicators to assess water quality impairment and freshwater ecosystem health, as well as to test ecological hypotheses. Despite their importance, a comprehensive, global database of aquatic insect occurrences for mapping freshwater biodiversity in macroecological studies and applied freshwater research is missing. We aim to fill this gap and present the Global EPTO Database, which includes worldwide geo-referenced aquatic insect occurrence records for four major taxa groups: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera and Odonata (EPTO). Main type of variables contained: A total of 8,368,467 occurrence records globally, of which 8,319,689 (99%) are publicly available. The records are attributed to the corresponding drainage basin and sub-catchment based on the Hydrography90m dataset and are accompanied by the elevation value, the freshwater ecoregion and the protection status of their location. Spatial location and grain: The database covers the global extent, with 86% of the observation records having coordinates with at least four decimal digits (11.1 m precision at the equator) in the World Geodetic System 1984 (WGS84) coordinate reference system. Time period and grain: Sampling years span from 1951 to 2021. Ninety-nine percent of the records have information on the year of the observation, 95% on the year and month, while 94% have a complete date. In the case of seven sub-datasets, exact dates can be retrieved upon communication with the data contributors. Major taxa and level of measurement: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera and Odonata, standardized at the genus taxonomic level. We provide species names for 7,727,980 (93%) records without further taxonomic verification. Software format: The entire tab-separated value (.csv) database can be downloaded and visualized at https://glowabio.org/project/epto_database/. Fifty individual datasets are also available at https://fred.igb-berlin.de, while six datasets have restricted access. For the latter, we share metadata and the contact details of the authors.
Motivation: Aquatic insects comprise 64% of freshwater animal diversity and are widely used as bioindicators to assess water quality impairment and freshwater ecosystem health, as well as to test ecological hypotheses. Despite their importance, a comprehensive, global database of aquatic insect occurrences for mapping freshwater biodiversity in macroecological studies and applied freshwater research is missing. We aim to fill this gap and present the Global EPTO Database, which includes worldwide geo-referenced aquatic insect occurrence records for four major taxa groups: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera and Odonata (EPTO). Main type of variables contained: A total of 8,368,467 occurrence records globally, of which 8,319,689 (99%) are publicly available. The records are attributed to the corresponding drainage basin and sub-catchment based on the Hydrography90m dataset and are accompanied by the elevation value, the freshwater ecoregion and the protection status of their location. Spatial location and grain: The database covers the global extent, with 86% of the observation records having coordinates with at least four decimal digits (11.1 m precision at the equator) in the World Geodetic System 1984 (WGS84) coordinate reference system. Time period and grain: Sampling years span from 1951 to 2021. Ninety-nine percent of the records have information on the year of the observation, 95% on the year and month, while 94% have a complete date. In the case of seven sub-datasets, exact dates can be retrieved upon communication with the data contributors. Major taxa and level of measurement: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera and Odonata, standardized at the genus taxonomic level. We provide species names for 7,727,980 (93%) records without further taxonomic verification. Software format: The entire tab-separated value (.csv) database can be downloaded and visualized at https://glowabio.org/project/epto_database/. Fifty individual datasets are also available at https://fred.igb-berlin.de, while six datasets have restricted access. For the latter, we share metadata and the contact details of the authors.
In an era of increasing human pressure on nature, understanding the spatiotemporal patterns of wildlife relative to human disturbance can inform conservation efforts, especially for large carnivores. We examined the temporal activity and spatial patterns of wolves and eight sympatric mammals at 71 camera trap stations in Greece. Grey wolves temporally overlapped the most with wild boars (Δ = 0.84) and medium-sized mammals (Δ > 0.75), moderately with brown bears (Δ = 0.70), and least with roe deer (Δ = 0.46). All wild mammals were mainly nocturnal and exhibited low temporal overlap with human disturbance (humans, vehicles, livestock, and dogs; Δ = 0.18–0.36), apart from roe deer, which were more diurnal (Δ = 0.80). Six out of nine species increased their nocturnality at sites of high human disturbance, particularly roe deer and wolves. The detection of wolves was negatively associated with paved roads, the detection of roe deer was negatively associated with human disturbance, and the detection of wild boars was negatively associated with dogs. The detection of bears, boars, and foxes increased closer to settlements. Our study has applied implications for wolf conservation and human–wildlife coexistence.
In an era of increasing human pressure on nature, understanding the spatiotemporal patterns of wildlife relative to human disturbance can inform conservation efforts, especially for large carnivores. We examined the temporal activity and spatial patterns of wolves and eight sympatric mammals at 71 camera trap stations in Greece. Grey wolves temporally overlapped the most with wild boars (Δ = 0.84) and medium-sized mammals (Δ > 0.75), moderately with brown bears (Δ = 0.70), and least with roe deer (Δ = 0.46). All wild mammals were mainly nocturnal and exhibited low temporal overlap with human disturbance (humans, vehicles, livestock, and dogs; Δ = 0.18–0.36), apart from roe deer, which were more diurnal (Δ = 0.80). Six out of nine species increased their nocturnality at sites of high human disturbance, particularly roe deer and wolves. The detection of wolves was negatively associated with paved roads, the detection of roe deer was negatively associated with human disturbance, and the detection of wild boars was negatively associated with dogs. The detection of bears, boars, and foxes increased closer to settlements. Our study has applied implications for wolf conservation and human–wildlife coexistence.
On 18 January 2022, the Greek government banned road construction in six Natura 2000 roadless mountainous areas, triggering a broader national roadless policy. Road sprawl is a key catalyst of land use change, which is the greatest threat to biodiversity worldwide (2). For years, scientists have called for halting infrastructure expansion, including roads, to protect biodiversity with little success. Greece’s policy should serve as a model for the EU
On 18 January 2022, the Greek government banned road construction in six Natura 2000 roadless mountainous areas, triggering a broader national roadless policy. Road sprawl is a key catalyst of land use change, which is the greatest threat to biodiversity worldwide (2). For years, scientists have called for halting infrastructure expansion, including roads, to protect biodiversity with little success. Greece’s policy should serve as a model for the EU
Τα ιερά δάση στην Ελλάδα είναι συνήθως απομεινάρια ώριμων δασών με μεγάλα δέντρα γύρω από ξωκλήσια, τα οποία προστατεύονται επί αιώνες από την ορθόδοξη θρησκεία. Εξετάσαμε τη συγκριτική οικολογική αξία 20 ιερών δασών με κυρίαρχο είδος τις δρύες, έναντι των διαχειριζόμενων δρυοδασών, όσον αφορά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά και τις κοινότητες των πτηνών (στρουθιόμορφα πουλιά και δρυοκολάπτες). Τα ιερά δάση χαρακτηρίζονται από γέρικα και ώριμα δέντρα συγκριτικά με τα διαχειριζόμενα δρυοδάση, με βάση τη μέση διάμετρο στο ύψος του στήθους (DBH) και το ύψος του δέντρου. Εκτός από το ότι φιλοξενούν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ειδών πουλιών και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, έχουν μεγαλύτερο λειτουργικό πλούτο, μεγαλύτερη φυλογενετική ποικιλότητα και μεγαλύτερη φυλογενετική μεταβλητότητα ως προς την ομάδα των πουλιών. Οι κοινότητες πουλιών στα ιερά άλση ήταν πιο ετερογενείς και τα πτηνά έδειχναν μεγαλύτερα επίπεδα εξειδίκευσης από ό,τι στα διαχειριζόμενα δάση. Τα Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα έδειξαν ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει θετικά όλες τις πτυχές της ποικιλότητας των πτηνών ήταν η μέση στηθιαία διάμετρος DBH, ενώ η αφθονία των νεκρών δέντρων αύξανε την αφθονία των πτηνών. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης των μεγάλων ώριμων δέντρων ως πρακτική δασικής διαχείρισης, για την ενίσχυση της ποικιλότητας των πτηνών και τη μείωση της βιοτικής ομογενοποίησης. Δεδομένου ότι η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα απαιτεί την αυστηρή προστασία όλων των εναπομείναντων πρωτογενών παλαιών δασών στην Ευρώπη έως το 2030, υποστηρίζουμε ότι τα ιερά δάση, παρά το μικρό τους μέγεθος, πληρούν τα κριτήρια ώστε να ενταχθούν στους αυστηρούς στόχους προστασίας και αποκατάστασης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, ως πρωτογενή ώριμα δάση υψηλής αξίας για τη βιοποικιλότητα.
Τα ιερά δάση στην Ελλάδα είναι συνήθως απομεινάρια ώριμων δασών με μεγάλα δέντρα γύρω από ξωκλήσια, τα οποία προστατεύονται επί αιώνες από την ορθόδοξη θρησκεία. Εξετάσαμε τη συγκριτική οικολογική αξία 20 ιερών δασών με κυρίαρχο είδος τις δρύες, έναντι των διαχειριζόμενων δρυοδασών, όσον αφορά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά και τις κοινότητες των πτηνών (στρουθιόμορφα πουλιά και δρυοκολάπτες). Τα ιερά δάση χαρακτηρίζονται από γέρικα και ώριμα δέντρα συγκριτικά με τα διαχειριζόμενα δρυοδάση, με βάση τη μέση διάμετρο στο ύψος του στήθους (DBH) και το ύψος του δέντρου. Εκτός από το ότι φιλοξενούν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ειδών πουλιών και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, έχουν μεγαλύτερο λειτουργικό πλούτο, μεγαλύτερη φυλογενετική ποικιλότητα και μεγαλύτερη φυλογενετική μεταβλητότητα ως προς την ομάδα των πουλιών. Οι κοινότητες πουλιών στα ιερά άλση ήταν πιο ετερογενείς και τα πτηνά έδειχναν μεγαλύτερα επίπεδα εξειδίκευσης από ό,τι στα διαχειριζόμενα δάση. Τα Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα έδειξαν ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει θετικά όλες τις πτυχές της ποικιλότητας των πτηνών ήταν η μέση στηθιαία διάμετρος DBH, ενώ η αφθονία των νεκρών δέντρων αύξανε την αφθονία των πτηνών. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης των μεγάλων ώριμων δέντρων ως πρακτική δασικής διαχείρισης, για την ενίσχυση της ποικιλότητας των πτηνών και τη μείωση της βιοτικής ομογενοποίησης. Δεδομένου ότι η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα απαιτεί την αυστηρή προστασία όλων των εναπομείναντων πρωτογενών παλαιών δασών στην Ευρώπη έως το 2030, υποστηρίζουμε ότι τα ιερά δάση, παρά το μικρό τους μέγεθος, πληρούν τα κριτήρια ώστε να ενταχθούν στους αυστηρούς στόχους προστασίας και αποκατάστασης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, ως πρωτογενή ώριμα δάση υψηλής αξίας για τη βιοποικιλότητα.
Η αιολική ενέργεια είναι η επικρατέστερη ανανεώσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά έχει επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μέσω της αλλαγής χρήσης γης. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το παράδοξο των αρνητικών επιπτώσεων επί της βιοποικιλότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Προτείνουμε μια νέα αειφορική μέθοδο χωροταξικού σχεδιασμού: οι αιολικές επενδύσεις ιεραρχούνται πρώτα στις πιο κατακερματισμένες ζώνες που βρίσκονται εκτός του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Την παρουσιάζουμε για την Ελλάδα, ένα κέντρο βιοποικιλότητας με ισχυρή κλιματική πολιτική, όπου υπάρχει σύγκρουση για τη χρήση γης για την κάλυψη των αναγκών της διατήρησης της φύσης και της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας. Η ανάλυση δείχνει ότι η προτεινόμενη επενδυτική ζώνη μπορεί να υποστηρίξει εγκαταστημένη ισχύ αιολικής ενέργειας 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό στόχο του 2030, έχοντας μόνο οριακά χαμηλότερη (4%) ταχύτητα ανέμου. Λειτουργεί αποτελεσματικά για τη διατήρηση των οικοτόπων και ειδών των Παραρτημάτων των δυο οδηγιών για τη φύση και αλληλεπικαλύπτεται σημαντικά με τις σημαντικές περιοχές για τα πουλιά (IBA) (93%) και τις περιοχές άνευ δρόμων (80%) της Ελλάδας. Έχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη επίσης (82% -91%) με τις ζώνες αποκλεισμού που προτείνονται σύμφωνα με τρεις χάρτες ευαισθησίας για τη διατήρηση των πτηνών. Δεδομένου ότι η αλλαγή χρήσης γης προκαλεί μείωση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζουμε την ανάγκη τέτοιων προσεγγίσεων για την επίτευξη τόσο των στόχων για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα. Ζητούμε μεγαλύτερη σύγκλιση των περιβαλλοντικών πολιτικών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και για το στόχο μη αύξησης των τεχνητών επιφανειών στην Ευρώπη έως το 2050 (no net land take).
Η αιολική ενέργεια είναι η επικρατέστερη ανανεώσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά έχει επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μέσω της αλλαγής χρήσης γης. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το παράδοξο των αρνητικών επιπτώσεων επί της βιοποικιλότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Προτείνουμε μια νέα αειφορική μέθοδο χωροταξικού σχεδιασμού: οι αιολικές επενδύσεις ιεραρχούνται πρώτα στις πιο κατακερματισμένες ζώνες που βρίσκονται εκτός του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Την παρουσιάζουμε για την Ελλάδα, ένα κέντρο βιοποικιλότητας με ισχυρή κλιματική πολιτική, όπου υπάρχει σύγκρουση για τη χρήση γης για την κάλυψη των αναγκών της διατήρησης της φύσης και της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας. Η ανάλυση δείχνει ότι η προτεινόμενη επενδυτική ζώνη μπορεί να υποστηρίξει εγκαταστημένη ισχύ αιολικής ενέργειας 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό στόχο του 2030, έχοντας μόνο οριακά χαμηλότερη (4%) ταχύτητα ανέμου. Λειτουργεί αποτελεσματικά για τη διατήρηση των οικοτόπων και ειδών των Παραρτημάτων των δυο οδηγιών για τη φύση και αλληλεπικαλύπτεται σημαντικά με τις σημαντικές περιοχές για τα πουλιά (IBA) (93%) και τις περιοχές άνευ δρόμων (80%) της Ελλάδας. Έχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη επίσης (82% -91%) με τις ζώνες αποκλεισμού που προτείνονται σύμφωνα με τρεις χάρτες ευαισθησίας για τη διατήρηση των πτηνών. Δεδομένου ότι η αλλαγή χρήσης γης προκαλεί μείωση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζουμε την ανάγκη τέτοιων προσεγγίσεων για την επίτευξη τόσο των στόχων για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα. Ζητούμε μεγαλύτερη σύγκλιση των περιβαλλοντικών πολιτικών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και για το στόχο μη αύξησης των τεχνητών επιφανειών στην Ευρώπη έως το 2050 (no net land take).
Οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί στόχοι επιβάλλουν την επέκταση του δικτύου των προστατευόμενων περιοχών για να ανασχεθεί η απώλεια βιοποικιλότητας. Το δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει το 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο αυτό το δίκτυο προστατεύει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης, ειδικά σε μια χώρα τόσο πλούσια σε βιοποικιλότητα όπως η Ελλάδα, είναι άγνωστος. Εδώ, επικαλύπτουμε το δίκτυο Natura 2000 της χώρας με το εύρος κατανομής 424 ειδών της Ελλάδας, τα οποία είναι απειλούμενα στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Natura 2000 επικαλύπτει κατά μέσο όρο το 47,6% του χαρτογραφημένου εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναμενόμενη επικάλυψη σε τυχαία επιλεγμένα δίκτυα (21,4%). Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (μη αποκλειστικά υποσύνολα περιοχών Natura 2000) επικαλύπτουν τα εύρη κατανομής κατά 33,4% και 38,1% αντίστοιχα. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό απειλούμενων ειδών, με τις περιοχές Natura 2000 να επικαλύπτουν κατά μέσο όρο 62,3% και 30,6% του εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών αντίστοιχα. Τα εύρη κατανομής των 62 απειλούμενων ειδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα 1 και ΙΙ των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει από το δίκτυο (52,0%) και το 18,0% από αυτά επικαλύπτονται πλήρως. Ωστόσο, τα εύρη κατανομής 27 απειλούμενων ειδών που είναι όλα ενδημικά στην Ελλάδα, δεν επικαλύπτονται καθόλου. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνική πολιτική για την προστασία της βιοποικιλότητας, πέρα ​​από τις σημερινές περιοχές Natura 2000.
Οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί στόχοι επιβάλλουν την επέκταση του δικτύου των προστατευόμενων περιοχών για να ανασχεθεί η απώλεια βιοποικιλότητας. Το δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει το 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο αυτό το δίκτυο προστατεύει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης, ειδικά σε μια χώρα τόσο πλούσια σε βιοποικιλότητα όπως η Ελλάδα, είναι άγνωστος. Εδώ, επικαλύπτουμε το δίκτυο Natura 2000 της χώρας με το εύρος κατανομής 424 ειδών της Ελλάδας, τα οποία είναι απειλούμενα στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Natura 2000 επικαλύπτει κατά μέσο όρο το 47,6% του χαρτογραφημένου εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναμενόμενη επικάλυψη σε τυχαία επιλεγμένα δίκτυα (21,4%). Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (μη αποκλειστικά υποσύνολα περιοχών Natura 2000) επικαλύπτουν τα εύρη κατανομής κατά 33,4% και 38,1% αντίστοιχα. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό απειλούμενων ειδών, με τις περιοχές Natura 2000 να επικαλύπτουν κατά μέσο όρο 62,3% και 30,6% του εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών αντίστοιχα. Τα εύρη κατανομής των 62 απειλούμενων ειδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα 1 και ΙΙ των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει από το δίκτυο (52,0%) και το 18,0% από αυτά επικαλύπτονται πλήρως. Ωστόσο, τα εύρη κατανομής 27 απειλούμενων ειδών που είναι όλα ενδημικά στην Ελλάδα, δεν επικαλύπτονται καθόλου. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνική πολιτική για την προστασία της βιοποικιλότητας, πέρα ​​από τις σημερινές περιοχές Natura 2000.
Η αλλαγή της χρήσης γης αποτελεί την κορυφαία απειλή για την απώλεια της βιοποικιλότητας και η επέκταση των δρόμων βασικό γενεσιουργό αίτιο αυτής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη κατακερματισμού του τοπίου (LFI), η Ελλάδα είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κατακερματισμού της. Αναπτύξαμε το δείκτη RFI (Roadless Fragmentation Indicator) για την παρακολούθηση του ρυθμού του κατακερματισμού στα πιο φυσικά οικοσυστήματα. Ο δείκτης RFI υπολογίζει το ποσοστό της γης που καλύπτεται από Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), δηλαδή τα τμήματα γης άνω του 1 km2 που απέχουν περισσότερο από 1 km από τον πλησιέστερο δρόμο. Με βάση τον εθνικό χάρτη των ΠΑΔ της Ελλάδας, εντοπίζονται 1115 ΠΑΔ που ταξινομούνται κατά μέγεθος (1-256 km2) και συνολικά καλύπτουν λιγότερο από το 5% της χερσαίας έκτασης της χώρας. Ο δείκτης RFI αντανακλά την φυσικότητα των οικοσυστημάτων, είναι σημαντικά υψηλότερος στο δίκτυο Natura 2000 και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε λιγότερο κατακερματισμένες ζώνες. Έξι βουνά (0,51% της ελληνικής γης) έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς δρόμους (ΠΑΔ > 50 km2) και θα πρέπει να προστατευτούν αναλόγως. Ζητούμε μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης των δρόμων με μια νέα νομοθεσία (European Roadless Rule) που θα προστατεύει θεσμικά τουλάχιστον το 2% του ευρωπαϊκού εδάφους ως ζώνες άνευ δρόμων. Ζητούμε επίσης να μην υπάρξει περαιτέρω αδικαιολόγητη επέκταση των δρόμων στα πιο φυσικά και λιγότερο κατακερματισμένα οικοσυστήματα, ως μέτρο που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής της Ευρώπης και ιδίως στον χωροταξικό σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων. Παρουσιάζουμε έναν οδηγό πέντε βημάτων για την εφαρμογή της ως άνω πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ως μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μείωσης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα ερευνητικά αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στην πολιτική ηγεσία, στους αναδόχους των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura, καθώς και σε διεθνή φόρα και στο ευρωκοινοβούλιο για την προώθηση συναφούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη συνδιάσκεψη κορυφής COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά».
Η αλλαγή της χρήσης γης αποτελεί την κορυφαία απειλή για την απώλεια της βιοποικιλότητας και η επέκταση των δρόμων βασικό γενεσιουργό αίτιο αυτής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη κατακερματισμού του τοπίου (LFI), η Ελλάδα είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κατακερματισμού της. Αναπτύξαμε το δείκτη RFI (Roadless Fragmentation Indicator) για την παρακολούθηση του ρυθμού του κατακερματισμού στα πιο φυσικά οικοσυστήματα. Ο δείκτης RFI υπολογίζει το ποσοστό της γης που καλύπτεται από Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), δηλαδή τα τμήματα γης άνω του 1 km2 που απέχουν περισσότερο από 1 km από τον πλησιέστερο δρόμο. Με βάση τον εθνικό χάρτη των ΠΑΔ της Ελλάδας, εντοπίζονται 1115 ΠΑΔ που ταξινομούνται κατά μέγεθος (1-256 km2) και συνολικά καλύπτουν λιγότερο από το 5% της χερσαίας έκτασης της χώρας. Ο δείκτης RFI αντανακλά την φυσικότητα των οικοσυστημάτων, είναι σημαντικά υψηλότερος στο δίκτυο Natura 2000 και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε λιγότερο κατακερματισμένες ζώνες. Έξι βουνά (0,51% της ελληνικής γης) έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς δρόμους (ΠΑΔ > 50 km2) και θα πρέπει να προστατευτούν αναλόγως. Ζητούμε μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης των δρόμων με μια νέα νομοθεσία (European Roadless Rule) που θα προστατεύει θεσμικά τουλάχιστον το 2% του ευρωπαϊκού εδάφους ως ζώνες άνευ δρόμων. Ζητούμε επίσης να μην υπάρξει περαιτέρω αδικαιολόγητη επέκταση των δρόμων στα πιο φυσικά και λιγότερο κατακερματισμένα οικοσυστήματα, ως μέτρο που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής της Ευρώπης και ιδίως στον χωροταξικό σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων. Παρουσιάζουμε έναν οδηγό πέντε βημάτων για την εφαρμογή της ως άνω πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ως μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μείωσης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα ερευνητικά αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στην πολιτική ηγεσία, στους αναδόχους των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura, καθώς και σε διεθνή φόρα και στο ευρωκοινοβούλιο για την προώθηση συναφούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη συνδιάσκεψη κορυφής COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά».
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί επίσης και απειλή για τη διατήρηση των πληθυσμών των πτηνών, λόγω της σύγκρουσής τους με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όταν ο στρατηγικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων είναι ακατάλληλος και σωρευτικός. Αυτός ο ακατάλληλος χωρικός σχεδιασμός συμβαίνει συχνά. Πολλά αιολικά πάρκα έχουν σχεδιαστεί σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην εργασία αυτή συνδυάσαμε τη χρήση μοντέλων χρήσης χώρου με ένα μοντέλο κινδύνου σύγκρουσης (CRM-Collision Risk Model) για να προβλέψουμε την αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων του Μαυρόγυπα τόσο για τα λειτουργούντα αιολικά πάρκα όσο και για αυτά που προτείνονται να λειτουργήσουν στο μέλλον. Εξετάσαμε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά αποφυγής των ανεμογεννητριών από το Μαυρόγυπα στο CRM. Η αθροιστική θνησιμότητα από τις συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες αναμένεται να είναι οκτώ έως δέκα φορές μεγαλύτερη στο μέλλον (προτεινόμενα και λειτουργούντα αιολικά πάρκα) από ό, τι σήμερα (λειτουργούντα αιολικά πάρκα), η οποία ισοδυναμεί με το 44% του τρέχοντος πληθυσμού (103 άτομα), εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις (2744 MW). Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο όπου οι εγκεκριμένες προτάσεις δεν θα υπερβούν τον εθνικό στόχο για την αξιοποίηση του ανέμου στην περιοχή μελέτης (960 MW), η αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων εξακολουθεί να είναι υψηλή (17% του τρέχοντος πληθυσμού) και πιθανόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση του πληθυσμού του Μαυρόγυπα. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από το 92% των αναμενόμενων θανάτων θα λαμβάνει χώρα στην κεντρική περιοχή ενδημίας του πληθυσμού (core area). Αυτό δείχνει πως ο σημερινός χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων ως προς την εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή και πως η Πολιτεία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην προστασία σημαντικών ειδών. Με βάση το χάρτη ευαισθησίας του είδους, προτείνουμε μια σαφή χωρική λύση, η οποία μπορεί να επιτύχει τον εθνικό στόχο της αξιοποίησης του ανέμου στην περιοχή και ταυτόχρονα να έχει ελάχιστο κόστος για τον Μαυρόγυπα (<1% απώλεια πληθυσμού), υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα του πληθυσμού (5,2%) που προκαλείται από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην κεντρική περιοχή ενδημίας του, θα εξαλειφόταν πλήρως. Θεωρώντας οποιοδήποτε άλλο σενάριο, ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα φαίνεται πως διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης. Η προσέγγισή μας «win-win» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου τα αιολικά πάρκα θέτουν σε κίνδυνο σωρευτικά πληθυσμούς άλλων ειδών της άγριας πανίδας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί επίσης και απειλή για τη διατήρηση των πληθυσμών των πτηνών, λόγω της σύγκρουσής τους με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όταν ο στρατηγικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων είναι ακατάλληλος και σωρευτικός. Αυτός ο ακατάλληλος χωρικός σχεδιασμός συμβαίνει συχνά. Πολλά αιολικά πάρκα έχουν σχεδιαστεί σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην εργασία αυτή συνδυάσαμε τη χρήση μοντέλων χρήσης χώρου με ένα μοντέλο κινδύνου σύγκρουσης (CRM-Collision Risk Model) για να προβλέψουμε την αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων του Μαυρόγυπα τόσο για τα λειτουργούντα αιολικά πάρκα όσο και για αυτά που προτείνονται να λειτουργήσουν στο μέλλον. Εξετάσαμε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά αποφυγής των ανεμογεννητριών από το Μαυρόγυπα στο CRM. Η αθροιστική θνησιμότητα από τις συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες αναμένεται να είναι οκτώ έως δέκα φορές μεγαλύτερη στο μέλλον (προτεινόμενα και λειτουργούντα αιολικά πάρκα) από ό, τι σήμερα (λειτουργούντα αιολικά πάρκα), η οποία ισοδυναμεί με το 44% του τρέχοντος πληθυσμού (103 άτομα), εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις (2744 MW). Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο όπου οι εγκεκριμένες προτάσεις δεν θα υπερβούν τον εθνικό στόχο για την αξιοποίηση του ανέμου στην περιοχή μελέτης (960 MW), η αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων εξακολουθεί να είναι υψηλή (17% του τρέχοντος πληθυσμού) και πιθανόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση του πληθυσμού του Μαυρόγυπα. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από το 92% των αναμενόμενων θανάτων θα λαμβάνει χώρα στην κεντρική περιοχή ενδημίας του πληθυσμού (core area). Αυτό δείχνει πως ο σημερινός χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων ως προς την εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή και πως η Πολιτεία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην προστασία σημαντικών ειδών. Με βάση το χάρτη ευαισθησίας του είδους, προτείνουμε μια σαφή χωρική λύση, η οποία μπορεί να επιτύχει τον εθνικό στόχο της αξιοποίησης του ανέμου στην περιοχή και ταυτόχρονα να έχει ελάχιστο κόστος για τον Μαυρόγυπα (<1% απώλεια πληθυσμού), υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα του πληθυσμού (5,2%) που προκαλείται από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην κεντρική περιοχή ενδημίας του, θα εξαλειφόταν πλήρως. Θεωρώντας οποιοδήποτε άλλο σενάριο, ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα φαίνεται πως διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης. Η προσέγγισή μας «win-win» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου τα αιολικά πάρκα θέτουν σε κίνδυνο σωρευτικά πληθυσμούς άλλων ειδών της άγριας πανίδας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Το έργο PREDICTS - Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems (www.predicts.org.uk)- χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες δημοσιευμένες μελέτες για να δημιουργήσει μια μεγάλη και αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων βιοποικιλότητας από πολλές περιοχές του κόσμου, όπου οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από τη χρήση γης είναι διαφορετικές ως προς τον τύπο και την έντασή τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτήν τη βάση δεδομένων για να αναπτύξουμε τόσο παγκόσμια όσο και περιφερειακά στατιστικά μοντέλα για να διερευνήσουμε την απόκριση της τοπικής βιοποικιλότητας στην αλλαγή χρήση γης. Στην εργασία περιγράφουμε και διαθέτουμε ελεύθερα την έκδοση της βάση δεδομένων του 2016, η οποία περιέχει περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια εγγραφές για πάνω από 47.000 είδη σε περισσότερες από 26.000 τοποθεσίες. Περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο η βάση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων στην οικολογία και τη βιολογία διατήρησης. Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο γεωγραφικά και ταξινομικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων χωρικών συγκρίσεων της βιοποικιλότητας που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Είναι μια βάση χρήσιμη για τους ερευνητές που ενισχύει τις διεθνείς προσπάθειες για τη μοντελοποίηση και την κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής παγκοσμίως και σε μία βάση δεδομένων. (α) FAO- Food and Agricultural organization of the United Nations – The State of the World Forests 2020 (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. ORCID annual report 2016
Το έργο PREDICTS - Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems (www.predicts.org.uk)- χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες δημοσιευμένες μελέτες για να δημιουργήσει μια μεγάλη και αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων βιοποικιλότητας από πολλές περιοχές του κόσμου, όπου οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από τη χρήση γης είναι διαφορετικές ως προς τον τύπο και την έντασή τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτήν τη βάση δεδομένων για να αναπτύξουμε τόσο παγκόσμια όσο και περιφερειακά στατιστικά μοντέλα για να διερευνήσουμε την απόκριση της τοπικής βιοποικιλότητας στην αλλαγή χρήση γης. Στην εργασία περιγράφουμε και διαθέτουμε ελεύθερα την έκδοση της βάση δεδομένων του 2016, η οποία περιέχει περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια εγγραφές για πάνω από 47.000 είδη σε περισσότερες από 26.000 τοποθεσίες. Περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο η βάση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων στην οικολογία και τη βιολογία διατήρησης. Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο γεωγραφικά και ταξινομικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων χωρικών συγκρίσεων της βιοποικιλότητας που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Είναι μια βάση χρήσιμη για τους ερευνητές που ενισχύει τις διεθνείς προσπάθειες για τη μοντελοποίηση και την κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής παγκοσμίως και σε μία βάση δεδομένων. (α) FAO- Food and Agricultural organization of the United Nations – The State of the World Forests 2020 (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. ORCID annual report 2016
Οι δρόμοι προκαλούν κατάτμηση του τοπίου και ενισχύουν την εξάπλωση των ανθρώπων και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, εις βάρος της βιοποικιλότητας και των λειτουργιών του οικοσυστήματος. Οι εναπομένουσες εκτεταμένες και οικολογικά σημαντικές περιοχές χωρίς δρόμους στον πλανήτη αποτελούν καταφύγια της βιοποικιλότητας και παρέχουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες σε παγκόσμια κλίμακα. Εφαρμόσαμε μία ζώνη αποκλεισμού 1 χιλιομέτρου γύρω από όλους τους δρόμους για να παρουσιάσουμε τον παγκόσμιο χάρτη των περιοχών άνευ δρόμων, και να αξιολογήσουμε την κατάσταση και την ποιότητα αυτών των περιοχών όπως και το βαθμό κάλυψής τους από τις προστατευόμενες περιοχές. Περίπου το 80% της χερσαίας επιφάνειας της Γης παραμένει χωρίς δρόμους, αλλά αυτή η επιφάνεια είναι κατακερματισμένη σε ~ 600.000 κομμάτια. Περισσότερα από τα μισά έχουν έκταση μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου και μόνο το 7% αυτών έχει έκταση άνω των 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η προστασία των οικολογικά σημαντικών περιοχών άνευ δρόμων δεν είναι ικανοποιητική. Απαιτείται επειγόντως η διεθνής αναγνώριση και η προστασία των περιοχών άνευ δρόμων για την ανάσχεση της διαρκούς μείωσής τους. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας είχαν μεγάλη απήχηση παγκοσμίως. Χρησιμοποιήθηκαν σε τρία σημαντικά παγκόσμια κείμενα πολιτικής και δημοσιοποιήθηκαν από πολλά διεθνή και εθνικά ΜΜΕ. (α) IUCN – International Union for Conservation of Nature. World Heritage thematic study for Central Asia (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. Belt and Road economics: opportunities and risks of transport corridors (2019), (γ) Analysis & Policy Observatory. United Nations Environment Programme. Frontiers 2018/2019: emerging issues of environmental concern (2019
Οι δρόμοι προκαλούν κατάτμηση του τοπίου και ενισχύουν την εξάπλωση των ανθρώπων και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, εις βάρος της βιοποικιλότητας και των λειτουργιών του οικοσυστήματος. Οι εναπομένουσες εκτεταμένες και οικολογικά σημαντικές περιοχές χωρίς δρόμους στον πλανήτη αποτελούν καταφύγια της βιοποικιλότητας και παρέχουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες σε παγκόσμια κλίμακα. Εφαρμόσαμε μία ζώνη αποκλεισμού 1 χιλιομέτρου γύρω από όλους τους δρόμους για να παρουσιάσουμε τον παγκόσμιο χάρτη των περιοχών άνευ δρόμων, και να αξιολογήσουμε την κατάσταση και την ποιότητα αυτών των περιοχών όπως και το βαθμό κάλυψής τους από τις προστατευόμενες περιοχές. Περίπου το 80% της χερσαίας επιφάνειας της Γης παραμένει χωρίς δρόμους, αλλά αυτή η επιφάνεια είναι κατακερματισμένη σε ~ 600.000 κομμάτια. Περισσότερα από τα μισά έχουν έκταση μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου και μόνο το 7% αυτών έχει έκταση άνω των 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η προστασία των οικολογικά σημαντικών περιοχών άνευ δρόμων δεν είναι ικανοποιητική. Απαιτείται επειγόντως η διεθνής αναγνώριση και η προστασία των περιοχών άνευ δρόμων για την ανάσχεση της διαρκούς μείωσής τους. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας είχαν μεγάλη απήχηση παγκοσμίως. Χρησιμοποιήθηκαν σε τρία σημαντικά παγκόσμια κείμενα πολιτικής και δημοσιοποιήθηκαν από πολλά διεθνή και εθνικά ΜΜΕ. (α) IUCN – International Union for Conservation of Nature. World Heritage thematic study for Central Asia (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. Belt and Road economics: opportunities and risks of transport corridors (2019), (γ) Analysis & Policy Observatory. United Nations Environment Programme. Frontiers 2018/2019: emerging issues of environmental concern (2019
Η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται μια πράσινη στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, έχουν έρθει στο φως αρνητικές επιδράσεις της σε είδη που είναι επιρρεπή στην πρόσκρουση με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όπως οι γύπες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύγκρουση μεταξύ της αιολικής βιομηχανίας και της διατήρησης της φύσης. Η περιοχή μελέτης μας είναι η επιτομή μια τέτοιας σύγκρουσης, καθώς περιλαμβάνει από τη μια το μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη ΝΑ Ευρώπη, ενώ από την άλλη δέχεται και πρόκειται στο μέλλον να δεχθεί πολλά αιολικά πάρκα. Χρησιμοποιήσαμε μακροχρόνια δεδομένα τηλεμετρίας για να παράγουμε ένα χάρτη ευαισθησίας για το Μαυρόγυπα, τόσο ως οδηγό για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, όσο και για να εκτιμήσουμε τη θνησιμότητά του από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα. Τα περισσότερα αιολικά βρίσκονται στην περιοχή του πυρήνα του πληθυσμού του, την πλέον σημαντική περιοχή για την επιβίωσή του. Η εκτίμηση της θνησιμότητας του είδους από τα 13 λειτουργούντα αιολικά πάρκα σήμερα έγινε με το συνδυασμό των δεδομένων τηλεμετρίας (GPS data) ως προς τη χρήση του χώρου από το είδος και την εφαρμογή ενός μοντέλου εκτίμησης του ρίσκου της πρόσκρουσης (CRM). Η εκτιμώμενη θνησιμότητα διέφερε έντονα ανάλογα με το «βαθμό αποφυγής» (avoidance rate) που χρησιμοποιήθηκε. Θεωρώντας τις πιο πιθανές τιμές του, η εκτιμώμενη θνησιμότητα ανήρχετο σε 5-11% του πληθυσμού, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο για επερχόμενη πληθυσμιακή μείωση. Η θνησιμότητα από τις προσκρούσεις αναμένεται κυρίως στον πυρήνα του πληθυσμού, καθιστώντας οποιαδήποτε μελλοντικά αναπτυξιακά σχέδια εντός αυτού ιδιαίτερα προβληματικά για την επιβίωση του γύπα. Ο χάρτης ευαισθησίας του είδους, με τη μορφή ενός ζωνικού συστήματος χωροταξικής προτεραιοποίησης, πρόσφερε μια λύσης μεγάλης χωρικής ακρίβειας για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας και την προστασία του Μαυρόγυπα. Ο συνδυασμός μοντέλων της χρήσης του χώρου προερχόμενα από τηλεμετρία με μοντέλα εκτίμησης της πιθανότητας πρόσκρουσης του είδους προσφέρει ένα νέο εργαλείο για την αποτίμηση μεγάλης κλίμακας έργων ανάπτυξης αιολικών πάρκων. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται μια πράσινη στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, έχουν έρθει στο φως αρνητικές επιδράσεις της σε είδη που είναι επιρρεπή στην πρόσκρουση με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όπως οι γύπες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύγκρουση μεταξύ της αιολικής βιομηχανίας και της διατήρησης της φύσης. Η περιοχή μελέτης μας είναι η επιτομή μια τέτοιας σύγκρουσης, καθώς περιλαμβάνει από τη μια το μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη ΝΑ Ευρώπη, ενώ από την άλλη δέχεται και πρόκειται στο μέλλον να δεχθεί πολλά αιολικά πάρκα. Χρησιμοποιήσαμε μακροχρόνια δεδομένα τηλεμετρίας για να παράγουμε ένα χάρτη ευαισθησίας για το Μαυρόγυπα, τόσο ως οδηγό για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, όσο και για να εκτιμήσουμε τη θνησιμότητά του από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα. Τα περισσότερα αιολικά βρίσκονται στην περιοχή του πυρήνα του πληθυσμού του, την πλέον σημαντική περιοχή για την επιβίωσή του. Η εκτίμηση της θνησιμότητας του είδους από τα 13 λειτουργούντα αιολικά πάρκα σήμερα έγινε με το συνδυασμό των δεδομένων τηλεμετρίας (GPS data) ως προς τη χρήση του χώρου από το είδος και την εφαρμογή ενός μοντέλου εκτίμησης του ρίσκου της πρόσκρουσης (CRM). Η εκτιμώμενη θνησιμότητα διέφερε έντονα ανάλογα με το «βαθμό αποφυγής» (avoidance rate) που χρησιμοποιήθηκε. Θεωρώντας τις πιο πιθανές τιμές του, η εκτιμώμενη θνησιμότητα ανήρχετο σε 5-11% του πληθυσμού, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο για επερχόμενη πληθυσμιακή μείωση. Η θνησιμότητα από τις προσκρούσεις αναμένεται κυρίως στον πυρήνα του πληθυσμού, καθιστώντας οποιαδήποτε μελλοντικά αναπτυξιακά σχέδια εντός αυτού ιδιαίτερα προβληματικά για την επιβίωση του γύπα. Ο χάρτης ευαισθησίας του είδους, με τη μορφή ενός ζωνικού συστήματος χωροταξικής προτεραιοποίησης, πρόσφερε μια λύσης μεγάλης χωρικής ακρίβειας για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας και την προστασία του Μαυρόγυπα. Ο συνδυασμός μοντέλων της χρήσης του χώρου προερχόμενα από τηλεμετρία με μοντέλα εκτίμησης της πιθανότητας πρόσκρουσης του είδους προσφέρει ένα νέο εργαλείο για την αποτίμηση μεγάλης κλίμακας έργων ανάπτυξης αιολικών πάρκων. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η βιοποικιλότητα στα Ν. Βαλκάνια απειλείται από την εντατικοποίηση και την εγκατάλειψη της γης, με την τελευταία να οδηγεί στην επέκταση του δάσους σε πρώην ανοιχτά οικοσυστήματα. Διερευνήσαμε την επίδραση της επέκτασης του δάσους στον πλούτο τον ειδών, τη σύνθεση της βιοκοινότητας και την αντιπροσώπευση των λειτουργικών γνωρισμάτων του ιστορικού της ζωής, μέσω επαναλαμβανόμενων εποχιακών επισκέψεων σε 150 θέσεις, έκτασης ενός εκταρίου, σε πέντε διαφορετικές περιοχές (εντός τριών χωρών - Ελλάδα, Βουλγαρία, FYROM). Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία σε 10 αντιπροσωπευτικές θέσεις εντός λιβαδιών, ανοιχτής βλάστησης και σκληρόφυλλης βλάστησης, για κάθε μία από τις πέντε περιοχές. Οι περιοχές εντός λιβαδιών και η ανοιχτής βλάστησης φιλοξενούσαν κατά μέσο όρο περισσότερα είδη και περισσότερα είδη της κόκκινης λίστας από ότι οι θέσεις εντός σκληρόφυλλης βλάστησης, αλλά δε βρέθηκε κάποιο πρότυπο ειδικά για τα Μεσογειακά είδη. Όπως έδειξε η ανάλυση κατάταξης, κάθε ένας από τους τρεις τύπους βλάστησης φιλοξενούσε μια ξεχωριστή βιοκοινότητα πεταλούδων, με τα Μεσογειακά είδη να προτιμούν τα λιβαδικά ή τα ανοιχτά οικοσυστήματα. Η ανάλυση των λειτουργικών γνωρισμάτων έδειξε πως η διαδοχή της βλάστησης από τα λιβάδια προς τις ανοιχτά οικοσυστήματα και τα σκληρόφυλλα δάση προκαλεί μετατόπιση της βιοκοινότητας προς είδη που ξεχειμωνιάζουν νωρίτερα, έχουν λιγότερες γενιές το έτος και είδη που ζουν σε μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά ή Ευρω-Σιβηρικά πλάτη, γεγονός που μειώνει την εκπροσώπηση των ενδημικών ειδών της Μεσογείου. Η απώλεια των λιβαδιών και των ημι-ανοιχτών οικοσυστημάτων λόγω της επέκτασης του δάσους επομένως απειλεί ακριβώς εκείνα τα είδη που θα έπρεπε να προστατεύονται στη Μεσόγειο, και άρα απαιτούνται άμεσα καινοτόμες δράσεις διατήρησης που να εμποδίσουν τη συνεχόμενη επέκταση του δάσους.
Η βιοποικιλότητα στα Ν. Βαλκάνια απειλείται από την εντατικοποίηση και την εγκατάλειψη της γης, με την τελευταία να οδηγεί στην επέκταση του δάσους σε πρώην ανοιχτά οικοσυστήματα. Διερευνήσαμε την επίδραση της επέκτασης του δάσους στον πλούτο τον ειδών, τη σύνθεση της βιοκοινότητας και την αντιπροσώπευση των λειτουργικών γνωρισμάτων του ιστορικού της ζωής, μέσω επαναλαμβανόμενων εποχιακών επισκέψεων σε 150 θέσεις, έκτασης ενός εκταρίου, σε πέντε διαφορετικές περιοχές (εντός τριών χωρών - Ελλάδα, Βουλγαρία, FYROM). Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία σε 10 αντιπροσωπευτικές θέσεις εντός λιβαδιών, ανοιχτής βλάστησης και σκληρόφυλλης βλάστησης, για κάθε μία από τις πέντε περιοχές. Οι περιοχές εντός λιβαδιών και η ανοιχτής βλάστησης φιλοξενούσαν κατά μέσο όρο περισσότερα είδη και περισσότερα είδη της κόκκινης λίστας από ότι οι θέσεις εντός σκληρόφυλλης βλάστησης, αλλά δε βρέθηκε κάποιο πρότυπο ειδικά για τα Μεσογειακά είδη. Όπως έδειξε η ανάλυση κατάταξης, κάθε ένας από τους τρεις τύπους βλάστησης φιλοξενούσε μια ξεχωριστή βιοκοινότητα πεταλούδων, με τα Μεσογειακά είδη να προτιμούν τα λιβαδικά ή τα ανοιχτά οικοσυστήματα. Η ανάλυση των λειτουργικών γνωρισμάτων έδειξε πως η διαδοχή της βλάστησης από τα λιβάδια προς τις ανοιχτά οικοσυστήματα και τα σκληρόφυλλα δάση προκαλεί μετατόπιση της βιοκοινότητας προς είδη που ξεχειμωνιάζουν νωρίτερα, έχουν λιγότερες γενιές το έτος και είδη που ζουν σε μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά ή Ευρω-Σιβηρικά πλάτη, γεγονός που μειώνει την εκπροσώπηση των ενδημικών ειδών της Μεσογείου. Η απώλεια των λιβαδιών και των ημι-ανοιχτών οικοσυστημάτων λόγω της επέκτασης του δάσους επομένως απειλεί ακριβώς εκείνα τα είδη που θα έπρεπε να προστατεύονται στη Μεσόγειο, και άρα απαιτούνται άμεσα καινοτόμες δράσεις διατήρησης που να εμποδίσουν τη συνεχόμενη επέκταση του δάσους.
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές απειλές στην Ευρώπη. Είναι ιδιαίτερα εμφανής στη ΝΑ Ευρώπη, όπου και η γνώση μας για τις επιδράσεις της είναι περιορισμένη. Θεωρώντας τη Βαλκανική χερσόνησο, διερευνήσαμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στη βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων πουλιών σε περιφερειακή κλίμακα. Ακολουθήσαμε μια σταθερή μεθοδολογία για την επιλογή των θέσεων δειγματοληψίας (70) και για τη συλλογή των δεδομένων, κατά μήκος ενός άξονα αυξανόμενης κάλυψης ξυλώδους βλάστησης, ο οποίος και αντανακλά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες: Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία και Ελλάδα. Οι άνω Βαλκανικές χώρες έχουν διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό ιστορικό, το οποίο και διαμόρφωσε διαφορετικά πρότυπα γεωργικής εγκατάλειψης στο χώρο και στο χρόνο. Πάρα ταύτα, η εγκατάλειψη της γεωργική γης είχε σταθερά αρνητική επίδραση στις βιοκοινότητες των πουλιών, ενώ η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα αποκάλυψε πρότυπα που δεν ήταν εμφανή σε τοπική κλίμακα. Οι γενικές τάσεις ήταν (α) η αύξηση των δασικών πουλιών εις βάρος των αγροτικών πουλιών, (β) η μείωση του συνολικού αριθμού ειδών, όπως επίσης και (γ) η μείωση του αριθμού των ειδών και της αφθονίας των ειδών Κοινοτικού Ενδιαφέροντος Διατήρησης (SPECs). Πολλά αγροτικά είδη μειώθηκαν με την αγροτική εγκατάλειψη, ενώ λίγα δασικά είδη ωφελήθηκαν από τη διαδικασία αυτή. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) θα πρέπει να κατευθυνθεί προς την παρεμπόδιση της αγροτικής εγκατάλειψης και προς τη διατήρηση ημι-ανοιχτών μωσαϊκών στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, με τη χρήση κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων που να ταιριάζουν στις τοπικές συνθήκες. Η διατήρηση του παραδοσιακού αγροτικού μωσαϊκού τοπίου στα Βαλκάνια θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα, μέσω της άμεσης αναγνώρισης των αγροτικών περιοχών υψηλής φυσικής αξίας (HNV) που υπόκεινται σε εγκατάλειψη. Επίσης προτείνουμε τη συντονισμένη διεθνή έρευνα για την καλύτερη εκτίμηση των διαχειριστικών επιλογών στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όλης της Ευρώπης, συμπεριλαμβάνοντας την ενίσχυση άγριων πληθυσμών ζώων για την αύξησης της βόσκησης, όπου η παραδοσιακή αγροτική χρήση θεωρείται απίθανο να επανεισαχθεί. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές απειλές στην Ευρώπη. Είναι ιδιαίτερα εμφανής στη ΝΑ Ευρώπη, όπου και η γνώση μας για τις επιδράσεις της είναι περιορισμένη. Θεωρώντας τη Βαλκανική χερσόνησο, διερευνήσαμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στη βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων πουλιών σε περιφερειακή κλίμακα. Ακολουθήσαμε μια σταθερή μεθοδολογία για την επιλογή των θέσεων δειγματοληψίας (70) και για τη συλλογή των δεδομένων, κατά μήκος ενός άξονα αυξανόμενης κάλυψης ξυλώδους βλάστησης, ο οποίος και αντανακλά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες: Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία και Ελλάδα. Οι άνω Βαλκανικές χώρες έχουν διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό ιστορικό, το οποίο και διαμόρφωσε διαφορετικά πρότυπα γεωργικής εγκατάλειψης στο χώρο και στο χρόνο. Πάρα ταύτα, η εγκατάλειψη της γεωργική γης είχε σταθερά αρνητική επίδραση στις βιοκοινότητες των πουλιών, ενώ η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα αποκάλυψε πρότυπα που δεν ήταν εμφανή σε τοπική κλίμακα. Οι γενικές τάσεις ήταν (α) η αύξηση των δασικών πουλιών εις βάρος των αγροτικών πουλιών, (β) η μείωση του συνολικού αριθμού ειδών, όπως επίσης και (γ) η μείωση του αριθμού των ειδών και της αφθονίας των ειδών Κοινοτικού Ενδιαφέροντος Διατήρησης (SPECs). Πολλά αγροτικά είδη μειώθηκαν με την αγροτική εγκατάλειψη, ενώ λίγα δασικά είδη ωφελήθηκαν από τη διαδικασία αυτή. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) θα πρέπει να κατευθυνθεί προς την παρεμπόδιση της αγροτικής εγκατάλειψης και προς τη διατήρηση ημι-ανοιχτών μωσαϊκών στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, με τη χρήση κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων που να ταιριάζουν στις τοπικές συνθήκες. Η διατήρηση του παραδοσιακού αγροτικού μωσαϊκού τοπίου στα Βαλκάνια θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα, μέσω της άμεσης αναγνώρισης των αγροτικών περιοχών υψηλής φυσικής αξίας (HNV) που υπόκεινται σε εγκατάλειψη. Επίσης προτείνουμε τη συντονισμένη διεθνή έρευνα για την καλύτερη εκτίμηση των διαχειριστικών επιλογών στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όλης της Ευρώπης, συμπεριλαμβάνοντας την ενίσχυση άγριων πληθυσμών ζώων για την αύξησης της βόσκησης, όπου η παραδοσιακή αγροτική χρήση θεωρείται απίθανο να επανεισαχθεί. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Τα έντομα υπόκεινται σε αλλαγή της φαινολογίας τους με διαφορετικούς ρυθμούς, και ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα μεταβολής ως προς τους διαφορετικούς τύπους βλάστησης, τις χρονικές περιόδους ή τα είδη και τις ομάδες ειδών. Η κατανόηση του τρόπου και των αιτιών αυτής της διαφοροποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αναλύθηκαν τα πρότυπα φαινολογίας των ημερόβιων λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων, μέσω μιας νέας προσέγγισης, χρησιμοποιώντας την ανάλυση SMA (standardized major axis analysis). Διερευνήθηκε: (i) εάν η φαινολογία (μέση ημερομηνία και διάρκεια πτήσης) των πεταλούδων και των ορθοπτέρων άλλαξε από την μία περίοδο δειγματοληψίας (1998-1999) στην άλλη (2011), (ii) εάν ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν διαφορετικός μεταξύ των παραπάνω ταξινομικών ομάδων, και (iii) εάν ο ρυθμός της φαινολογικής διαφοροποίησης διέφερε σημαντικά μεταξύ διαφορετικών τύπων βλάστησης (αγροί, λιβάδια, δάση). Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του 2011, διερευνήσαμε τις σχέσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων και της φαινολογίας των ειδών. Βρήκαμε πως και για τις δυο ομάδες, εκείνα τα είδη που εμφανίζονται αργότερα εμφανίστηκαν γρηγορότερα κατά τη δεύτερη περίοδο σε σχέση με την πρώτη. Η διάρκεια της παρουσίας των ειδών δεν παρουσίασε κοινό πρότυπο για τα είδη των πεταλούδων και δεν άλλαζε σημαντικά για τα ορθόπτερα μεταξύ των δύο περιόδων. Παρότι ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν παρόμοιος και για τις δυο ομάδες, βρέθηκε πως η διάρκεια πτήσης των πεταλούδων ήταν μεγαλύτερη στις αγροτικές καλλιέργειες, ενώ δεν διέφερε μεταξύ των τύπων βλάστησης για τα Ορθόπτερα. Βρήκαμε επίσης πως οι πεταλούδες εμφανίζονται στα λιβάδια νωρίτερα από ότι στα δάση, το οποίο αποδίδεται στις συγκεκριμένες θερμοκρασιακές συνθήκες σε κάθε τύπο βλάστησης. Παρομοίως, η επίδραση της υγρασίας ήταν μικρότερη στη φαινολογία των πεταλούδων στα λιβάδια από ότι στα δάση. Καταγράφηκε επίσης καθυστέρηση στο χρόνο εμφάνισης των πεταλούδων ως προς την αύξηση της κάλυψης της βλάστησης. Η εργασία αυτή απέδειξε τη χρησιμότητα της μεθόδου SMA στις φαινολογικές μελέτες και υπογράμμισε πως τόσο ο τύπος της βλάστησης όσο και οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες εντός αυτού εξηγούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις αποκρίσεις των ειδών στην αλλαγή της φαινολογίας.
Τα έντομα υπόκεινται σε αλλαγή της φαινολογίας τους με διαφορετικούς ρυθμούς, και ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα μεταβολής ως προς τους διαφορετικούς τύπους βλάστησης, τις χρονικές περιόδους ή τα είδη και τις ομάδες ειδών. Η κατανόηση του τρόπου και των αιτιών αυτής της διαφοροποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αναλύθηκαν τα πρότυπα φαινολογίας των ημερόβιων λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων, μέσω μιας νέας προσέγγισης, χρησιμοποιώντας την ανάλυση SMA (standardized major axis analysis). Διερευνήθηκε: (i) εάν η φαινολογία (μέση ημερομηνία και διάρκεια πτήσης) των πεταλούδων και των ορθοπτέρων άλλαξε από την μία περίοδο δειγματοληψίας (1998-1999) στην άλλη (2011), (ii) εάν ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν διαφορετικός μεταξύ των παραπάνω ταξινομικών ομάδων, και (iii) εάν ο ρυθμός της φαινολογικής διαφοροποίησης διέφερε σημαντικά μεταξύ διαφορετικών τύπων βλάστησης (αγροί, λιβάδια, δάση). Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του 2011, διερευνήσαμε τις σχέσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων και της φαινολογίας των ειδών. Βρήκαμε πως και για τις δυο ομάδες, εκείνα τα είδη που εμφανίζονται αργότερα εμφανίστηκαν γρηγορότερα κατά τη δεύτερη περίοδο σε σχέση με την πρώτη. Η διάρκεια της παρουσίας των ειδών δεν παρουσίασε κοινό πρότυπο για τα είδη των πεταλούδων και δεν άλλαζε σημαντικά για τα ορθόπτερα μεταξύ των δύο περιόδων. Παρότι ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν παρόμοιος και για τις δυο ομάδες, βρέθηκε πως η διάρκεια πτήσης των πεταλούδων ήταν μεγαλύτερη στις αγροτικές καλλιέργειες, ενώ δεν διέφερε μεταξύ των τύπων βλάστησης για τα Ορθόπτερα. Βρήκαμε επίσης πως οι πεταλούδες εμφανίζονται στα λιβάδια νωρίτερα από ότι στα δάση, το οποίο αποδίδεται στις συγκεκριμένες θερμοκρασιακές συνθήκες σε κάθε τύπο βλάστησης. Παρομοίως, η επίδραση της υγρασίας ήταν μικρότερη στη φαινολογία των πεταλούδων στα λιβάδια από ότι στα δάση. Καταγράφηκε επίσης καθυστέρηση στο χρόνο εμφάνισης των πεταλούδων ως προς την αύξηση της κάλυψης της βλάστησης. Η εργασία αυτή απέδειξε τη χρησιμότητα της μεθόδου SMA στις φαινολογικές μελέτες και υπογράμμισε πως τόσο ο τύπος της βλάστησης όσο και οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες εντός αυτού εξηγούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις αποκρίσεις των ειδών στην αλλαγή της φαινολογίας.
Η εγκατάλειψη της αγροτική γης θεωρείται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες στη Ν. Ευρώπη. Οι σαύρες, ως εξώθερμα είδη με χαμηλή ικανότητα διασποράς, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις απειλές που σχετίζονται με την αλλαγή των χρήσεων γης. Διερευνήσαμε την επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης στις σαύρες, σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Ελλάδας, με τη χρήση γραμμικών δειγματοληψιών, σε 20 τυχαίες επιλεγμένες επιφάνειες [1 km ×1 km], οι οποίες αντιπροσώπευαν την εγκατάλειψη της γεωργικής γης, με τη μορφή τεσσάρων κατηγοριών κάλυψης ξυλώδους βλάστησης. Καταγράψαμε τέσσερα είδη: Algyroides nigropunctatus, Lacerta viridis/trilineata, Podarcis tauricus and Podarcis muralis, το οποίο ήταν και το πιο κοινό. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η διαβάθμιση της κάλυψης της βλάστησης μετά από τη γεωργική εγκατάλειψη όπως και η βόσκηση δεν έχουν σημαντική επίδραση στην ποικιλότητα των σαυρών, δεδομένης της κυριαρχίας του P. murαlis, τη διαθεσιμότητα όλων των τύπων μικροενδιαιτημάτων στις κατηγορίες διαβάθμισης και τη χαμηλή ένταση της βόσκησης στην περιοχή μελέτης. Η ανάλυση των μικροενδιαιτημάτων έδειξε την καθαρή προτίμηση του P. muralis για γυμνό έδαφος. Παρά τη μη σημαντική επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης, η κυριαρχία του P. muralis αποτελεί ένδειξη για τη μετατόπιση της βιοκοινότητας των σαυρών προς είδη που προτιμούν δασικά περιβάλλοντα. Η διατήρηση ανοιχτών μικροενδιαιτημάτων, όπως το γυμνό έδαφος, θεωρείται μεγάλης σημασία για τη διατήρηση υψηλής ποικιλότητας σαυρών, καθώς η απώλειά τους θα επηρέαζε ακόμη και είδη που είναι πολύ κοινά σε δασικά οικοσυστήματα. Η χαμηλής έντασης βόσκησης, όπως και η ενίσχυση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων στις αγροτικές περιοχές μπορεί να συνεισφέρει στην παρεμπόδιση της επέκτασης της ξυλώδους βλάστησης και στη διατήρηση της ετερογένειας του τοπίου.
Η εγκατάλειψη της αγροτική γης θεωρείται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες στη Ν. Ευρώπη. Οι σαύρες, ως εξώθερμα είδη με χαμηλή ικανότητα διασποράς, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις απειλές που σχετίζονται με την αλλαγή των χρήσεων γης. Διερευνήσαμε την επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης στις σαύρες, σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Ελλάδας, με τη χρήση γραμμικών δειγματοληψιών, σε 20 τυχαίες επιλεγμένες επιφάνειες [1 km ×1 km], οι οποίες αντιπροσώπευαν την εγκατάλειψη της γεωργικής γης, με τη μορφή τεσσάρων κατηγοριών κάλυψης ξυλώδους βλάστησης. Καταγράψαμε τέσσερα είδη: Algyroides nigropunctatus, Lacerta viridis/trilineata, Podarcis tauricus and Podarcis muralis, το οποίο ήταν και το πιο κοινό. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η διαβάθμιση της κάλυψης της βλάστησης μετά από τη γεωργική εγκατάλειψη όπως και η βόσκηση δεν έχουν σημαντική επίδραση στην ποικιλότητα των σαυρών, δεδομένης της κυριαρχίας του P. murαlis, τη διαθεσιμότητα όλων των τύπων μικροενδιαιτημάτων στις κατηγορίες διαβάθμισης και τη χαμηλή ένταση της βόσκησης στην περιοχή μελέτης. Η ανάλυση των μικροενδιαιτημάτων έδειξε την καθαρή προτίμηση του P. muralis για γυμνό έδαφος. Παρά τη μη σημαντική επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης, η κυριαρχία του P. muralis αποτελεί ένδειξη για τη μετατόπιση της βιοκοινότητας των σαυρών προς είδη που προτιμούν δασικά περιβάλλοντα. Η διατήρηση ανοιχτών μικροενδιαιτημάτων, όπως το γυμνό έδαφος, θεωρείται μεγάλης σημασία για τη διατήρηση υψηλής ποικιλότητας σαυρών, καθώς η απώλειά τους θα επηρέαζε ακόμη και είδη που είναι πολύ κοινά σε δασικά οικοσυστήματα. Η χαμηλής έντασης βόσκησης, όπως και η ενίσχυση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων στις αγροτικές περιοχές μπορεί να συνεισφέρει στην παρεμπόδιση της επέκτασης της ξυλώδους βλάστησης και στη διατήρηση της ετερογένειας του τοπίου.
Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η δημιουργία χωρικών μοντέλων πρόβλεψης της παρουσίας και της πληθυσμιακής πυκνότητας του πελαργού στην ΝΑ Ευρώπη, ώστε να εντοπιστούν οι περιοχές κατάλληλων ενδιαιτημάτων για το είδος, υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Μεθοδολογικά, ενοποιήσαμε τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων παρουσίας του πελαργού και καταδείξαμε εκείνες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που προβλέπουν τις θέσεις αναπαραγωγής του είδους. Χρησιμοποιήσαμε χωρικά μοντέλα πρόβλεψης με τη χρήση ψευδο-απουσιών (residual kringing) για την πρόβλεψη της παρουσίας και της πυκνότητας των θέσεων φωλεοποίησης. Το δυαδικό μοντέλο παρουσίας-απουσίας βρέθηκε πως ήταν ακριβές στην πρόβλεψη της παρουσίας των φωλιών. Το υψόμετρο, η κλίση, η ελάχιστη θερμοκρασία του Μαΐου και η απόσταση από κατοικημένη περιοχή είχαν σημαντική αρνητική επίδραση στην παρουσία και την πυκνότητα των φωλιών, ενώ ο τοπογραφικός δείκτης υγρασίας, η συνολική έκταση της κατοικημένης περιοχής και η βροχόπτωση της Άνοιξης είχαν θετική. Το μοντέλο μας αποδείχθηκε αποτελεσματικό ως διαχειριστικό εργαλείο για τον εντοπισμό μελλοντικών θέσεων φωλεοποίησης για το είδος, υπό το πρίσμα των αναμενόμενων μετακινήσεων λόγω κλιματικής αλλαγής. Επί παραδείγματι, η προστασία του πελαργού στις Δαλματικές ακτές είναι μεγάλης σημασίας, καθώς προβλέψαμε πως η περιοχή θα είναι η μοναδική κατάλληλη περιοχή αναπαραγωγής στην Κροατία στο μέλλον.
Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η δημιουργία χωρικών μοντέλων πρόβλεψης της παρουσίας και της πληθυσμιακής πυκνότητας του πελαργού στην ΝΑ Ευρώπη, ώστε να εντοπιστούν οι περιοχές κατάλληλων ενδιαιτημάτων για το είδος, υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Μεθοδολογικά, ενοποιήσαμε τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων παρουσίας του πελαργού και καταδείξαμε εκείνες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που προβλέπουν τις θέσεις αναπαραγωγής του είδους. Χρησιμοποιήσαμε χωρικά μοντέλα πρόβλεψης με τη χρήση ψευδο-απουσιών (residual kringing) για την πρόβλεψη της παρουσίας και της πυκνότητας των θέσεων φωλεοποίησης. Το δυαδικό μοντέλο παρουσίας-απουσίας βρέθηκε πως ήταν ακριβές στην πρόβλεψη της παρουσίας των φωλιών. Το υψόμετρο, η κλίση, η ελάχιστη θερμοκρασία του Μαΐου και η απόσταση από κατοικημένη περιοχή είχαν σημαντική αρνητική επίδραση στην παρουσία και την πυκνότητα των φωλιών, ενώ ο τοπογραφικός δείκτης υγρασίας, η συνολική έκταση της κατοικημένης περιοχής και η βροχόπτωση της Άνοιξης είχαν θετική. Το μοντέλο μας αποδείχθηκε αποτελεσματικό ως διαχειριστικό εργαλείο για τον εντοπισμό μελλοντικών θέσεων φωλεοποίησης για το είδος, υπό το πρίσμα των αναμενόμενων μετακινήσεων λόγω κλιματικής αλλαγής. Επί παραδείγματι, η προστασία του πελαργού στις Δαλματικές ακτές είναι μεγάλης σημασίας, καθώς προβλέψαμε πως η περιοχή θα είναι η μοναδική κατάλληλη περιοχή αναπαραγωγής στην Κροατία στο μέλλον.
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως δείκτες στην οικολογική μοντελοποίηση. Οι διαθέσιμοι δείκτες τοπίου είναι πολλοί, ώστε η επιλογή των κατάλληλων μόνο δεικτών να αποτελεί πρόκληση στην ανάπτυξη των μοντέλων. Σε αυτήν την εργασία, ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα των μεθόδων για την επιλογή τριών ομάδων δεικτών τοπίων, με στόχο να χρησιμοποιηθούν στην πρόβλεψη του αριθμού των ειδών έξι ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά), καθώς και του συνολικού αριθμού των ειδών, μέσω μοντέλων σε ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο. Οι μέθοδοι περιελάμβαναν (α) τη γνώμη του ειδικού (expert opinion), (β) την ανάλυση κλαδογράμματος αποφάσεων (decision tree analysis), (γ) την ανάλυση κυρίων συνιστωσών (principal component analysis), και (δ) την ανάλυση κύριας παλινδρόμησης (principal component regression). Οι παραπάνω μέθοδοι συγκρίθηκαν ως προς την τυχαία επιλογή και την άριστη επιλογή δεικτών (συστηματικός έλεγχος όλων των συνδυασμών δεικτών τοπίου). Όλες οι μέθοδοι είχαν σημαντικά χειρότερη επίδοση ως προς την ιδανική μέθοδο, ενώ οι στατιστικές μέθοδοι (β-δ) είχαν καλύτερη επίδοση από την τυχαία επιλογή, ενώ η γνώμη του ειδικού είχε χειρότερη επίδοση από την τυχαία επιλογή. Καταλήξαμε επομένως πως η διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων δεικτών για τη μοντελοποίηση της βιοποικιλότητας δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του συστηματικού ελέγχου όλων των δεικτών του τοπίου δεν αναμένεται να καταδείξουν κατάλληλους δείκτες.
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως δείκτες στην οικολογική μοντελοποίηση. Οι διαθέσιμοι δείκτες τοπίου είναι πολλοί, ώστε η επιλογή των κατάλληλων μόνο δεικτών να αποτελεί πρόκληση στην ανάπτυξη των μοντέλων. Σε αυτήν την εργασία, ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα των μεθόδων για την επιλογή τριών ομάδων δεικτών τοπίων, με στόχο να χρησιμοποιηθούν στην πρόβλεψη του αριθμού των ειδών έξι ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά), καθώς και του συνολικού αριθμού των ειδών, μέσω μοντέλων σε ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο. Οι μέθοδοι περιελάμβαναν (α) τη γνώμη του ειδικού (expert opinion), (β) την ανάλυση κλαδογράμματος αποφάσεων (decision tree analysis), (γ) την ανάλυση κυρίων συνιστωσών (principal component analysis), και (δ) την ανάλυση κύριας παλινδρόμησης (principal component regression). Οι παραπάνω μέθοδοι συγκρίθηκαν ως προς την τυχαία επιλογή και την άριστη επιλογή δεικτών (συστηματικός έλεγχος όλων των συνδυασμών δεικτών τοπίου). Όλες οι μέθοδοι είχαν σημαντικά χειρότερη επίδοση ως προς την ιδανική μέθοδο, ενώ οι στατιστικές μέθοδοι (β-δ) είχαν καλύτερη επίδοση από την τυχαία επιλογή, ενώ η γνώμη του ειδικού είχε χειρότερη επίδοση από την τυχαία επιλογή. Καταλήξαμε επομένως πως η διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων δεικτών για τη μοντελοποίηση της βιοποικιλότητας δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του συστηματικού ελέγχου όλων των δεικτών του τοπίου δεν αναμένεται να καταδείξουν κατάλληλους δείκτες.
Το δίκτυο Φύση 2000 συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα προστατευόμενων περιοχών, διεπόμενο από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες των πουλιών και των οικοτόπων και ειδών. Καθώς ο χωρικός σχεδιασμός του δικτύου ολοκληρώνεται, η μεγαλύτερη πρόκληση που τίθεται σήμερα είναι η σωστή διαχείριση των περιοχών του. Η παρούσα κοινωνική έρευνα αξιολογεί την πολύπλευρη εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000, με βάση τις απόψεις 242 επιστημόνων της βιολογίας διατήρησης, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην εφαρμογή του δικτύου σε 24 Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερωτώμενοι διέκριναν εφτά βασικούς παράγοντες που διέπουν την σωστή λειτουργία του δικτύου. Αυτοί ήταν με φθίνουσα σειρά θετικής αξιολόγησης οι εξής: σχεδιασμός του δικτύου, χρήση εξωτερικών πόρων, νομικό πλαίσιο, επιστημονική συμβολή, διαδικαστικό πλαίσιο, κοινωνική συμβολή, εθνική και τοπική πολιτική. Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες εξέφρασαν μέτρια ικανοποίηση ως προς την εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000. Η ανάλυσή μας (tree modeling) κατέδειξε πως η ανεπαρκής εφαρμογή των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν από τις βασικές αδυναμίες του δικτύου. Τα βασικά επιτεύγματα του δικτύου Φύση 2000 περιλάμβαναν τη σημαντική αύξηση της επιστημονικής γνώσης για τις περιοχές του δικτύου, τη μεγάλη συνεισφορά των μη κυβερνητικών οργανώσεων, τον κατάλληλο σχεδιασμό του δικτύου ως προς τη χωρική κάλυψη και την αντιπροσωπευτικότητά του, και τέλος την καταλληλότητα του συναφούς Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου. Στις βασικές αδυναμίες του δικτύου Φύση 2000 συγκαταλέγονταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του δικτύου, η αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη κατάλληλου γνωστικού υποβάθρου από τους τοπικούς παράγοντες, η οποία δυσχεραίνει την τεκμηριωμένη λήψη σωστών πολιτικών αποφάσεων, καθώς και η υποστελέχωση των αρμόδιων φορέων διαχείρισης. Οι πιο σημαντικές προτάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής του δικτύου Φύση 2000 ήταν περιλάμβαναν την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης του κοινού, την παροχή περιβαλλοντικής παιδείας ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, την εμπλοκή ειδικών επιστημόνων υψηλών προσόντων σχετικών με την προστασία και διατήρηση της φύσης, την ενίσχυση του ελέγχου της ποιότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και τέλος την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοδότησης του δίκτυο Φύση 2000. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε τρία κείμενα πολιτικής. (α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives. H εργασία λήφθηκε σοβαρά υπόψη (6 αναφορές εντός κειμένου) στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (2016). (β) IUCN-International Union for Conservation of Nature. Εντός της σειράς Best Practice Protected Area Guidelines Series. Τίτλος: Lignes directrices pour les aires protégées à gouvernance privée. (2020) (γ) US National Academy Press. A Review of the Landscape Conservation Cooperatives (2016)
Το δίκτυο Φύση 2000 συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα προστατευόμενων περιοχών, διεπόμενο από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες των πουλιών και των οικοτόπων και ειδών. Καθώς ο χωρικός σχεδιασμός του δικτύου ολοκληρώνεται, η μεγαλύτερη πρόκληση που τίθεται σήμερα είναι η σωστή διαχείριση των περιοχών του. Η παρούσα κοινωνική έρευνα αξιολογεί την πολύπλευρη εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000, με βάση τις απόψεις 242 επιστημόνων της βιολογίας διατήρησης, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην εφαρμογή του δικτύου σε 24 Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερωτώμενοι διέκριναν εφτά βασικούς παράγοντες που διέπουν την σωστή λειτουργία του δικτύου. Αυτοί ήταν με φθίνουσα σειρά θετικής αξιολόγησης οι εξής: σχεδιασμός του δικτύου, χρήση εξωτερικών πόρων, νομικό πλαίσιο, επιστημονική συμβολή, διαδικαστικό πλαίσιο, κοινωνική συμβολή, εθνική και τοπική πολιτική. Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες εξέφρασαν μέτρια ικανοποίηση ως προς την εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000. Η ανάλυσή μας (tree modeling) κατέδειξε πως η ανεπαρκής εφαρμογή των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν από τις βασικές αδυναμίες του δικτύου. Τα βασικά επιτεύγματα του δικτύου Φύση 2000 περιλάμβαναν τη σημαντική αύξηση της επιστημονικής γνώσης για τις περιοχές του δικτύου, τη μεγάλη συνεισφορά των μη κυβερνητικών οργανώσεων, τον κατάλληλο σχεδιασμό του δικτύου ως προς τη χωρική κάλυψη και την αντιπροσωπευτικότητά του, και τέλος την καταλληλότητα του συναφούς Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου. Στις βασικές αδυναμίες του δικτύου Φύση 2000 συγκαταλέγονταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του δικτύου, η αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη κατάλληλου γνωστικού υποβάθρου από τους τοπικούς παράγοντες, η οποία δυσχεραίνει την τεκμηριωμένη λήψη σωστών πολιτικών αποφάσεων, καθώς και η υποστελέχωση των αρμόδιων φορέων διαχείρισης. Οι πιο σημαντικές προτάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής του δικτύου Φύση 2000 ήταν περιλάμβαναν την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης του κοινού, την παροχή περιβαλλοντικής παιδείας ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, την εμπλοκή ειδικών επιστημόνων υψηλών προσόντων σχετικών με την προστασία και διατήρηση της φύσης, την ενίσχυση του ελέγχου της ποιότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και τέλος την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοδότησης του δίκτυο Φύση 2000. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε τρία κείμενα πολιτικής. (α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives. H εργασία λήφθηκε σοβαρά υπόψη (6 αναφορές εντός κειμένου) στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (2016). (β) IUCN-International Union for Conservation of Nature. Εντός της σειράς Best Practice Protected Area Guidelines Series. Τίτλος: Lignes directrices pour les aires protégées à gouvernance privée. (2020) (γ) US National Academy Press. A Review of the Landscape Conservation Cooperatives (2016)
Στην παρούσα εργασία βρήκαμε πως η ετήσια επικράτεια (annual range) του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στο όρος Γκιώνα είναι 5502 ha. Η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν χαμηλή (2 άτομα/ 100ha). Τα εποχιακά πρότυπα της επικράτειας διέφεραν σημαντικά, με την ελάχιστη επικράτεια να σημειώνεται το καλοκαίρι και τη μέγιστη το χειμώνα (30% και 79% της ετήσιας επικράτειας αντίστοιχα). Το στρες από τη ζέστη κατά το καλοκαίρι, καθώς και η αναπαραγωγική δραστηριότητα κατά τo φθινόπωρο πιθανόν να σχετίζονται με το συσσωματικό πρότυπο κατανομής αυτές τις εποχές (έκταση πυρήνων κατανομής 28% και 22% αντίστοιχα, με βάση τον προσδιορισμό τους με τη μέθοδο Fixed Kernel Density Estimator). Τα αγριόγιδα βρέθηκε πως χρησιμοποιούν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα υψόμετρα το χειμώνα (1212m) από ότι το καλοκαίρι (2223 m) και σημαντικά πιο απότομες πλαγιές το χειμώνα (35ο). Η έκθεση δεν βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην επιλογή του ενδιαιτήματος. Η δημογραφική δομή ήταν ως εξής: κατσίκια (21%), βετούλια (8%), ενήλικα θηλυκά (35%), ενήλικα αρσενικά (36%). Απαιτείται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντιμετώπιση της λαθροθηρίας, του ανταγωνισμού με τα κτηνοτροφικά ζώα καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για τη διατήρηση του πληθυσμού του είδους στην Γκιώνα. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Στην παρούσα εργασία βρήκαμε πως η ετήσια επικράτεια (annual range) του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στο όρος Γκιώνα είναι 5502 ha. Η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν χαμηλή (2 άτομα/ 100ha). Τα εποχιακά πρότυπα της επικράτειας διέφεραν σημαντικά, με την ελάχιστη επικράτεια να σημειώνεται το καλοκαίρι και τη μέγιστη το χειμώνα (30% και 79% της ετήσιας επικράτειας αντίστοιχα). Το στρες από τη ζέστη κατά το καλοκαίρι, καθώς και η αναπαραγωγική δραστηριότητα κατά τo φθινόπωρο πιθανόν να σχετίζονται με το συσσωματικό πρότυπο κατανομής αυτές τις εποχές (έκταση πυρήνων κατανομής 28% και 22% αντίστοιχα, με βάση τον προσδιορισμό τους με τη μέθοδο Fixed Kernel Density Estimator). Τα αγριόγιδα βρέθηκε πως χρησιμοποιούν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα υψόμετρα το χειμώνα (1212m) από ότι το καλοκαίρι (2223 m) και σημαντικά πιο απότομες πλαγιές το χειμώνα (35ο). Η έκθεση δεν βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην επιλογή του ενδιαιτήματος. Η δημογραφική δομή ήταν ως εξής: κατσίκια (21%), βετούλια (8%), ενήλικα θηλυκά (35%), ενήλικα αρσενικά (36%). Απαιτείται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντιμετώπιση της λαθροθηρίας, του ανταγωνισμού με τα κτηνοτροφικά ζώα καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για τη διατήρηση του πληθυσμού του είδους στην Γκιώνα. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Τα αγροτικά πουλιά είναι γνωστό πως μειώνονται έντονα στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια. Η αγροτική εγκατάλειψη θεωρείται πως αποτελεί το βασικό παράγοντα για τις αρνητικές πληθυσμιακές τους τάσεις. Αυτό το θέμα έχει ευρέως εξεταστεί στην Δυτική Ευρώπη, αλλά ελάχιστα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την Κεντρική και Ανατολική. Διερευνήσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη δομή της σε διαφορετικά στάδια δασικής διαδοχής που έπονται της αγροτικής εγκατάλειψης (από τη δεκαετία του 40) στη Βουλγαρία. Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν πως ο αριθμός των ειδών και η ποικιλότητα μειώνεται ως προς τα στάδια της δευτερογενούς διαδοχής της βλάστησης, αλλά η συνολική σχετική αφθονία δεν επηρεάζεται. Οι αλλαγές της βιοκοινότητας εντοπίστηκαν κυρίως στα λιβαδικά είδη πουλιών, καθώς παρουσίασαν μείωση αριθμού ειδών, ποικιλότητας και αφθονίας. Τα είδη Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης επίσης παρουσίαζαν μειωτική τάση. Η αναχαίτιση της απώλειας των αγροτικών πουλιών στις ορεινές περιοχές μικρής αποδοτικότητας της Βουλγαρίας θα πρέπει να ενισχυθεί η αειφορική αγροτική ανάπτυξη, μέσω της εφαρμογής αγρο-περιβαλλοντικών και άλλων μέτρων που θα ενθαρρύνουν τη διατήρηση της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας.
Τα αγροτικά πουλιά είναι γνωστό πως μειώνονται έντονα στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια. Η αγροτική εγκατάλειψη θεωρείται πως αποτελεί το βασικό παράγοντα για τις αρνητικές πληθυσμιακές τους τάσεις. Αυτό το θέμα έχει ευρέως εξεταστεί στην Δυτική Ευρώπη, αλλά ελάχιστα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την Κεντρική και Ανατολική. Διερευνήσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη δομή της σε διαφορετικά στάδια δασικής διαδοχής που έπονται της αγροτικής εγκατάλειψης (από τη δεκαετία του 40) στη Βουλγαρία. Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν πως ο αριθμός των ειδών και η ποικιλότητα μειώνεται ως προς τα στάδια της δευτερογενούς διαδοχής της βλάστησης, αλλά η συνολική σχετική αφθονία δεν επηρεάζεται. Οι αλλαγές της βιοκοινότητας εντοπίστηκαν κυρίως στα λιβαδικά είδη πουλιών, καθώς παρουσίασαν μείωση αριθμού ειδών, ποικιλότητας και αφθονίας. Τα είδη Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης επίσης παρουσίαζαν μειωτική τάση. Η αναχαίτιση της απώλειας των αγροτικών πουλιών στις ορεινές περιοχές μικρής αποδοτικότητας της Βουλγαρίας θα πρέπει να ενισχυθεί η αειφορική αγροτική ανάπτυξη, μέσω της εφαρμογής αγρο-περιβαλλοντικών και άλλων μέτρων που θα ενθαρρύνουν τη διατήρηση της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας.
Η βιοποικιλότητα συνεχίζει να μειώνεται υπό την επίδραση των ανθρωπογενών πιέσεων, όπως η καταστροφή των βιοτόπων, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ρύπανση και η εισαγωγή ξενικών ειδών. Τα χαρισματικά είδη κυριαρχούν σήμερα στις υπάρχουσες παγκόσμιες βάσεις δεδομένων ως προς την κατάσταση απειλής ή τα πληθυσμιακά δεδομένα χρονοσειρών. Η ενοποίηση βάσεων δεδομένων μεγάλης ταξινομικής και βιογεωγραφικής κάλυψης, οι οποίες να μπορούν να υποστηρίξουν και τον υπολογισμό δεικτών βιοποικιλότητας, είναι απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών μειώσεων της βιοποικιλότητας και να προβλέψουν – και αποτρέψουν – μελλοντικές μειώσεις. Σε αυτήν την εργασία δημιουργούμε και περιγράφουμε μια νέα βάση δεδομένων με άνω των 1,6 εκ. δειγμάτων από 78 χώρες, αντιπροσωπεύοντας 28.000 είδη. Τα δεδομένα προέρχονται από εργασίες τοπικής κλίμακας, οι οποίες αναφέρονται σε χερσαία οικοσυστήματα και συγκρίνουν τα χωρικά πρότυπα κατανομής της βιοποικιλότητας ως προς ανθρωπογενείς πιέσεις σε όλον τον κόσμο. Η βάση περιλαμβάνει μετρήσεις από 208 (εκ των 814) οικοπεριοχές, 13 (εκ των 14) βιολογικές σφαίρες (biomes), 25 (εκ των 35) κέντρα βιοποικιλότητας (hotspots) και 16 (εκ των 17) χώρες μεγάλης ποικιλότητας. Η βάση δεδομένων περιέχει πάνω από 1% των γνωστών ειδών και πάνω από 1% των γνωστών ειδών εντός πολλών τάξα – περιλαμβάνοντας ανθοφόρα φυτά, γυμνόσπερμα, πουλιά, θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια, σκαθάρια, λεπιδόπτερα και υμενόπτερα. Η βάση επομένως είναι σημαντικά μεγαλύτερη και πολύ πιο αντιπροσωπευτική από αυτές που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μοντελοποίηση των τάσεων και των αποκρίσεων της βιοποικιλότητας. Η βάση δημιουργήθηκε ως μέρος του προγράμματος PREDICTS (Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems – www.predicts.org.uk). Στην παρούσα εργασία περιγράφεται συνοπτικά η βάση, ενώ η πλήρης βάση θα είναι διαθέσιμη το 2015.
Η βιοποικιλότητα συνεχίζει να μειώνεται υπό την επίδραση των ανθρωπογενών πιέσεων, όπως η καταστροφή των βιοτόπων, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ρύπανση και η εισαγωγή ξενικών ειδών. Τα χαρισματικά είδη κυριαρχούν σήμερα στις υπάρχουσες παγκόσμιες βάσεις δεδομένων ως προς την κατάσταση απειλής ή τα πληθυσμιακά δεδομένα χρονοσειρών. Η ενοποίηση βάσεων δεδομένων μεγάλης ταξινομικής και βιογεωγραφικής κάλυψης, οι οποίες να μπορούν να υποστηρίξουν και τον υπολογισμό δεικτών βιοποικιλότητας, είναι απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών μειώσεων της βιοποικιλότητας και να προβλέψουν – και αποτρέψουν – μελλοντικές μειώσεις. Σε αυτήν την εργασία δημιουργούμε και περιγράφουμε μια νέα βάση δεδομένων με άνω των 1,6 εκ. δειγμάτων από 78 χώρες, αντιπροσωπεύοντας 28.000 είδη. Τα δεδομένα προέρχονται από εργασίες τοπικής κλίμακας, οι οποίες αναφέρονται σε χερσαία οικοσυστήματα και συγκρίνουν τα χωρικά πρότυπα κατανομής της βιοποικιλότητας ως προς ανθρωπογενείς πιέσεις σε όλον τον κόσμο. Η βάση περιλαμβάνει μετρήσεις από 208 (εκ των 814) οικοπεριοχές, 13 (εκ των 14) βιολογικές σφαίρες (biomes), 25 (εκ των 35) κέντρα βιοποικιλότητας (hotspots) και 16 (εκ των 17) χώρες μεγάλης ποικιλότητας. Η βάση δεδομένων περιέχει πάνω από 1% των γνωστών ειδών και πάνω από 1% των γνωστών ειδών εντός πολλών τάξα – περιλαμβάνοντας ανθοφόρα φυτά, γυμνόσπερμα, πουλιά, θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια, σκαθάρια, λεπιδόπτερα και υμενόπτερα. Η βάση επομένως είναι σημαντικά μεγαλύτερη και πολύ πιο αντιπροσωπευτική από αυτές που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μοντελοποίηση των τάσεων και των αποκρίσεων της βιοποικιλότητας. Η βάση δημιουργήθηκε ως μέρος του προγράμματος PREDICTS (Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems – www.predicts.org.uk). Στην παρούσα εργασία περιγράφεται συνοπτικά η βάση, ενώ η πλήρης βάση θα είναι διαθέσιμη το 2015.
Το Ευρωπαϊκό δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών θα μπορούσε να καταστεί ανεπαρκές υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση που τα είδη αλλάξουν την κατανομή τους προς μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και υψόμετρα, όπως αναμένεται. Ιδιαίτερα η περιοχή της Μεσογείου είναι ανεπαρκώς μελετημένη ως προς τις αναμενόμενες αποκρίσεις των ειδών στην κλιματική αλλαγή. Η παρούσα έρευνα αφορά στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις πεταλούδες, θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς. Για αυτό το σκοπό, διερευνήσαμε την αλλαγή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μακροχρόνια (1998-2011/2012) και βραχυχρόνια βάση (2011-2012), συλλέγοντας δεδομένα σχετικής αφθονίας των ειδών σε 21 και 18 διαδρομές για τα έτη 2011 και 2012 αντίστοιχα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1998. Η θερμοκρασιακή μεταβολή εκτιμήθηκε για ένα διάστημα 22 ετών (1990-2012), εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν και οι τρεις δειγματοληψίες. Εκτιμήσαμε τις αλλαγές στη σύνθεση της βιοκοινότητας και στην ποικιλότητα των πεταλούδων, θεωρώντας (α) την κατανομή των ειδών ως προς το υψόμετρο στην Ελλάδα, και (β) τον Ευρωπαϊκό «Θερμοκρασιακό δείκτη της βιοκοινότητας», ο οποίος υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των θερμοκρασιών των περιοχών όπου απαντάται κάθε είδος στην Ευρώπη, σταθμισμένος με την αφθονία του κάθε είδους ανά δειγματοληπτική περιοχή και έτος. Παρά το μακροχρόνιο καθεστώς προστασίας στην περιοχή του Ε.Π. της Δαδιάς και την επακόλουθη σταθερότητα των χρήσεων γης στην περιοχή μελέτης, βρήκαμε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη σύνθεση της βιοκοινότητας των πεταλούδων κατά το διάστημα των 13 ετών, συνακόλουθα με μια αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της τάξεως του 0.95°C. Αντίθετα, η ανάλυσή μας δεν έδειξε να υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στη σύνθεση της βιοκοινότητας μεταξύ δύο διαδοχικών ετών (2011-12), υποδηλώνοντας πως η μεταβλητότητα της σύνθεσης της βιοκοινότητας σε μακροχρόνια βάση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων περιβαλλοντικών αλλαγών, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρατηρήσαμε μια αύξηση της αφθονίας των ειδών που προτιμούν ενδιαιτήματα χαμηλότερων υψομέτρων, ενώ αντίθετα οι αφθονίες των ειδών μεγαλύτερων υψομέτρων μειώθηκαν. Ο Θερμοκρασιακός Δείκτης της Βιοκοινότητας βρέθηκε να αυξάνεται σε όλα τα ενδιαιτήματα, πλην των αγροτικών περιοχών. Αν παρόμοιες αλλαγές καταγραφούν και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές και σε άλλες ταξινομικές ομάδες στη Μεσόγειο, είναι αναγκαία η υιοθέτηση μιας νέας οπτικής και ο σχεδιασμός νέων μέτρων προστασίας και διαχείρισης στην Ευρώπη, για τη διατήρησης των ειδών σε μακροχρόνια βάση. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Το Ευρωπαϊκό δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών θα μπορούσε να καταστεί ανεπαρκές υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση που τα είδη αλλάξουν την κατανομή τους προς μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και υψόμετρα, όπως αναμένεται. Ιδιαίτερα η περιοχή της Μεσογείου είναι ανεπαρκώς μελετημένη ως προς τις αναμενόμενες αποκρίσεις των ειδών στην κλιματική αλλαγή. Η παρούσα έρευνα αφορά στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις πεταλούδες, θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς. Για αυτό το σκοπό, διερευνήσαμε την αλλαγή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μακροχρόνια (1998-2011/2012) και βραχυχρόνια βάση (2011-2012), συλλέγοντας δεδομένα σχετικής αφθονίας των ειδών σε 21 και 18 διαδρομές για τα έτη 2011 και 2012 αντίστοιχα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1998. Η θερμοκρασιακή μεταβολή εκτιμήθηκε για ένα διάστημα 22 ετών (1990-2012), εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν και οι τρεις δειγματοληψίες. Εκτιμήσαμε τις αλλαγές στη σύνθεση της βιοκοινότητας και στην ποικιλότητα των πεταλούδων, θεωρώντας (α) την κατανομή των ειδών ως προς το υψόμετρο στην Ελλάδα, και (β) τον Ευρωπαϊκό «Θερμοκρασιακό δείκτη της βιοκοινότητας», ο οποίος υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των θερμοκρασιών των περιοχών όπου απαντάται κάθε είδος στην Ευρώπη, σταθμισμένος με την αφθονία του κάθε είδους ανά δειγματοληπτική περιοχή και έτος. Παρά το μακροχρόνιο καθεστώς προστασίας στην περιοχή του Ε.Π. της Δαδιάς και την επακόλουθη σταθερότητα των χρήσεων γης στην περιοχή μελέτης, βρήκαμε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη σύνθεση της βιοκοινότητας των πεταλούδων κατά το διάστημα των 13 ετών, συνακόλουθα με μια αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της τάξεως του 0.95°C. Αντίθετα, η ανάλυσή μας δεν έδειξε να υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στη σύνθεση της βιοκοινότητας μεταξύ δύο διαδοχικών ετών (2011-12), υποδηλώνοντας πως η μεταβλητότητα της σύνθεσης της βιοκοινότητας σε μακροχρόνια βάση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων περιβαλλοντικών αλλαγών, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρατηρήσαμε μια αύξηση της αφθονίας των ειδών που προτιμούν ενδιαιτήματα χαμηλότερων υψομέτρων, ενώ αντίθετα οι αφθονίες των ειδών μεγαλύτερων υψομέτρων μειώθηκαν. Ο Θερμοκρασιακός Δείκτης της Βιοκοινότητας βρέθηκε να αυξάνεται σε όλα τα ενδιαιτήματα, πλην των αγροτικών περιοχών. Αν παρόμοιες αλλαγές καταγραφούν και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές και σε άλλες ταξινομικές ομάδες στη Μεσόγειο, είναι αναγκαία η υιοθέτηση μιας νέας οπτικής και ο σχεδιασμός νέων μέτρων προστασίας και διαχείρισης στην Ευρώπη, για τη διατήρησης των ειδών σε μακροχρόνια βάση. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Η εγκατάλειψη της γεωργικής γης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της αλλαγής χρήσεων γης, οδηγώντας σε ποικίλες αποκρίσεις των αγροτικών βιοκοινοτήτων. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στα στρουθιόμορφα πουλιά, πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία σε 20 τυχαίες επιφάνειες (1kmΧ1km) σε ορεινές περιοχές της ΒΔ Ελλάδας εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, ώστε να αντανακλάται η διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο των σημείων ακοής (169 σημεία)για να καταγράψουμε 47 είδη και αναλύσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Βρέθηκε πως η βόσκηση έχει επιθυμητό αποτέλεσμα ως προς την ανακοπή του φαινομένου της δάσωσης που ακολουθεί τη γεωργική εγκατάλειψη. Η σύνθεση των ενδιαιτημάτων αλλάζει σταδιακά ως προς τη διαβάθμιση με τα δάση να εξαπλώνονται εις βάρος των βοσκοτόπων και λιβαδικών εκτάσεων. Η δάσωση έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην ποικιλότητα και στον αριθμό των ειδών των πουλιών, και ιδιαίτερα στα τυπικά αγροτικά πουλιά και στα είδη των Μεσογειακών θαμνώνων. Πέντε ομάδες ειδών διακρίνονται ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης: (α) είδη των πευκοδασών και είδη που προτιμούν τις δασικές κοιλότητες, (β) είδη που προτιμούν ανοιχτά δάση, παρυφές δασών και οικοτόνους, (γ) είδη των θαμνώνων ή των ημιανοιχτών θαμνώνων, (δ) Μεσογειακά αγροτικά πουλιά που προτιμούν ημι-ανοιχτά ενδιαιτήματα με φυτοφράχτες ή νησίδες δάσους, και (ε) είδη με γενικευμένη οικοθέση των δασών και θαμνώνων. Εντοπίσαμε 22 είδη που αντιπροσωπεύουν τις παραπάνω οικολογικές κοινότητες, ως ένα νέο διαχειριστικό εργαλείο παρακολούθησης της αλλαγής της γεωργικής χρήσης γης. Προτείνουμε πως η διατήρηση των αγροτικών μωσαϊκών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της αγροτικής πολιτικής όσον αφορά στη διατήρηση της βιοκοινότητας των αγροτικών πουλιών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δυο σημαντικά κείμενα πολιτικής. (α) Στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). (β) FAO- Food and Agricultural Organization of the United Nations: Biodiversity for food and agriculture and ecosystem services (2020)
Η εγκατάλειψη της γεωργικής γης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της αλλαγής χρήσεων γης, οδηγώντας σε ποικίλες αποκρίσεις των αγροτικών βιοκοινοτήτων. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στα στρουθιόμορφα πουλιά, πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία σε 20 τυχαίες επιφάνειες (1kmΧ1km) σε ορεινές περιοχές της ΒΔ Ελλάδας εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, ώστε να αντανακλάται η διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο των σημείων ακοής (169 σημεία)για να καταγράψουμε 47 είδη και αναλύσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Βρέθηκε πως η βόσκηση έχει επιθυμητό αποτέλεσμα ως προς την ανακοπή του φαινομένου της δάσωσης που ακολουθεί τη γεωργική εγκατάλειψη. Η σύνθεση των ενδιαιτημάτων αλλάζει σταδιακά ως προς τη διαβάθμιση με τα δάση να εξαπλώνονται εις βάρος των βοσκοτόπων και λιβαδικών εκτάσεων. Η δάσωση έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην ποικιλότητα και στον αριθμό των ειδών των πουλιών, και ιδιαίτερα στα τυπικά αγροτικά πουλιά και στα είδη των Μεσογειακών θαμνώνων. Πέντε ομάδες ειδών διακρίνονται ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης: (α) είδη των πευκοδασών και είδη που προτιμούν τις δασικές κοιλότητες, (β) είδη που προτιμούν ανοιχτά δάση, παρυφές δασών και οικοτόνους, (γ) είδη των θαμνώνων ή των ημιανοιχτών θαμνώνων, (δ) Μεσογειακά αγροτικά πουλιά που προτιμούν ημι-ανοιχτά ενδιαιτήματα με φυτοφράχτες ή νησίδες δάσους, και (ε) είδη με γενικευμένη οικοθέση των δασών και θαμνώνων. Εντοπίσαμε 22 είδη που αντιπροσωπεύουν τις παραπάνω οικολογικές κοινότητες, ως ένα νέο διαχειριστικό εργαλείο παρακολούθησης της αλλαγής της γεωργικής χρήσης γης. Προτείνουμε πως η διατήρηση των αγροτικών μωσαϊκών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της αγροτικής πολιτικής όσον αφορά στη διατήρηση της βιοκοινότητας των αγροτικών πουλιών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δυο σημαντικά κείμενα πολιτικής. (α) Στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). (β) FAO- Food and Agricultural Organization of the United Nations: Biodiversity for food and agriculture and ecosystem services (2020)
Η αγροτική εγκατάλειψη είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής και νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού στις απομακρυσμένες περιοχές ήταν ακόμη πιο έντονο στην Κροατία λόγω των πολεμικών συρράξεων, ώστε η αγροτική εγκατάλειψη να είναι πιο έντονη. Τα αγροτικά οικοσυστήματα στην Κροατία δεν είναι ενιαία, αλλά εναλλάσσονται με δασικά ενδιαιτήματα, ως αποτέλεσμα της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας. Η δάσωση που έπεται της γεωργικής εγκατάλειψης επηρεάζει τα πουλιά των αγρών, τα οποία είναι από τα πιο απειλούμενα της Ευρώπης. Στην εργασία μας αυτή, εξετάσαμε τη βιοκοινότητα των πουλιών κατά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης, η οποία εκφράστηκε ως τέσσερεις κατηγορίες αυξανόμενης δασικής κάλυψης. Τα αποτελέσματά μας δεν έδειξαν σημαντική επίδραση της εγκατάλειψης στην ποικιλότητα των πουλιών (Shannon index) και οι τέσσερις κατηγορίες δάσωσης δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ορνιθολογική τους αξία διατήρησης. Υπήρχαν ωστόσο σημαντικές διαφορές στην αφθονία των πουλιών. εξετάζοντας χωριστά τρεις διαφορετικές οικολογικές ομάδες (guilds): τα αγροτικά, δασικά και «άλλα» είδη πουλιών. Εξάγαμε τέσσερα είδη (Emberiza citrinella, Lanius collurio, Turdus philomelos, Erithacus rubecula) ως δυνάμενους δείκτες του βαθμού εγκατάλειψης για τις τέσσερις κλάσεις δάσωσης αντίστοιχα. Με τα ως άνω είδη μοντελοποιήσαμε επιτυχώς την κατανομή των καταγεγραμμένων ομάδων ειδών σε επίπεδο δειγματοληπτικής επιφάνειας στη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη να υιοθετηθούν νέες και ολιστικές οπτικές για τις χρήσεις γης στις περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί, με στόχο την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής διατήρησης και προστασίας.
Η αγροτική εγκατάλειψη είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής και νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού στις απομακρυσμένες περιοχές ήταν ακόμη πιο έντονο στην Κροατία λόγω των πολεμικών συρράξεων, ώστε η αγροτική εγκατάλειψη να είναι πιο έντονη. Τα αγροτικά οικοσυστήματα στην Κροατία δεν είναι ενιαία, αλλά εναλλάσσονται με δασικά ενδιαιτήματα, ως αποτέλεσμα της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας. Η δάσωση που έπεται της γεωργικής εγκατάλειψης επηρεάζει τα πουλιά των αγρών, τα οποία είναι από τα πιο απειλούμενα της Ευρώπης. Στην εργασία μας αυτή, εξετάσαμε τη βιοκοινότητα των πουλιών κατά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης, η οποία εκφράστηκε ως τέσσερεις κατηγορίες αυξανόμενης δασικής κάλυψης. Τα αποτελέσματά μας δεν έδειξαν σημαντική επίδραση της εγκατάλειψης στην ποικιλότητα των πουλιών (Shannon index) και οι τέσσερις κατηγορίες δάσωσης δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ορνιθολογική τους αξία διατήρησης. Υπήρχαν ωστόσο σημαντικές διαφορές στην αφθονία των πουλιών. εξετάζοντας χωριστά τρεις διαφορετικές οικολογικές ομάδες (guilds): τα αγροτικά, δασικά και «άλλα» είδη πουλιών. Εξάγαμε τέσσερα είδη (Emberiza citrinella, Lanius collurio, Turdus philomelos, Erithacus rubecula) ως δυνάμενους δείκτες του βαθμού εγκατάλειψης για τις τέσσερις κλάσεις δάσωσης αντίστοιχα. Με τα ως άνω είδη μοντελοποιήσαμε επιτυχώς την κατανομή των καταγεγραμμένων ομάδων ειδών σε επίπεδο δειγματοληπτικής επιφάνειας στη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη να υιοθετηθούν νέες και ολιστικές οπτικές για τις χρήσεις γης στις περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί, με στόχο την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής διατήρησης και προστασίας.
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης είναι ένα σοβαρό θέμα στη σφαίρα της διαχείρισης και προστασίας για τα απομακρυσμένα οικοσυστήματα των Μεσογειακών βουνών. Παρότι η επίδρασή της στα πουλιά ή τις πεταλούδες έχει επαρκώς μελετηθεί, η γνώση μας παραμένει φτωχή για άλλες ομάδες ασπονδύλων όπως οι αράχνες. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία για τις εδαφόβιες αράχνες (Gnaphosidae, Liocranidae, Miturgidae and Corrinidae) σε 20 τυχαία επιλεγμένες επιφάνειες (1km X 1km, 15 παγίδες εδάφους), εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, οι οποίες αντιπροσώπευαν τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως αγροτική εγκατάλειψη προκαλεί μείωση του πλούτου των ειδών και της ποικιλότητάς τους (Simpson index), καθώς τα δάση με κάλυψη >75% ήταν φτωχότερα. Αποδείξαμε επίσης το θετικό ρόλο της ήπιας βόσκησης (0.4-4 κτηνοτροφικές μονάδες/km2) για την αφθονία των εδαφόβιων αραχνών. Η ανάλυση της βιοκοινότητας κατέδειξε την ύπαρξη τεσσάρων διακριτών ομάδων συμπατρικών ειδών, ενώ τα γενικευμένα γραμμικά μοντέλα (GLM) σε επίπεδο ομάδων και ειδών απέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο της δάσωσης, και δευτερευόντως άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων όπως η υγρασία, το υψόμετρο και το γεωγραφικό μήκος, στη ρύθμιση των προτύπων κατανομής των ειδών αραχνών. Τα μέτρα προστασίας για τη διατήρηση των εδαφόβιων αραχνών θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, όπως η μικρής κλίμακας γεωργία και η ήπια βόσκηση, ώστε να διατηρηθούν τα ανοιχτά και ημι-ανοιχτά αγροτικά μωσαϊκά.
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης είναι ένα σοβαρό θέμα στη σφαίρα της διαχείρισης και προστασίας για τα απομακρυσμένα οικοσυστήματα των Μεσογειακών βουνών. Παρότι η επίδρασή της στα πουλιά ή τις πεταλούδες έχει επαρκώς μελετηθεί, η γνώση μας παραμένει φτωχή για άλλες ομάδες ασπονδύλων όπως οι αράχνες. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία για τις εδαφόβιες αράχνες (Gnaphosidae, Liocranidae, Miturgidae and Corrinidae) σε 20 τυχαία επιλεγμένες επιφάνειες (1km X 1km, 15 παγίδες εδάφους), εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, οι οποίες αντιπροσώπευαν τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως αγροτική εγκατάλειψη προκαλεί μείωση του πλούτου των ειδών και της ποικιλότητάς τους (Simpson index), καθώς τα δάση με κάλυψη >75% ήταν φτωχότερα. Αποδείξαμε επίσης το θετικό ρόλο της ήπιας βόσκησης (0.4-4 κτηνοτροφικές μονάδες/km2) για την αφθονία των εδαφόβιων αραχνών. Η ανάλυση της βιοκοινότητας κατέδειξε την ύπαρξη τεσσάρων διακριτών ομάδων συμπατρικών ειδών, ενώ τα γενικευμένα γραμμικά μοντέλα (GLM) σε επίπεδο ομάδων και ειδών απέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο της δάσωσης, και δευτερευόντως άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων όπως η υγρασία, το υψόμετρο και το γεωγραφικό μήκος, στη ρύθμιση των προτύπων κατανομής των ειδών αραχνών. Τα μέτρα προστασίας για τη διατήρηση των εδαφόβιων αραχνών θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, όπως η μικρής κλίμακας γεωργία και η ήπια βόσκηση, ώστε να διατηρηθούν τα ανοιχτά και ημι-ανοιχτά αγροτικά μωσαϊκά.
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διερεύνηση της χωρικής δομής των τοπίων. Υπάρχουν πολλοί δείκτες, αλλά η έρευνα επί της δυνατότητάς τους να καταδεικνύουν τον πλούτο των ειδών σε διαφορετικές κλίμακες είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο - Εθνικό Πάρκο Δαδιάς (Ελλάδα), διερευνήσαμε την εφαρμογή 52 δεικτών τοπίου ως δείκτες του αριθμού των ειδών για έξι τάξα (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά και μικρά χερσαία πουλιά) καθώς και για το συνολικό αριθμό των ειδών. Υπολογίσαμε του δείκτες του τοπίου σε κύκλους πέντε διαφορετικών μεγεθών για κάθε μία από τις 30 δειγματοληπτικές επιφάνειες. Εφαρμόσαμε γραμμικά μικτά μοντέλα για να εκτιμήσουμε τις σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μετρικών του τοπίου και του αριθμού των ειδών, και για να εκτιμήσουμε την επίδραση του έκτασης της επιφάνειας στη καλή λειτουργία των μετρικών. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως οι δείκτες του τοπίου ήταν καλοί δείκτες για το συνολικό αριθμό των ειδών, καθώς και για το αριθμό των ξυλωδών ειδών, των ορθοπτέρων και των ερπετών. Οι δείκτες που μετρούσαν το σχήμα των τεμαχίων, την εγγύτητα, την υφή και την ποικιλότητα του τοπίου οδηγούσαν συχνά σε μοντέλα καλής προσαρμοστικότητας, ενώ αυτοί που μετρούσαν την έκταση των τεμαχίων, την ομοιότητα και τη αντίθεση των παρυφών των τεμαχίων σπάνια οδηγούσαν στα σημαντικά στατιστικά μοντέλα. Η χωρική κλίμακα επηρέαζε την επίδοση των δεικτών του τοπίου, καθώς τα ξυλώδη είδη, τα ορθόπτερα και τα μικρά χερσαία πουλιά μπορούσαν να προβλεφθούν καλύτερα σε μικρότερου μεγέθους επιφάνειες, ενώ τα ερπετά συνήθως σε μεγαλύτερες επιφάνειες. Τα ως άνω πρότυπα συσχετίσεων και επιδόσεων των δεικτών του τοπίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατανόηση της δομής του τοπίου ως βασικό παράγοντα και δείκτη της βιοποικιλότητας, καθώς και στη βελτίωση των διαχειριστικών αποφάσεων για τα δάση και το τοπίο σε Μεσογειακά και άλλα δασικά μωσαϊκά..