Δημοσιεύσεις

2024

1. Τα είδη ορθόπτερων είναι ευάλωτα στην εξαφάνιση σε παγκόσμια κλίμακα. Η Ελλάδα φιλοξενεί το 35% (380 είδη) της ευρωπαϊκής πανίδας των Ορθόπτερων με υψηλό βαθμό ενδημικών (37%) και απειλούμενων ειδών (37%). 2. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία σε 46 τετράγωνα (100 m2) για να διερευνήσουμε την κατανομή και τις οικολογικές απαιτήσεις δύο ελληνικών ορεινών ενδημικών ειδών του κόκκινου καταλόγου: Parnassiana parnassica (Ramme, 1926- Orthoptera: Tettigoniidae- Κρισίμως Κινδυνεύον [CR]) και Oropodisma parnassica (Scudder, 1897- Orthoptera: Caelifera- Κινδυνεύον [EN]). Τα είδη είχαν περιορισμένη γεωγραφική εξάπλωση, με δύο απομονωμένους πληθυσμούς που περιορίζονταν σε μεγάλα υψόμετρα (1527-2320 m) στα όρη Παρνασσός και Ελικώνας. 3. Τα μοντέλα κατανομής των ειδών έδειξαν ότι η κλίση επηρέαζε τον κατάλληλο βιότοπό τους, μαζί με τον δείκτη τοπογραφικής θέσης και το ετήσιο εύρος θερμοκρασίας (P. parnassica), και την ποσότητα πράσινης βλάστησης και την εξατμισοδιαπνοή (O. parnassica). 4. Η ανάλυση συνδεσιμότητας έδειξε ότι ο κατάλληλος βιότοπος του P. parnassica αποτελείται από λίγα μεγαλύτερα και καλά συνδεδεμένα κατατμήματα (26 κατατμήματα: μέγεθος (mesh size) 1,57 km2) και ότι ο κατάλληλος βιότοπος του O. parnassica αποτελείται από περισσότερα αλλά μικρότερα και λιγότερο συνδεδεμένα κατατμήματα (56 κατατμήματα: μέγεθος (mesh size 0,3 km2). 5. Τα γενικευμένα γραμμικά μοντέλα έδειξαν ότι η πληθυσμιακή πυκνότητα του P. parnassica επηρεάστηκε αρνητικά από το ύψος της ποώδους βλάστησης και αυτή του O. parnassica επηρεάστηκε θετικά από το υψόμετρο. 6. Τα είδη αντιμετωπίζουν τρεις κύριες άμεσες απειλές: την κατάληψη γης, τις πυρκαγιές και την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ η βόσκηση των ζώων φαίνεται να έχει θετικό αντίκτυπο και το σκι ουδέτερο αντίκτυπο στους πληθυσμούς τους. 7. Αξιολογήσαμε και τα δύο είδη ως κινδευνεύοντα (EN) σύμφωνα με τα κριτήρια της Διεθνούς Ένωσης για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) και προτείνεται μια σειρά μέτρων διατήρησης για τη βελτίωση της κατάστασής τους.
This study deals with the future of the traditional agroforestry systems (TAFSs) in the northern Mediterranean Basin. Important productive systems, such as ancient non-irrigated olive groves and extensive silvopastoral systems, from subalpine grasslands to coastal landscapes, are being irreversibly degraded, threatening the bio-cultural heritage of the Mediterranean region, an area recognized as a global biodiversity hotspot. In the midst of the global biodiversity and climate crisis, immediate actions are proposed for the protection and conservation management of TAFSs, within a new EU policy framework. Having the TAFSs of Greece in the spotlight of this analysis, a four-step approach was used in order to review the value of agroforestry in terms of (a) biodiversity (birds, mammals, invertebrates and soil biota), (b) agroforestry landscapes, such as traditional olive groves on terraces and valonia silvopastoral systems, (c) ecosystem services, especially concerning cultural values, and (d) the modern threats to traditional agroforestry. Through this research, problems are highlighted and European policy priorities are defined. Our conclusion is that there is an immediate need to revise the European Union rural, forestry, and environmental policies in the Mediterranean region, following the provisions of the new EU Nature Restoration Law, in order to revive agroforestry landscapes and make them productive and sustainable again for the benefit of rural economies, local communities, and biodiversity, especially in marginal Mediterranean mountainous and island areas, where depopulation and susceptibility to wildfires are major threats. Keywords: traditional agroforestry systems; climate change mitigation; ecosystem services; European Green Deal; CAP; EU Nature Restoration Law
Η διασπορά των νεαρών από τη φωλιά είναι μια κρίσιμη διαδικασία για τα αρπακτικά πουλιά με σοβαρές επιπτώσεις στην επιβίωση των ατόμων και τη δημογραφία του πληθυσμού. Στην παρούσα μελέτη αναλύσαμε δεδομένα από 18 χρυσαετούς που παρακολουθήθηκαν με GPS προκειμένου να περιγράψουμε την οικολογία της διασποράς τους στη βόρεια Ελλάδα, όπου το είδος τρέφεται κυρίως με χελώνες. Οι νεαροί αετοί στον πληθυσμό μας ξεκίνησαν τη διασπορά τους 176 ημέρες μετά την πτέρωση, πέρασαν το πρώτο έτος της ανεξαρτησίας τους σχετικά κοντά (40-60 χλμ.) στις γενέθλιες περιοχές τους και παρουσίασαν μια μεταβλητή συμπεριφορά προσωρινής εγκατάστασης. Τα συνολικά μεγέθη των περιοχών διασποράς δεν διέφεραν εποχιακά, αλλά τα μεγέθη των περιοχών προσωρινής εγκατάστασης ήταν σημαντικά μεγαλύτερα το χειμώνα. Τρεις αετοί επέζησαν μέχρι την εδαφική εγκατάσταση και κατέλαβαν περιοχές 20-60 χλμ. από τις περιοχές γέννησής τους. Η εφαρμογή και η τελειοποίηση του μοντέλου εύρους διασποράς Scottish GET υπέδειξε ότι οι αετοί χρησιμοποιούσαν περιοχές με εντονότερο τοπογραφικό ανάγλυφο και χαμηλότερη δασική κάλυψη κατά τη διάρκεια της γενέθλιας διασποράς τους. Η ετερογένεια των ενδιαιτημάτων φαίνεται να επηρεάζειτη διαδικασία της προσωρινής εγκατάστασης. Η μελέτη μας είναι η πρώτη που παρέχει τέτοιου είδους πληρφορίες για τους χρυσαετούς στη ΝΑ Ευρώπη και παρουσιάζει μια μέθοδο για την οριοθέτηση των περιοχών προσωρινής εγκατάστασης του είδους. Τα ευρήματά μας μπορούν να εξηγηθούν από την άποψη της διαθεσιμότητας τροφής και ενδιαιτημάτων. Επισημαίνουμε τη σημασία της διατήρησης ετερογενών ανοικτών περιοχών με σύνθετη τοπογραφία και της εφαρμογής προληπτικών μέτρων διαχείρισης εντός των περιοχών προσωρινής εγκατάστασης για τη διατήρηση του πληθυσμού.
Ως απάντηση στη συνεχιζόμενη παγκόσμια εξαφάνιση, οι βιολόγοι διατήρησης καλούνται να δώσουν προτεραιότητα στις μελλοντικές δράσεις που να διασφαλίζουν ότι είναι βιολογικά αποτελεσματικές και οικονομικά βιώσιμες. Προτείνουμε ένα αποτελεσματικό σχέδιο διατήρησης για τα είδη Ορθοπτέρων στο νησί της Κύπρου, εισάγοντας τον Τυποποιημένο Δείκτη Διατήρησης (StCI). Είναι ένας δείκτης βιοποικιλότητας που υπολογίζει την αξία διατήρησης (ci), την παρουσία, την ικανότητα διασποράς, τον ενδημισμό και την κατάσταση διατήρησης ενός είδους. Αξιολογήσαμε την επίδραση έντεκα περιβαλλοντικών μεταβλητών στο StCI, στην αξία διατήρησης (ci), στον πλούτο των ειδών και στον δείκτη ποικιλότητας Shannon-Wiener, χρησιμοποιώντας γραμμικά και γενικευμένα γραμμικά μοντέλα. Τα είδη και τα περιβαλλοντικά δεδομένα συλλέχθηκαν σε 60 τοποθεσίες αντιπροσωπεύοντας τέσσερις υψομετρικές ζώνες και επτά τύπους οικοτόπων. Τα αποτελέσματά μας υπογράμμισαν τη σημασία των αγροτικών μωσαϊκών και των δασών για τη διατήρηση των Ορθοπτέρων. Ο δείκτης ποικιλότητας Shannon-Wiener απέτυχε να δείξει τη σημασία των δασών σε μεγάλο υψόμετρο. Η ποικιλότητα των ειδών των Ορθοπτέρων ευνοήθηκε από την ανθοφορία και την υγρασία του εδάφους, ενώ η κάλυψη βράχων και οι ψηλοί θάμνοι είχαν θετική και αρνητική επίδραση, αντίστοιχα, στις τιμές στους δείκτες StCI και ci. Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν την αξία του StCI ως συμπληρωματικό δείκτη των παραδοσιακών δεικτών ποικιλότητας, καθώς λειτουργεί ανεξάρτητου κλίμακας και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για διαφορετικές ταξινομικές ομάδες, ιεραρχώντας τις πιο σημαντικές τοποθεσίες από άποψη διατήρησης.
Το ενεργειακό δυναμικό χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα συνεχίζει να αυξάνεται, διευκολύνοντας την αναγκαία μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, παραμένουν ευρύτερα ζητήματα βιωσιμότητας. To παρόν άρθρο στο Voices αναρωτιέται: ποια εμπόδια εξακολουθούν να εμποδίζουν μια πραγματικά βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση;
Οι επιπτώσεις της αποψίλωσης στις γεωργικές εκτάσεις επί της βιοποικιλότητας ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό από περιοχή σε περιοχή. Προηγούμενες προσπάθειες για την εξήγηση αυτής της διακύμανσης επικεντρώθηκαν αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά του τοπίου και τα καθεστώτα διαχείρισης των γεωργικών συστημάτων. Παραμέλησαν τον δυνητικά κρίσιμο ρόλο του οικολογικού φιλτραρίσματος στη διαμόρφωση της ανοχής των υφιστάμενων βιοκοινοτήων στην αποψίλωση σε μεγάλες γεωγραφικές κλίμακες μέσω της επιλογής λειτουργικών χαρακτηριστικών. Εδώ παρέχουμε μια μεγάλης κλίμακας δοκιμή αυτού του ρόλου. Χρησιμοποιήσαμε μια παγκόσμια βάση δεδομένων των αναλογιών αφθονίας ειδών μεταξύ γεωργικών και φυσικών δασικών περιοχών, η οποία περιλαμβάνει 71 σύνολα πτηνών που αναφέρονται σε 44 πρωτογενείς μελέτες, και μια συνοδευτική βάση δεδομένων 10 λειτουργικών χαρακτηριστικών και για τα 2.647 εμπλεκόμενα είδη. Χρησιμοποιώντας μετα-αναλυτικές, φυλογενετικές και πολυμεταβλητές μεθόδους, δείχνουμε ότι πέρα από τα γεωργικά χαρακτηριστικά, το φιλτράρισμα από την έκταση της φυσικής περιβαλλοντικής μεταβλητότητας και τη σοβαρότητα της ιστορικής ανθρωπογενούς αποψίλωσης διαμορφώνει τις ποικίλες επιπτώσεις της αποψίλωσης στις συγκεντρώσεις ειδών. Για σύνολα με μεγαλύτερη περιβαλλοντική μεταβλητότητα -που αντιπροσωπεύεται από ξηρότερα και πιο εποχιακά κλίματα υπό καθεστώς μεγαλύτερης διαταραχής- και μεγαλύτερης ιστορίας αποψίλωσης, το φιλτράρισμα μετρίασε τις αρνητικές επιπτώσεις της τρέχουσας αποψίλωσης επιλέγοντας λειτουργικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με μεγαλύτερη ανοχή στην αποψίλωση. Η μελέτη μας παρέχει ένα κομμάτι της γνώσης που έλειπε σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν για την κατανόηση και τη διαχείριση των συνεπειών της αποψίλωσης των δασών από τη γεωργική αποψίλωση στη βιοποικιλότητα.
Greece is a European hotspot for Orthoptera (378 species), yet it has been scarcely explored.We investigated the diversity patterns of Orthoptera and the ecological mechanisms shaping them by sampling 15 sites (30 plots of 1ha) across five habitats in Mount Mitsikeli, a Natura 2000 site.The mountain is deemed rich (0.4 species/km2), hosting 34 species, including a species of European interest (Paracaloptenus caloptenoides). The grassy openings in the beech–fir forest and rural mosaics were found to be important habitats for Orthoptera, while the mountain grasslands were poorer but hosted a greater abundance of grasshoppers. The three main environmental factors shaping diversity patterns (with an explained variance of 51.34%) were grass height, the cover of woody vegetation and the cover of bare ground. Beta diversity was high (with a Bray–Curtis of index 0.45among habitats). Species turnover prevailed among all sites and within agricultural land, beech–fir forest and Mediterranean scrub, while nested patterns prevailed within mountain grasslands and mixed thermophilous forest. Conservation actions should target sites in ecosystems driven by species turnover, but primarily the most species-rich sites are driven by nestedness. Such actions should include the implementation of biodiversity-inclusive grazing schemes to hamper forest encroachment and the restoration of mountain grassland quality from cattle overgrazing.
Η αξιοποίηση του ανέμου είναι μια ταχέως αναπτυσσόμενη και οικονομικά αποδοτική Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας, αλλά οι εδαφικές επιπτώσεις των αιολικών σταθμών συχνά παραβλέπονται ή υποτιμώνται. Ψηφιοποιήσαμε την κατάληψη γης (ή δέσμευση γης), δηλαδή την παραγωγή τεχνητής γης, η οποία προέρχεται από 90 αιολικούς σταθμούς στην Ελλάδα, οι οποίοι κατασκευάστηκαν μεταξύ 2002 και 2020 (1,2 GW). Βρήκαμε σημαντικές επιπτώσεις: οι αιολικοί σταθμοί δημιούργησαν 7729 m2/MW (3,5 m2/MWh) τεχνητής γης, διανοίχτηκαν 148 m/MW νέοι δρόμοι και διευρύνθηκαν 174 m/MW κατά μέσο όρο. Τα μοντέλα έδειξαν ότι ο αριθμός και το μέγεθος των ανεμογεννητριών, η απουσία άλλων υφιστάμενων υποδομών και η υψομετρική διαφορά στους νέους δρόμους πρόσβασης αύξησαν τη δημιουργία τεχνητής γης. Η υψομετρική διαφορά σε νέους και διευρυμένους δρόμους πρόσβασης αύξησε επίσης το απαιτούμενο μήκος των δρόμων. Οι νέοι αιολικοί σταθμοί στην Ελλάδα σχεδιάζεται να εγκατασταθούν σε μεγαλύτερα υψόμετρα και σε εδάφη που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερους κινδύνους για τη διάβρωση του εδάφους και την εδαφική βιοποικιλότητα. Η γενική τάση στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι να χωροθετούνται λιγότεροι σταθμοί αιολικής ενέργειας σε ορεινές και δασικές εκτάσεις. Ωστόσο, το μοτίβο αυτό αντιστρέφεται σε αρκετές χώρες, ιδίως στη Νότια Ευρώπη. Μετά τον έλεγχο 28 πολιτικών και νομικών εγγράφων, διαπιστώσαμε ότι η αντιμετώπιση της κατάληψης γης προκύπτει έμμεσα από την παγκόσμια πολιτική, αλλά πιο άμεσα από την ευρωπαϊκή πολιτική μέσω πέντε μη νομικά δεσμευτικών εγγράφων και τριών οδηγιών. Ωστόσο, οι τρέχουσες ευρωπαϊκές ενεργειακές πολιτικές φαίνεται να συγκρούονται με τις πολιτικές διατήρησης της φύσης, με κίνδυνο να επιταχυνθεί στο μέλλον η κατάληψη γης. Η μελέτη παρέχει πληροφορίες για τη μείωση της κατάληψης γης κατά το σχεδιασμό και την κατασκευή σταθμών αιολικής ενέργειας. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη για καλύτερη ποσοτικοποίηση της κατάληψης γης και την ενσωμάτωσή της στην πολύπλοκη διαδικασία του βιώσιμου χωροταξικού σχεδιασμού των επενδύσεων.
Τα ασπόνδυλα είναι από τα πιο διαδεδομένα είδη, τα οποία κατοικούν σε ποικίλα ενδιαιτήματα. Ωστόσο οι προσπάθειες για τη διατήρησή τους είναι περιορισμένες, μεταξύ άλλων και λόγω της ελλιπούς γνώσης της γενετικής των πληθυσμών τους. Εδώ, αξιολογούμε τα επίπεδα γενετικής ποικιλότητας και την πληθυσμιακή δομή της Χορεύτριας ακρίδας της Ηπείρου (Chorthippus lacustris), ενός στενοενδημικού είδους που ενδιαιτεί στη Βορειοδυτική Ελλάδα και παρουσιάζει κατακερματισμένη κατανομή. Χρησιμοποιώντας δύο μιτοχονδριακά γονίδια και ενισχυμένους πολυμορφισμούς μήκους θραυσμάτων (AFLPs), εντοπίσαμε μέτρια έως υψηλά επίπεδα γενετικής ποικιλομορφίας των εστιακών πληθυσμών. Η ανάλυση δικτύου απλοτύπων αποκάλυψε την ύπαρξη ιδιωτικών απλοτύπων με χαμηλή γενετική διαφοροποίηση, γεγονός που υποδηλώνει ξαφνική εξάπλωση του είδους στην περιοχή μελέτης με επακόλουθες απομονώσεις σε κατάλληλα ενδιαιτήματα. Παρά τη χαμηλή γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των πληθυσμών που μελετήθηκαν, τα δεδομένα μας υποδηλώνουν περαιτέρω μια λεπτή υποδιαίρεση των πληθυσμών και την ύπαρξη τριών γενετικών ομάδων. Εφαρμογές για διατήρηση των εντόμων: Η έρευνά μας είναι η πρώτη που παρέχει πληροφορίες για τη γενετική των πληθυσμών του είδους Ch. lacustris, αναδεικνύοντας τη σημασία της διατήρησης εστιακών πληθυσμών. Το είδος κατοικεί σε περιοχές που υπόκεινται σε μεγάλες αλλαγές στη χρήση γης και στον κατακερματισμό. Υποστηρίζουμε ότι η διατήρηση και η διαχείριση των κατάλληλων ενδιαιτημάτων είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα των πληθυσμών του είδους.
Η θήρευση κτηνοτροφικών ζώων από λύκους αποτελεί την κύρια αιτία σύγκρουσης λύκου- ανθρώπου παγκοσμίως, απειλώντας τη διατήρηση των λύκων και προκαλώντας σοβαρές επιπτώσεις στις ζωές των κτηνοτρόφων. Αν και οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν προγράμματα αποζημιώσεων των απωλειών, σπάνια συνδυάζονται με την εφαρμογή επιστημονικά τεκμηριωμένων προληπτικών μέτρων φύλαξης. Στην παρούσα μελέτη, διερευνήσαμε την επίδραση των κτηνοτροφικών πρακτικών στις απώλειες από λύκους σε 70 κοπάδια αιγοπροβάτων και 68 κοπάδια βοοειδών, χρησιμοποιώντας ποσοτικά μοντέλα βασισμένα σε δεδομένα από ημι-δομημένες συνεντεύξεις με κτηνοτρόφους με στρωματοποιημένη δειγματοληψία απωλειών, στη βορειοδυτική Ελλάδα. Τα κοπάδια αιγοπροβάτων ήταν καλύτερα προστατευμένα από τα κοπάδια βοοειδών σε επτά προληπτικά μέτρα, ενώ οι ετήσιες απώλειες των αιγοπροβάτων ήταν τρεις φορές μικρότερες από εκείνες των βοοειδών στην περιοχή μελέτης. Επιπλέον, σύμφωνα με τα εθνικά δεδομένα αποζημιώσεων από την Ελλάδα, οι δαπάνες που καταβλήθηκαν για τα βοοειδή έχουν διπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ενώ για τα αιγοπρόβατα έχουν μειωθεί στο μισό. Το μοντέλο μας εντόπισε τρία βασικά προληπτικά μέτρα που μείωσαν σημαντικά τη θήρευση από λύκους για αμφότερους τους τύπους κοπαδιών: αυξημένη επιτήρηση από βοσκούς, συστηματική νυχτερινή περίφραξη και επαρκής αριθμός ποιμενικών σκύλων (η βέλτιστη αναλογία ήταν 3 ελληνικοί ποιμενικοί ανά 100 αιγοπρόβατα και 7 ποιμενικοί ανά 100 βοοειδή). Ο περιορισμός των νεαρών ζώων σε περιφραγμένους χώρους και η αποφυγή εγκατάλειψης πτωμάτων στους βοσκότοπους αποτελούν επίσης αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα για τα κοπάδια βοοειδών. Η μελέτη μας παρέχει δεδομένα για την ενημέρωση της πολιτικής των επιδοτήσεων στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για την ενημέρωση ή αναθεώρηση πολιτικών μετριασμού των συγκρούσεων άγριας ζωής και κτηνοτροφίας σε χώρες που αντιμετωπίζουν την πρόκληση της διατήρησης μεγάλων σαρκοφάγων και παραδοσιακών συστημάτων βόσκησης.
Η διατήρηση οικοσυστημάτων υψηλής οικολογικής ακεραιότητας αποτελεί κρίσιμο στόχο των στρατηγικών για τη βιοποικιλότητα, εξυπηρετώντας επίσης τον στόχο του 10 % της αυστηρής προστασίας της γης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Συνιστούμε τη χαρτογράφηση των Περιοχών Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ) για την οριοθέτηση της των περιοχών της άγριας φύσης (wilderness) και την παρακολούθηση της προόδου μείωσης της απώλειας σε φυσικές περιοχές. Χαρτογραφήσαμε την έκταση χωρίς δρόμους της Ελλάδας και αξιολογήσαμε τα οικολογικά χαρακτηριστικά της. Αντιπροσωπεύει το 6,1 % της χώρας και περιλαμβάνει 451 περιοχές χωρίς δρόμους μεγέθους άνω του 1 τ.χλμ: 389 περιοχές χωρίς δρόμους και 62 νησιά χωρίς δρόμους. Οι περιοχές χωρίς δρόμους εμφανίζονταν σε βουνά και νησιά, ήταν αδόμητες (δεν υπήρχαν τεχνητές εκτάσεις), αδιατάρακτες (δεν υπήρχαν σημαντικές πιέσεις, η φυσική και ημιφυσική φυτοκάλυψη ήταν 99 % και το 68 % της έκτασής τους ενέπιπτε στο δίκτυο Natura 2000). Βρίσκονταν επίσης σε φυσικά τοπία με χαμηλό δείκτη κατακερματισμού. Οι περισσότερες περιοχές χωρίς δρόμους (302) ήταν μεγαλύτερες από 10 τ.χλμ. Οι μεγαλύτερες σε έκταση περιοχές χωρίς δρόμους εμφανίζονταν περισσότερο σε ψηλότερα βουνά και σε πιο απόκρημνα εδάφη, είχαν χαμηλότερο δείκτη ανθρώπινης επιρροής και καλύτερη κάλυψη από το δίκτυο Natura 2000. Οι περιοχές χωρίς δρόμους επέδειξαν μια καλή ρυθμιστική ικανότητα έναντι της απώλειας της φυσικότητας και των πυρκαγιών (2,5 φορές χαμηλότερο ποσοστό καμένης γης από τον εθνικό μέσο όρο), αλλά ήταν ευάλωτες στην ανάπτυξη Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, ιδίως αιολικών πάρκων (33 % των περιοχών χωρίς δρόμους ενδέχεται να επηρεαστούν). Υποστηρίζοντας μια περιβαλλοντική πολιτική διατήρησης των περιοχών χωρίς δρόμους, προτείνουμε τη χρήση αυτών των περιοχών για την οριοθέτηση των αυστηρά προστατευόμενων ζωνών στην ΕΕ (και στην Ελλάδα), για τη χαρτογράφηση των πρωτογενών ώριμων δασών και για τον εντοπισμό νέων υποψήφιων προστατευόμενων περιοχών. Συνιστούμε ανεπιφύλακτα να επανεξεταστεί το σχέδιο REPowerEU ώστε να οριστούν οι περιοχές χωρίς δρόμους ως μη επιλέξιμες περιοχές για την ανάπτυξη σχετικών υποδομών πράσινης ενέργειας.
Τα ασπόνδυλα είναι από τα πιο διαδεδομένα είδη, τα οποία κατοικούν σε ποικίλα ενδιαιτήματα. Ωστόσο οι προσπάθειες για τη διατήρησή τους είναι περιορισμένες, μεταξύ άλλων και λόγω της ελλιπούς γνώσης της γενετικής των πληθυσμών τους. Εδώ, αξιολογούμε τα επίπεδα γενετικής ποικιλότητας και την πληθυσμιακή δομή της Χορεύτριας ακρίδας της Ηπείρου (Chorthippus lacustris), ενός στενοενδημικού είδους που ενδιαιτεί στη Βορειοδυτική Ελλάδα και παρουσιάζει κατακερματισμένη κατανομή. Χρησιμοποιώντας δύο μιτοχονδριακά γονίδια και ενισχυμένους πολυμορφισμούς μήκους θραυσμάτων (AFLPs), εντοπίσαμε μέτρια έως υψηλά επίπεδα γενετικής ποικιλομορφίας των εστιακών πληθυσμών. Η ανάλυση δικτύου απλοτύπων αποκάλυψε την ύπαρξη ιδιωτικών απλοτύπων με χαμηλή γενετική διαφοροποίηση, γεγονός που υποδηλώνει ξαφνική εξάπλωση του είδους στην περιοχή μελέτης με επακόλουθες απομονώσεις σε κατάλληλα ενδιαιτήματα. Παρά τη χαμηλή γενετική διαφοροποίηση μεταξύ των πληθυσμών που μελετήθηκαν, τα δεδομένα μας υποδηλώνουν περαιτέρω μια λεπτή υποδιαίρεση των πληθυσμών και την ύπαρξη τριών γενετικών ομάδων. Εφαρμογές για διατήρηση των εντόμων: Η έρευνά μας είναι η πρώτη που παρέχει πληροφορίες για τη γενετική των πληθυσμών του είδους Ch. lacustris, αναδεικνύοντας τη σημασία της διατήρησης εστιακών πληθυσμών. Το είδος κατοικεί σε περιοχές που υπόκεινται σε μεγάλες αλλαγές στη χρήση γης και στον κατακερματισμό. Υποστηρίζουμε ότι η διατήρηση και η διαχείριση των κατάλληλων ενδιαιτημάτων είναι απαραίτητη για τη βιωσιμότητα των πληθυσμών του είδους.
Κίνητρo: Τα υδρόβια έντομα αποτελούν το 64% της ζωικής ποικιλότητας των γλυκών υδάτων και χρησιμοποιούνται ευρέως ως βιοδείκτες για την αξιολόγηση της υποβάθμισης της ποιότητας των υδάτων και της υγείας των οικοσυστημάτων γλυκών υδάτων, καθώς και για τον έλεγχο οικολογικών υποθέσεων. Παρά τη σημασία τους, λείπει μια ολοκληρωμένη, παγκόσμια βάση δεδομένων για τις εμφανίσεις υδρόβιων εντόμων για τη χαρτογράφηση της βιοποικιλότητας των γλυκών υδάτων σε μακροοικολογικές μελέτες και εφαρμοσμένη έρευνα στα γλυκά ύδατα. Στόχος μας είναι να καλύψουμε αυτό το κενό και να παρουσιάσουμε την Παγκόσμια βάση δεδομένων EPTO, η οποία περιλαμβάνει παγκόσμιες γεωαναφερμένες καταγραφές εμφάνισης υδρόβιων εντόμων για τέσσερις μεγάλες ομάδες ταξινομικών ομάδων: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera και Odonata (EPTO). Κύριος τύπος μεταβλητών που περιέχονται: Συνολικά 8.368.467 εγγραφές, από τις οποίες 8.319.689 (99%) είναι διαθέσιμες στο κοινό. Οι εγγραφές αποδίδονται στην αντίστοιχη λεκάνη απορροής και υπολεκάνη απορροής με βάση το σύνολο δεδομένων Hydrography90m και συνοδεύονται από την τιμή του υψομέτρου, την οικοπεριοχή γλυκού νερού και το καθεστώς προστασίας της θέσης τους. Χωρική θέση και ακρίβεια: Η βάση καλύπτει όλον τον κόσμο. Το 86% των εγγραφών έχει συντεταγμένες με τουλάχιστον τέσσερα δεκαδικά ψηφία (ακρίβεια 11,1 m στον ισημερινό) στο σύστημα αναφοράς του Παγκόσμιου Γεωδαιτικού Συστήματος 1984 (WGS84). Χρονική περίοδος και ακρίβεια: Τα έτη δειγματοληψίας εκτείνονται από το 1951 έως το 2021. Το 99% των εγγραφών έχουν πληροφορίες για το έτος παρατήρησης, το 95% για το έτος και τον μήνα, ενώ το 94% έχει πλήρη ημερομηνία. Στην περίπτωση επτά επιμέρους συνόλων δεδομένων, οι ακριβείς ημερομηνίες μπορούν να ανακτηθούν κατόπιν επικοινωνίας με τους υπευθύνους των δεδομένων. Κυριότερα taxa και επίπεδο μέτρησης: Ephemeroptera, Plecoptera, Trichoptera και Odonata, τυποποιημένα σε ταξινομικό επίπεδο γένους. Παρέχουμε ονόματα ειδών για 7.727.980 (93%) εγγραφές χωρίς περαιτέρω ταξινομική επαλήθευση. Μορφή λογισμικού: Όλη η βάση (csv) μπορεί να μεταφορτωθεί και να απεικονιστεί στη διεύθυνση https://glowabio.org/project/epto_database/. Πενήντα μεμονωμένα σύνολα δεδομένων είναι επίσης διαθέσιμα στη διεύθυνση https://fred.igb-berlin.de, ενώ έξι σύνολα δεδομένων έχουν περιορισμένη πρόσβαση. Για τα τελευταία, μοιραζόμαστε τα μεταδεδομένα και τα στοιχεία επικοινωνίας των συγγραφέων.
Σε μια εποχή αυξανόμενης ανθρώπογενούς πίεσης στο περιβάλλον, η κατανόηση των χωροχρονικών προτύπων της άγριας ζωής σε σχέση με την ανθρώπινη όχληση μπορεί να συμβάλει στις προσπάθειες διατήρησης, ιδίως για τα μεγάλα σαρκοφάγα. Εξετάσαμε την ημερήσια δραστηριότητα και τα χωρικά πρότυπα του λύκου και οκτώ ακόμη συμπατρικών θηλαστικών σε 71 σταθμούς με παγίδες-κάμερες στην Ελλάδα. Ο λύκος είχε τη μεγαλύτερη χρονική αλληλοεπικάλυψη με τον αγριόχοιρο (Δ=0.84) και τα μεσαίου μεγέθους θηλαστικά (Δ>;0.75), μέτρια με την καφέ αρκούδα (Δ=0,70) και τη μικρότερη με το ζαρκάδι (Δ=0.46). Όλα τα άγρια θηλαστικά ήταν κυρίως νυκτόβια και εμφάνισαν χαμηλή χρονική αλληλοεπικάλυψη με την ανθρώπινη όχληση (άνθρωποι, οχήματα, κτηνοτροφικά ζώα και σκύλοι, Δ=0.18-0.36), με εξαίρεση το ζαρκάδι, το οποίο ήταν περισσότερο ημερόβιο (Δ=0.80). Έξι από τα εννέα είδη αύξησαν τη νυχτερινή τους δραστηριότητα σε περιοχές με υψηλή ανθρώπινη όχληση, ιδιαίτερα το ζαρκάδι και ο λύκος. Η καταγραφή του λύκου συσχετίστηκε αρνητικά με ασφαλτοστρωμένους δρόμους, η καταγραφή του ζαρκαδιού συσχετίστηκε αρνητικά με την ανθρώπινη όχληση, ενώ η καταγραφή του αγριόχοιρου συσχετίστηκε αρνητικά με την παρουσία σκύλων. Οι καταγραφές της αρκούδας, του αγριόχοιρου και της αλεπούς αυξήθηκαν όσο μειωνόταν η απόσταση από τους οικισμούς. Η μελέτη μας έχει εφαρμογή στη διατήρηση του λύκου και τη συνύπαρξη ανθρώπου και άγριας ζωής.
Στις 18 Ιανουαρίου 2022, η Eλληνική κυβέρνηση απαγόρευσε την κατασκευή νέου οδικού δικτύου σε έξι ορεινές περιοχές άνευ δρόμων του δικτύου Natura 2000, πυροδοτώντας μια ευρύτερη εθνική πολιτική για την προστασία των περιοχών άνευ δρόμων. Η εξάπλωση των δρόμων είναι βασικός καταλύτης της αλλαγής της χρήσης γης, η οποία αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για τη βιοποικιλότητα παγκοσμίως. Για χρόνια, οι επιστήμονες ζητούσαν να σταματήσει η επέκταση των υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων, για την προστασία της βιοποικιλότητας με μικρή επιτυχία. Η πολιτική της Ελλάδας πρέπει να λειτουργήσει ως πρότυπο για την Ευρωπαϊκή Ένωση.
A first report on the occurrence of Prionotropis willemsorum, an orthopteran Pam-phagidae endemic to Greece is drawn up. The threats that particularly impact thehabitats where this species lives are also assessed. They are mainly linked to al-terations in grazing practices, whether it is the abandonment or the change fromherds of sheep and goats to cattle grazing. New localities were also discoveredduring our spring 2021 and 2022 surveys.
Golden Eagles are resident in Greece and known to feed mainly on tortoises when breed-ing. However, information on alternative prey is scarce, especially during the tortoise brumation, that roughly coincides with the eagles’ non-breeding season. We analyzed 827 prey items collected from 12 territories over five territory years and 84 records of eagles hunting or feeding behavior. Tortoises dominated the breeding season diet (71% of prey categories on average) and over half of all hunting/feeding observations. While no spatial structure was evident, habitat variables such as forest canopy cover were important associates in golden eagle diet seasonally. A significant seasonal pattern emerged in diet diversity, using a subset of six territories with at least 10 samples per season. Eagles shifted from a narrow, reptile-based breeding season diet dominated by tortoises to a broader non-breeding season diet, that included more carrion, mammals and birds. Breeding season specialization on ectothermic prey is a trait usually associated with migratory raptors in the Western Palearctic. The observed dietary diversity expansion accompanied by residency in the absence of ectothermic prey, highlights the adaptability of the golden eagle, a generalist predator. Tortoise populations in Greece are of conservation concern and land use changes as well as climate change, such as development and land abandonment may increase the prevalence of catastrophic megafires, exacerbating the threats to the golden eagle’s main prey when breeding. We discuss this and other diet related conservation implications for the species in northern Greece.
Hunting dog depredation by wolves triggers retaliatory killing, with negative impacts on wildlife conservation. In the wider area of the Dadia-Lefkimi-Soufli Forest National Park, reports on such incidents have increased lately. To investigate this conflict, we interviewed 56 affected hunters, conducted wolf trophic analysis, analyzed trends for 2010–2020, applied MAXENT models for risk-map creation, and GLMs to explore factors related to depredation levels. Losses averaged approximately one dog per decade and hunter showing a positive trend, while livestock depredations showed a negative trend. Wolves preyed mainly on wild prey, with dogs consisting of 5.1% of the winter diet. Low altitude areas, with low to medium livestock availability favoring wolf prey and game species, were the riskiest. Dogs were more vulnerable during hare hunting and attacks more frequent during wolf post-weaning season or in wolf territories with reproduction. Hunter experience and group hunting reduced losses. Wolves avoided larger breeds or older dogs. Making noise or closely keeping dogs reduced attack severity. Protective dog vests, risk maps, and enhancing wolf natural prey availability are further measures to be considered, along with a proper verification system to confirm and effectively separate wolf attacks from wild boar attacks, which were also common.
Τα ιερά δάση στην Ελλάδα είναι συνήθως απομεινάρια ώριμων δασών με μεγάλα δέντρα γύρω από ξωκλήσια, τα οποία προστατεύονται επί αιώνες από την ορθόδοξη θρησκεία. Εξετάσαμε τη συγκριτική οικολογική αξία 20 ιερών δασών με κυρίαρχο είδος τις δρύες, έναντι των διαχειριζόμενων δρυοδασών, όσον αφορά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά και τις κοινότητες των πτηνών (στρουθιόμορφα πουλιά και δρυοκολάπτες). Τα ιερά δάση χαρακτηρίζονται από γέρικα και ώριμα δέντρα συγκριτικά με τα διαχειριζόμενα δρυοδάση, με βάση τη μέση διάμετρο στο ύψος του στήθους (DBH) και το ύψος του δέντρου. Εκτός από το ότι φιλοξενούν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ειδών πουλιών και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, έχουν μεγαλύτερο λειτουργικό πλούτο, μεγαλύτερη φυλογενετική ποικιλότητα και μεγαλύτερη φυλογενετική μεταβλητότητα ως προς την ομάδα των πουλιών. Οι κοινότητες πουλιών στα ιερά άλση ήταν πιο ετερογενείς και τα πτηνά έδειχναν μεγαλύτερα επίπεδα εξειδίκευσης από ό,τι στα διαχειριζόμενα δάση. Τα Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα έδειξαν ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει θετικά όλες τις πτυχές της ποικιλότητας των πτηνών ήταν η μέση στηθιαία διάμετρος DBH, ενώ η αφθονία των νεκρών δέντρων αύξανε την αφθονία των πτηνών. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης των μεγάλων ώριμων δέντρων ως πρακτική δασικής διαχείρισης, για την ενίσχυση της ποικιλότητας των πτηνών και τη μείωση της βιοτικής ομογενοποίησης. Δεδομένου ότι η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα απαιτεί την αυστηρή προστασία όλων των εναπομείναντων πρωτογενών παλαιών δασών στην Ευρώπη έως το 2030, υποστηρίζουμε ότι τα ιερά δάση, παρά το μικρό τους μέγεθος, πληρούν τα κριτήρια ώστε να ενταχθούν στους αυστηρούς στόχους προστασίας και αποκατάστασης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, ως πρωτογενή ώριμα δάση υψηλής αξίας για τη βιοποικιλότητα.
Η αιολική ενέργεια είναι η επικρατέστερη ανανεώσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά έχει επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μέσω της αλλαγής χρήσης γης. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το παράδοξο των αρνητικών επιπτώσεων επί της βιοποικιλότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Προτείνουμε μια νέα αειφορική μέθοδο χωροταξικού σχεδιασμού: οι αιολικές επενδύσεις ιεραρχούνται πρώτα στις πιο κατακερματισμένες ζώνες που βρίσκονται εκτός του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Την παρουσιάζουμε για την Ελλάδα, ένα κέντρο βιοποικιλότητας με ισχυρή κλιματική πολιτική, όπου υπάρχει σύγκρουση για τη χρήση γης για την κάλυψη των αναγκών της διατήρησης της φύσης και της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας. Η ανάλυση δείχνει ότι η προτεινόμενη επενδυτική ζώνη μπορεί να υποστηρίξει εγκαταστημένη ισχύ αιολικής ενέργειας 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό στόχο του 2030, έχοντας μόνο οριακά χαμηλότερη (4%) ταχύτητα ανέμου. Λειτουργεί αποτελεσματικά για τη διατήρηση των οικοτόπων και ειδών των Παραρτημάτων των δυο οδηγιών για τη φύση και αλληλεπικαλύπτεται σημαντικά με τις σημαντικές περιοχές για τα πουλιά (IBA) (93%) και τις περιοχές άνευ δρόμων (80%) της Ελλάδας. Έχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη επίσης (82% -91%) με τις ζώνες αποκλεισμού που προτείνονται σύμφωνα με τρεις χάρτες ευαισθησίας για τη διατήρηση των πτηνών. Δεδομένου ότι η αλλαγή χρήσης γης προκαλεί μείωση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζουμε την ανάγκη τέτοιων προσεγγίσεων για την επίτευξη τόσο των στόχων για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα. Ζητούμε μεγαλύτερη σύγκλιση των περιβαλλοντικών πολιτικών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και για το στόχο μη αύξησης των τεχνητών επιφανειών στην Ευρώπη έως το 2050 (no net land take).
Οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί στόχοι επιβάλλουν την επέκταση του δικτύου των προστατευόμενων περιοχών για να ανασχεθεί η απώλεια βιοποικιλότητας. Το δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει το 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο αυτό το δίκτυο προστατεύει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης, ειδικά σε μια χώρα τόσο πλούσια σε βιοποικιλότητα όπως η Ελλάδα, είναι άγνωστος. Εδώ, επικαλύπτουμε το δίκτυο Natura 2000 της χώρας με το εύρος κατανομής 424 ειδών της Ελλάδας, τα οποία είναι απειλούμενα στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Natura 2000 επικαλύπτει κατά μέσο όρο το 47,6% του χαρτογραφημένου εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναμενόμενη επικάλυψη σε τυχαία επιλεγμένα δίκτυα (21,4%). Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (μη αποκλειστικά υποσύνολα περιοχών Natura 2000) επικαλύπτουν τα εύρη κατανομής κατά 33,4% και 38,1% αντίστοιχα. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό απειλούμενων ειδών, με τις περιοχές Natura 2000 να επικαλύπτουν κατά μέσο όρο 62,3% και 30,6% του εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών αντίστοιχα. Τα εύρη κατανομής των 62 απειλούμενων ειδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα 1 και ΙΙ των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει από το δίκτυο (52,0%) και το 18,0% από αυτά επικαλύπτονται πλήρως. Ωστόσο, τα εύρη κατανομής 27 απειλούμενων ειδών που είναι όλα ενδημικά στην Ελλάδα, δεν επικαλύπτονται καθόλου. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνική πολιτική για την προστασία της βιοποικιλότητας, πέρα ​​από τις σημερινές περιοχές Natura 2000.
Η αλλαγή της χρήσης γης αποτελεί την κορυφαία απειλή για την απώλεια της βιοποικιλότητας και η επέκταση των δρόμων βασικό γενεσιουργό αίτιο αυτής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη κατακερματισμού του τοπίου (LFI), η Ελλάδα είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κατακερματισμού της. Αναπτύξαμε το δείκτη RFI (Roadless Fragmentation Indicator) για την παρακολούθηση του ρυθμού του κατακερματισμού στα πιο φυσικά οικοσυστήματα. Ο δείκτης RFI υπολογίζει το ποσοστό της γης που καλύπτεται από Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), δηλαδή τα τμήματα γης άνω του 1 km2 που απέχουν περισσότερο από 1 km από τον πλησιέστερο δρόμο. Με βάση τον εθνικό χάρτη των ΠΑΔ της Ελλάδας, εντοπίζονται 1115 ΠΑΔ που ταξινομούνται κατά μέγεθος (1-256 km2) και συνολικά καλύπτουν λιγότερο από το 5% της χερσαίας έκτασης της χώρας. Ο δείκτης RFI αντανακλά την φυσικότητα των οικοσυστημάτων, είναι σημαντικά υψηλότερος στο δίκτυο Natura 2000 και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε λιγότερο κατακερματισμένες ζώνες. Έξι βουνά (0,51% της ελληνικής γης) έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς δρόμους (ΠΑΔ > 50 km2) και θα πρέπει να προστατευτούν αναλόγως. Ζητούμε μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης των δρόμων με μια νέα νομοθεσία (European Roadless Rule) που θα προστατεύει θεσμικά τουλάχιστον το 2% του ευρωπαϊκού εδάφους ως ζώνες άνευ δρόμων. Ζητούμε επίσης να μην υπάρξει περαιτέρω αδικαιολόγητη επέκταση των δρόμων στα πιο φυσικά και λιγότερο κατακερματισμένα οικοσυστήματα, ως μέτρο που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής της Ευρώπης και ιδίως στον χωροταξικό σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων. Παρουσιάζουμε έναν οδηγό πέντε βημάτων για την εφαρμογή της ως άνω πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ως μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μείωσης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα ερευνητικά αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στην πολιτική ηγεσία, στους αναδόχους των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura, καθώς και σε διεθνή φόρα και στο ευρωκοινοβούλιο για την προώθηση συναφούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη συνδιάσκεψη κορυφής COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά».
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί επίσης και απειλή για τη διατήρηση των πληθυσμών των πτηνών, λόγω της σύγκρουσής τους με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όταν ο στρατηγικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων είναι ακατάλληλος και σωρευτικός. Αυτός ο ακατάλληλος χωρικός σχεδιασμός συμβαίνει συχνά. Πολλά αιολικά πάρκα έχουν σχεδιαστεί σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην εργασία αυτή συνδυάσαμε τη χρήση μοντέλων χρήσης χώρου με ένα μοντέλο κινδύνου σύγκρουσης (CRM-Collision Risk Model) για να προβλέψουμε την αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων του Μαυρόγυπα τόσο για τα λειτουργούντα αιολικά πάρκα όσο και για αυτά που προτείνονται να λειτουργήσουν στο μέλλον. Εξετάσαμε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά αποφυγής των ανεμογεννητριών από το Μαυρόγυπα στο CRM. Η αθροιστική θνησιμότητα από τις συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες αναμένεται να είναι οκτώ έως δέκα φορές μεγαλύτερη στο μέλλον (προτεινόμενα και λειτουργούντα αιολικά πάρκα) από ό, τι σήμερα (λειτουργούντα αιολικά πάρκα), η οποία ισοδυναμεί με το 44% του τρέχοντος πληθυσμού (103 άτομα), εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις (2744 MW). Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο όπου οι εγκεκριμένες προτάσεις δεν θα υπερβούν τον εθνικό στόχο για την αξιοποίηση του ανέμου στην περιοχή μελέτης (960 MW), η αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων εξακολουθεί να είναι υψηλή (17% του τρέχοντος πληθυσμού) και πιθανόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση του πληθυσμού του Μαυρόγυπα. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από το 92% των αναμενόμενων θανάτων θα λαμβάνει χώρα στην κεντρική περιοχή ενδημίας του πληθυσμού (core area). Αυτό δείχνει πως ο σημερινός χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων ως προς την εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή και πως η Πολιτεία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην προστασία σημαντικών ειδών. Με βάση το χάρτη ευαισθησίας του είδους, προτείνουμε μια σαφή χωρική λύση, η οποία μπορεί να επιτύχει τον εθνικό στόχο της αξιοποίησης του ανέμου στην περιοχή και ταυτόχρονα να έχει ελάχιστο κόστος για τον Μαυρόγυπα (<1% απώλεια πληθυσμού), υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα του πληθυσμού (5,2%) που προκαλείται από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην κεντρική περιοχή ενδημίας του, θα εξαλειφόταν πλήρως. Θεωρώντας οποιοδήποτε άλλο σενάριο, ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα φαίνεται πως διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης. Η προσέγγισή μας «win-win» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου τα αιολικά πάρκα θέτουν σε κίνδυνο σωρευτικά πληθυσμούς άλλων ειδών της άγριας πανίδας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Το έργο PREDICTS - Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems (www.predicts.org.uk)- χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες δημοσιευμένες μελέτες για να δημιουργήσει μια μεγάλη και αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων βιοποικιλότητας από πολλές περιοχές του κόσμου, όπου οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από τη χρήση γης είναι διαφορετικές ως προς τον τύπο και την έντασή τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτήν τη βάση δεδομένων για να αναπτύξουμε τόσο παγκόσμια όσο και περιφερειακά στατιστικά μοντέλα για να διερευνήσουμε την απόκριση της τοπικής βιοποικιλότητας στην αλλαγή χρήση γης. Στην εργασία περιγράφουμε και διαθέτουμε ελεύθερα την έκδοση της βάση δεδομένων του 2016, η οποία περιέχει περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια εγγραφές για πάνω από 47.000 είδη σε περισσότερες από 26.000 τοποθεσίες. Περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο η βάση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων στην οικολογία και τη βιολογία διατήρησης. Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο γεωγραφικά και ταξινομικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων χωρικών συγκρίσεων της βιοποικιλότητας που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Είναι μια βάση χρήσιμη για τους ερευνητές που ενισχύει τις διεθνείς προσπάθειες για τη μοντελοποίηση και την κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής παγκοσμίως και σε μία βάση δεδομένων. (α) FAO- Food and Agricultural organization of the United Nations – The State of the World Forests 2020 (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. ORCID annual report 2016