Ερευνητικά αποτελέσματα

Δημοσιεύσεις

Index

2021

Τα ιερά δάση στην Ελλάδα είναι συνήθως απομεινάρια ώριμων δασών με μεγάλα δέντρα γύρω από ξωκλήσια, τα οποία προστατεύονται επί αιώνες από την ορθόδοξη θρησκεία. Εξετάσαμε τη συγκριτική οικολογική αξία 20 ιερών δασών με κυρίαρχο είδος τις δρύες, έναντι των διαχειριζόμενων δρυοδασών, όσον αφορά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά και τις κοινότητες των πτηνών (στρουθιόμορφα πουλιά και δρυοκολάπτες). Τα ιερά δάση χαρακτηρίζονται από γέρικα και ώριμα δέντρα συγκριτικά με τα διαχειριζόμενα δρυοδάση, με βάση τη μέση διάμετρο στο ύψος του στήθους (DBH) και το ύψος του δέντρου. Εκτός από το ότι φιλοξενούν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ειδών πουλιών και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, έχουν μεγαλύτερο λειτουργικό πλούτο, μεγαλύτερη φυλογενετική ποικιλότητα και μεγαλύτερη φυλογενετική μεταβλητότητα ως προς την ομάδα των πουλιών. Οι κοινότητες πουλιών στα ιερά άλση ήταν πιο ετερογενείς και τα πτηνά έδειχναν μεγαλύτερα επίπεδα εξειδίκευσης από ό,τι στα διαχειριζόμενα δάση. Τα Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα έδειξαν ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει θετικά όλες τις πτυχές της ποικιλότητας των πτηνών ήταν η μέση στηθιαία διάμετρος DBH, ενώ η αφθονία των νεκρών δέντρων αύξανε την αφθονία των πτηνών. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης των μεγάλων ώριμων δέντρων ως πρακτική δασικής διαχείρισης, για την ενίσχυση της ποικιλότητας των πτηνών και τη μείωση της βιοτικής ομογενοποίησης. Δεδομένου ότι η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα απαιτεί την αυστηρή προστασία όλων των εναπομείναντων πρωτογενών παλαιών δασών στην Ευρώπη έως το 2030, υποστηρίζουμε ότι τα ιερά δάση, παρά το μικρό τους μέγεθος, πληρούν τα κριτήρια ώστε να ενταχθούν στους αυστηρούς στόχους προστασίας και αποκατάστασης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, ως πρωτογενή ώριμα δάση υψηλής αξίας για τη βιοποικιλότητα.
Τα ιερά δάση στην Ελλάδα είναι συνήθως απομεινάρια ώριμων δασών με μεγάλα δέντρα γύρω από ξωκλήσια, τα οποία προστατεύονται επί αιώνες από την ορθόδοξη θρησκεία. Εξετάσαμε τη συγκριτική οικολογική αξία 20 ιερών δασών με κυρίαρχο είδος τις δρύες, έναντι των διαχειριζόμενων δρυοδασών, όσον αφορά τα περιβαλλοντικά τους χαρακτηριστικά και τις κοινότητες των πτηνών (στρουθιόμορφα πουλιά και δρυοκολάπτες). Τα ιερά δάση χαρακτηρίζονται από γέρικα και ώριμα δέντρα συγκριτικά με τα διαχειριζόμενα δρυοδάση, με βάση τη μέση διάμετρο στο ύψος του στήθους (DBH) και το ύψος του δέντρου. Εκτός από το ότι φιλοξενούν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερο αριθμό ειδών πουλιών και σε μεγαλύτερους πληθυσμούς, έχουν μεγαλύτερο λειτουργικό πλούτο, μεγαλύτερη φυλογενετική ποικιλότητα και μεγαλύτερη φυλογενετική μεταβλητότητα ως προς την ομάδα των πουλιών. Οι κοινότητες πουλιών στα ιερά άλση ήταν πιο ετερογενείς και τα πτηνά έδειχναν μεγαλύτερα επίπεδα εξειδίκευσης από ό,τι στα διαχειριζόμενα δάση. Τα Γενικευμένα Γραμμικά Μοντέλα έδειξαν ότι ο κύριος παράγοντας που επηρεάζει θετικά όλες τις πτυχές της ποικιλότητας των πτηνών ήταν η μέση στηθιαία διάμετρος DBH, ενώ η αφθονία των νεκρών δέντρων αύξανε την αφθονία των πτηνών. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη σημασία της διατήρησης των μεγάλων ώριμων δέντρων ως πρακτική δασικής διαχείρισης, για την ενίσχυση της ποικιλότητας των πτηνών και τη μείωση της βιοτικής ομογενοποίησης. Δεδομένου ότι η νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για τη βιοποικιλότητα απαιτεί την αυστηρή προστασία όλων των εναπομείναντων πρωτογενών παλαιών δασών στην Ευρώπη έως το 2030, υποστηρίζουμε ότι τα ιερά δάση, παρά το μικρό τους μέγεθος, πληρούν τα κριτήρια ώστε να ενταχθούν στους αυστηρούς στόχους προστασίας και αποκατάστασης της Ευρωπαϊκής στρατηγικής για τη βιοποικιλότητα, ως πρωτογενή ώριμα δάση υψηλής αξίας για τη βιοποικιλότητα.
Η αιολική ενέργεια είναι η επικρατέστερη ανανεώσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά έχει επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μέσω της αλλαγής χρήσης γης. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το παράδοξο των αρνητικών επιπτώσεων επί της βιοποικιλότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Προτείνουμε μια νέα αειφορική μέθοδο χωροταξικού σχεδιασμού: οι αιολικές επενδύσεις ιεραρχούνται πρώτα στις πιο κατακερματισμένες ζώνες που βρίσκονται εκτός του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Την παρουσιάζουμε για την Ελλάδα, ένα κέντρο βιοποικιλότητας με ισχυρή κλιματική πολιτική, όπου υπάρχει σύγκρουση για τη χρήση γης για την κάλυψη των αναγκών της διατήρησης της φύσης και της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας. Η ανάλυση δείχνει ότι η προτεινόμενη επενδυτική ζώνη μπορεί να υποστηρίξει εγκαταστημένη ισχύ αιολικής ενέργειας 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό στόχο του 2030, έχοντας μόνο οριακά χαμηλότερη (4%) ταχύτητα ανέμου. Λειτουργεί αποτελεσματικά για τη διατήρηση των οικοτόπων και ειδών των Παραρτημάτων των δυο οδηγιών για τη φύση και αλληλεπικαλύπτεται σημαντικά με τις σημαντικές περιοχές για τα πουλιά (IBA) (93%) και τις περιοχές άνευ δρόμων (80%) της Ελλάδας. Έχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη επίσης (82% -91%) με τις ζώνες αποκλεισμού που προτείνονται σύμφωνα με τρεις χάρτες ευαισθησίας για τη διατήρηση των πτηνών. Δεδομένου ότι η αλλαγή χρήσης γης προκαλεί μείωση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζουμε την ανάγκη τέτοιων προσεγγίσεων για την επίτευξη τόσο των στόχων για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα. Ζητούμε μεγαλύτερη σύγκλιση των περιβαλλοντικών πολιτικών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και για το στόχο μη αύξησης των τεχνητών επιφανειών στην Ευρώπη έως το 2050 (no net land take).
Η αιολική ενέργεια είναι η επικρατέστερη ανανεώσιμη τεχνολογία για την επίτευξη των κλιματικών στόχων, αλλά έχει επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα μέσω της αλλαγής χρήσης γης. Επομένως, αντιμετωπίζουμε το παράδοξο των αρνητικών επιπτώσεων επί της βιοποικιλότητας για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Προτείνουμε μια νέα αειφορική μέθοδο χωροταξικού σχεδιασμού: οι αιολικές επενδύσεις ιεραρχούνται πρώτα στις πιο κατακερματισμένες ζώνες που βρίσκονται εκτός του δικτύου προστατευόμενων περιοχών Natura 2000. Την παρουσιάζουμε για την Ελλάδα, ένα κέντρο βιοποικιλότητας με ισχυρή κλιματική πολιτική, όπου υπάρχει σύγκρουση για τη χρήση γης για την κάλυψη των αναγκών της διατήρησης της φύσης και της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας. Η ανάλυση δείχνει ότι η προτεινόμενη επενδυτική ζώνη μπορεί να υποστηρίξει εγκαταστημένη ισχύ αιολικής ενέργειας 1,5 φορές μεγαλύτερη από τον εθνικό στόχο του 2030, έχοντας μόνο οριακά χαμηλότερη (4%) ταχύτητα ανέμου. Λειτουργεί αποτελεσματικά για τη διατήρηση των οικοτόπων και ειδών των Παραρτημάτων των δυο οδηγιών για τη φύση και αλληλεπικαλύπτεται σημαντικά με τις σημαντικές περιοχές για τα πουλιά (IBA) (93%) και τις περιοχές άνευ δρόμων (80%) της Ελλάδας. Έχει μεγάλη αλληλοεπικάλυψη επίσης (82% -91%) με τις ζώνες αποκλεισμού που προτείνονται σύμφωνα με τρεις χάρτες ευαισθησίας για τη διατήρηση των πτηνών. Δεδομένου ότι η αλλαγή χρήσης γης προκαλεί μείωση της βιοποικιλότητας, υπογραμμίζουμε την ανάγκη τέτοιων προσεγγίσεων για την επίτευξη τόσο των στόχων για το κλίμα όσο και για τη βιοποικιλότητα. Ζητούμε μεγαλύτερη σύγκλιση των περιβαλλοντικών πολιτικών για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και για το στόχο μη αύξησης των τεχνητών επιφανειών στην Ευρώπη έως το 2050 (no net land take).
Οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί στόχοι επιβάλλουν την επέκταση του δικτύου των προστατευόμενων περιοχών για να ανασχεθεί η απώλεια βιοποικιλότητας. Το δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει το 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο αυτό το δίκτυο προστατεύει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης, ειδικά σε μια χώρα τόσο πλούσια σε βιοποικιλότητα όπως η Ελλάδα, είναι άγνωστος. Εδώ, επικαλύπτουμε το δίκτυο Natura 2000 της χώρας με το εύρος κατανομής 424 ειδών της Ελλάδας, τα οποία είναι απειλούμενα στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Natura 2000 επικαλύπτει κατά μέσο όρο το 47,6% του χαρτογραφημένου εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναμενόμενη επικάλυψη σε τυχαία επιλεγμένα δίκτυα (21,4%). Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (μη αποκλειστικά υποσύνολα περιοχών Natura 2000) επικαλύπτουν τα εύρη κατανομής κατά 33,4% και 38,1% αντίστοιχα. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό απειλούμενων ειδών, με τις περιοχές Natura 2000 να επικαλύπτουν κατά μέσο όρο 62,3% και 30,6% του εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών αντίστοιχα. Τα εύρη κατανομής των 62 απειλούμενων ειδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα 1 και ΙΙ των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει από το δίκτυο (52,0%) και το 18,0% από αυτά επικαλύπτονται πλήρως. Ωστόσο, τα εύρη κατανομής 27 απειλούμενων ειδών που είναι όλα ενδημικά στην Ελλάδα, δεν επικαλύπτονται καθόλου. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνική πολιτική για την προστασία της βιοποικιλότητας, πέρα ​​από τις σημερινές περιοχές Natura 2000.
Οι παγκόσμιοι περιβαλλοντικοί στόχοι επιβάλλουν την επέκταση του δικτύου των προστατευόμενων περιοχών για να ανασχεθεί η απώλεια βιοποικιλότητας. Το δίκτυο Natura 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλύπτει το 27,3% της χερσαίας έκτασης της Ελλάδας, ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη. Ωστόσο, ο βαθμός στον οποίο αυτό το δίκτυο προστατεύει τη βιοποικιλότητα της Ευρώπης, ειδικά σε μια χώρα τόσο πλούσια σε βιοποικιλότητα όπως η Ελλάδα, είναι άγνωστος. Εδώ, επικαλύπτουμε το δίκτυο Natura 2000 της χώρας με το εύρος κατανομής 424 ειδών της Ελλάδας, τα οποία είναι απειλούμενα στην Κόκκινη Λίστα της IUCN. Το Natura 2000 επικαλύπτει κατά μέσο όρο το 47,6% του χαρτογραφημένου εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αναμενόμενη επικάλυψη σε τυχαία επιλεγμένα δίκτυα (21,4%). Οι Ζώνες Ειδικής Προστασίας και οι Ειδικές Ζώνες Διατήρησης (μη αποκλειστικά υποσύνολα περιοχών Natura 2000) επικαλύπτουν τα εύρη κατανομής κατά 33,4% και 38,1% αντίστοιχα. Η Κρήτη και η Πελοπόννησος είναι οι δύο περιοχές με το υψηλότερο ποσοστό απειλούμενων ειδών, με τις περιοχές Natura 2000 να επικαλύπτουν κατά μέσο όρο 62,3% και 30,6% του εύρους κατανομής των απειλούμενων ειδών αντίστοιχα. Τα εύρη κατανομής των 62 απειλούμενων ειδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα 1 και ΙΙ των οδηγιών για τα πτηνά και τους οικοτόπους επικαλύπτονται τουλάχιστον εν μέρει από το δίκτυο (52,0%) και το 18,0% από αυτά επικαλύπτονται πλήρως. Ωστόσο, τα εύρη κατανομής 27 απειλούμενων ειδών που είναι όλα ενδημικά στην Ελλάδα, δεν επικαλύπτονται καθόλου. Αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αξιοποιηθούν από τις εθνική πολιτική για την προστασία της βιοποικιλότητας, πέρα ​​από τις σημερινές περιοχές Natura 2000.

2020

Η αλλαγή της χρήσης γης αποτελεί την κορυφαία απειλή για την απώλεια της βιοποικιλότητας και η επέκταση των δρόμων βασικό γενεσιουργό αίτιο αυτής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη κατακερματισμού του τοπίου (LFI), η Ελλάδα είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κατακερματισμού της. Αναπτύξαμε το δείκτη RFI (Roadless Fragmentation Indicator) για την παρακολούθηση του ρυθμού του κατακερματισμού στα πιο φυσικά οικοσυστήματα. Ο δείκτης RFI υπολογίζει το ποσοστό της γης που καλύπτεται από Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), δηλαδή τα τμήματα γης άνω του 1 km2 που απέχουν περισσότερο από 1 km από τον πλησιέστερο δρόμο. Με βάση τον εθνικό χάρτη των ΠΑΔ της Ελλάδας, εντοπίζονται 1115 ΠΑΔ που ταξινομούνται κατά μέγεθος (1-256 km2) και συνολικά καλύπτουν λιγότερο από το 5% της χερσαίας έκτασης της χώρας. Ο δείκτης RFI αντανακλά την φυσικότητα των οικοσυστημάτων, είναι σημαντικά υψηλότερος στο δίκτυο Natura 2000 και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε λιγότερο κατακερματισμένες ζώνες. Έξι βουνά (0,51% της ελληνικής γης) έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς δρόμους (ΠΑΔ > 50 km2) και θα πρέπει να προστατευτούν αναλόγως. Ζητούμε μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης των δρόμων με μια νέα νομοθεσία (European Roadless Rule) που θα προστατεύει θεσμικά τουλάχιστον το 2% του ευρωπαϊκού εδάφους ως ζώνες άνευ δρόμων. Ζητούμε επίσης να μην υπάρξει περαιτέρω αδικαιολόγητη επέκταση των δρόμων στα πιο φυσικά και λιγότερο κατακερματισμένα οικοσυστήματα, ως μέτρο που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής της Ευρώπης και ιδίως στον χωροταξικό σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων. Παρουσιάζουμε έναν οδηγό πέντε βημάτων για την εφαρμογή της ως άνω πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ως μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μείωσης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα ερευνητικά αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στην πολιτική ηγεσία, στους αναδόχους των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura, καθώς και σε διεθνή φόρα και στο ευρωκοινοβούλιο για την προώθηση συναφούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη συνδιάσκεψη κορυφής COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά».
Η αλλαγή της χρήσης γης αποτελεί την κορυφαία απειλή για την απώλεια της βιοποικιλότητας και η επέκταση των δρόμων βασικό γενεσιουργό αίτιο αυτής παγκοσμίως. Σύμφωνα με τον πρόσφατο δείκτη κατακερματισμού του τοπίου (LFI), η Ελλάδα είναι λιγότερο κατακερματισμένη από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης του κατακερματισμού της. Αναπτύξαμε το δείκτη RFI (Roadless Fragmentation Indicator) για την παρακολούθηση του ρυθμού του κατακερματισμού στα πιο φυσικά οικοσυστήματα. Ο δείκτης RFI υπολογίζει το ποσοστό της γης που καλύπτεται από Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), δηλαδή τα τμήματα γης άνω του 1 km2 που απέχουν περισσότερο από 1 km από τον πλησιέστερο δρόμο. Με βάση τον εθνικό χάρτη των ΠΑΔ της Ελλάδας, εντοπίζονται 1115 ΠΑΔ που ταξινομούνται κατά μέγεθος (1-256 km2) και συνολικά καλύπτουν λιγότερο από το 5% της χερσαίας έκτασης της χώρας. Ο δείκτης RFI αντανακλά την φυσικότητα των οικοσυστημάτων, είναι σημαντικά υψηλότερος στο δίκτυο Natura 2000 και παρουσιάζει μεγαλύτερη ευαισθησία σε λιγότερο κατακερματισμένες ζώνες. Έξι βουνά (0,51% της ελληνικής γης) έχουν παραμείνει σε μεγάλο βαθμό χωρίς δρόμους (ΠΑΔ > 50 km2) και θα πρέπει να προστατευτούν αναλόγως. Ζητούμε μια ξεκάθαρη πολιτική μείωσης των δρόμων με μια νέα νομοθεσία (European Roadless Rule) που θα προστατεύει θεσμικά τουλάχιστον το 2% του ευρωπαϊκού εδάφους ως ζώνες άνευ δρόμων. Ζητούμε επίσης να μην υπάρξει περαιτέρω αδικαιολόγητη επέκταση των δρόμων στα πιο φυσικά και λιγότερο κατακερματισμένα οικοσυστήματα, ως μέτρο που θα πρέπει να ενσωματωθεί σε όλους τους τομείς της πολιτικής της Ευρώπης και ιδίως στον χωροταξικό σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων. Παρουσιάζουμε έναν οδηγό πέντε βημάτων για την εφαρμογή της ως άνω πολιτικής στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, ως μέτρο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της μείωσης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα ερευνητικά αποτελέσματα κοινοποιήθηκαν στην πολιτική ηγεσία, στους αναδόχους των Ειδικών Περιβαλλοντικών Μελετών για τις περιοχές Natura, καθώς και σε διεθνή φόρα και στο ευρωκοινοβούλιο για την προώθηση συναφούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Ο κοινωνικός αντίκτυπος του έργου ήταν μεγάλος, και τα αποτελέσματα του ROADLESS συζητήθηκαν σε επίκαιρες ερωτήσεις στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Ο Πρωθυπουργός ανακοίνωσε στη συνδιάσκεψη κορυφής COP26 (Νοέμβριος 2021) την πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει τις τελευταίες μεγάλες άγριες περιοχές στην Ελλάδα με την ονομασία «απάτητα βουνά».
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.

2019

Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.

2018

Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.

2017

Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.