Δημοσιεύσεις

VASSILIKI KATI

Δημοσιεύσεις

2020
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της καταγραφής του ορχιδεολογικού πλούτου στην προστατευόμενη περιοχή του δάσους της Δαδιάς. Πραγματοποιήθηκαν 144 δειγματοληψίες, οι οποίες κάλυψαν 36 δειγματοληπτικές επιφάνειες (5-20ha) κατά τα έτη 1998 και 1999. Καταγράφηκαν συνολικά 25 διαφορετικά είδη ορχιδέων, εκ των οποίων 22 είδη καταγράφηκαν για πρώτη φορά στο νομό Έβρου. Η εργασία αναλύει τις οικολογικές προτιμήσεις, την περίοδο ανθοφορίας, και το βαθμό τρωτότητας κάθε είδους. Βασικό συμπέρασμα της παρούσας έρευνας είναι πως τα υγρά μεσόφιλα λιβάδια και τα ημι-ανοιχτά μωσαϊκά ενδιαιτήματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα για την προστασία των ορχιδεών στην περιοχή μελέτης. Η έρευνα καταλήγει σε συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα για τη διατήρηση του ορχιδεολογικού πλούτου του Εθνικού Πάρκου της Δαδιάς, συμπεριλαμβάνοντας τη διατήρηση ανοιχτής δομής δάσους και δασικών ξέφωτων, την προστασία της περιφερειακής ζώνης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς, την εφαρμογή ενός ελεγχόμενου συστήματος ήπιας και περιοδικής βόσκησης, καθώς και τον έλεγχο της τουριστικής ανάπτυξης.
Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της καταγραφής του ορχιδεολογικού πλούτου στην προστατευόμενη περιοχή του δάσους της Δαδιάς. Πραγματοποιήθηκαν 144 δειγματοληψίες, οι οποίες κάλυψαν 36 δειγματοληπτικές επιφάνειες (5-20ha) κατά τα έτη 1998 και 1999. Καταγράφηκαν συνολικά 25 διαφορετικά είδη ορχιδέων, εκ των οποίων 22 είδη καταγράφηκαν για πρώτη φορά στο νομό Έβρου. Η εργασία αναλύει τις οικολογικές προτιμήσεις, την περίοδο ανθοφορίας, και το βαθμό τρωτότητας κάθε είδους. Βασικό συμπέρασμα της παρούσας έρευνας είναι πως τα υγρά μεσόφιλα λιβάδια και τα ημι-ανοιχτά μωσαϊκά ενδιαιτήματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα για την προστασία των ορχιδεών στην περιοχή μελέτης. Η έρευνα καταλήγει σε συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα για τη διατήρηση του ορχιδεολογικού πλούτου του Εθνικού Πάρκου της Δαδιάς, συμπεριλαμβάνοντας τη διατήρηση ανοιχτής δομής δάσους και δασικών ξέφωτων, την προστασία της περιφερειακής ζώνης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς, την εφαρμογή ενός ελεγχόμενου συστήματος ήπιας και περιοδικής βόσκησης, καθώς και τον έλεγχο της τουριστικής ανάπτυξης.
Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της καταγραφής της ποικιλότητας των Ορθοπτέρων στην ευρύτερη περιοχή της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς. Καταγράφηκαν 53 είδη Ορθοπτέρων και παρουσιάζεται η βιογεωγραφική τους εξάπλωση. Βρέθηκε πως το άπτερο είδος Paranocarodes chopardi το οποίο θεωρούταν έως σήμερα ενδημικό της Βουλγαρίας απαντάται και στην Ελλάδα και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά στη φυλλοστρωμνή των δρυοδασών. Στο άρθρο παρουσιάζονται τα ταξινομικά χαρακτηριστικά του είδους και ο χάρτης κατανομής του.
Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της καταγραφής της ποικιλότητας των Ορθοπτέρων στην ευρύτερη περιοχή της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς. Καταγράφηκαν 53 είδη Ορθοπτέρων και παρουσιάζεται η βιογεωγραφική τους εξάπλωση. Βρέθηκε πως το άπτερο είδος Paranocarodes chopardi το οποίο θεωρούταν έως σήμερα ενδημικό της Βουλγαρίας απαντάται και στην Ελλάδα και μάλιστα σχεδόν αποκλειστικά στη φυλλοστρωμνή των δρυοδασών. Στο άρθρο παρουσιάζονται τα ταξινομικά χαρακτηριστικά του είδους και ο χάρτης κατανομής του.
Στο παρόν άρθρο διερευνήθηκαν τα πρότυπα κατανομής των Ορθοπτέρων και η οικολογική δομή της βιοκοινότητάς τους ώστε να προταθούν συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα. Τα πιο σημαντικά ενδιαιτήματα για τα Ορθόπτερα ήταν τα ανοιχτά θερμόφιλα δρυοδάση με θαμνώδη ή υγρό ποώδη υπο-όροφο. Ο βαθμός της σκίασης, η διαβάθμιση υγρασίας και η κάλυψη των θάμνων είναι οι τρεις περιβαλλοντικές παράμετροι που επηρεάζουν τη σύνθεση και τη δομή της βιοκοινότητας των Ορθοπτέρων (DistPCoA). Συνολικά διαχωρίστηκαν 5 βασικά ενδιαιτήματα (k-means procedure) ανοιχτών περιοχών (<60% σκίαση), και αναδείχθηκαν τα τυπικά είδη - δείκτες αυτών (IndVal). Το ιδανικό οικολογικό δίκτυο για τη διατήρηση των Ορθοπτέρων περιλαμβάνει έξι δειγματοληπτικές τοποθεσίες, με βάση τη μέθοδο της συμπληρωματικότητας. Η περιφερειακή ζώνη της προστατευόμενης περιοχής αποδεικνύεται πως είναι πιο σημαντική για τη διατήρηση των Ορθοπτέρων από τους πυρήνες προστασίας, οι οποίοι επιλέχθηκαν κυρίως για την προστασία του μαυρόγυπα. Προτείνουμε τη διατήρηση των δασικών ανοιγμάτων στην περιφερειακή ζώνη, τη διατήρηση της ετερογένειας του δάσους, την ενίσχυση της περιοδικής βόσκησης και τη χρήση 9 τυπικών ειδών δεικτών και του ενδημικού P. chopardi ως είδη προς ένταξη στο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026.
Στο παρόν άρθρο διερευνήθηκαν τα πρότυπα κατανομής των Ορθοπτέρων και η οικολογική δομή της βιοκοινότητάς τους ώστε να προταθούν συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα. Τα πιο σημαντικά ενδιαιτήματα για τα Ορθόπτερα ήταν τα ανοιχτά θερμόφιλα δρυοδάση με θαμνώδη ή υγρό ποώδη υπο-όροφο. Ο βαθμός της σκίασης, η διαβάθμιση υγρασίας και η κάλυψη των θάμνων είναι οι τρεις περιβαλλοντικές παράμετροι που επηρεάζουν τη σύνθεση και τη δομή της βιοκοινότητας των Ορθοπτέρων (DistPCoA). Συνολικά διαχωρίστηκαν 5 βασικά ενδιαιτήματα (k-means procedure) ανοιχτών περιοχών (<60% σκίαση), και αναδείχθηκαν τα τυπικά είδη - δείκτες αυτών (IndVal). Το ιδανικό οικολογικό δίκτυο για τη διατήρηση των Ορθοπτέρων περιλαμβάνει έξι δειγματοληπτικές τοποθεσίες, με βάση τη μέθοδο της συμπληρωματικότητας. Η περιφερειακή ζώνη της προστατευόμενης περιοχής αποδεικνύεται πως είναι πιο σημαντική για τη διατήρηση των Ορθοπτέρων από τους πυρήνες προστασίας, οι οποίοι επιλέχθηκαν κυρίως για την προστασία του μαυρόγυπα. Προτείνουμε τη διατήρηση των δασικών ανοιγμάτων στην περιφερειακή ζώνη, τη διατήρηση της ετερογένειας του δάσους, την ενίσχυση της περιοδικής βόσκησης και τη χρήση 9 τυπικών ειδών δεικτών και του ενδημικού P. chopardi ως είδη προς ένταξη στο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026.
We examined six groups of taxa—woody plants, aquatic and terrestrial herpetofauna, small Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η αξία έξι ταξινομικών ομάδων - ξυλώδη φυτά, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά, ορχιδέες και ορθόπτερα - ως δείκτες βιοποικιλότητας για τις υπόλοιπες ομάδες, στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (43.000 ha). Καταγράφηκαν συνολικά 55 είδη ξυλωδών φυτών, 10 είδη αμφιβίων, 10 είδη ερπετών, 82 είδη πουλιών, 25 είδη ορχιδεών και 44 είδη ορθοπτέρων. Διερευνήσαμε την αξία ως δείκτη της κάθε ομάδας ως προς τις υπόλοιπες με δυο τρόπους: (α) Συγκρίναμε το βαθμό που ταυτίζονται τα πρότυπα ποικιλότητας με αυτά των άλλων ομάδων (συντελεστής Pearson). (β) Χαράξαμε ιδανικό συμπληρωματικό δίκτυο των ενδιαιτημάτων για κάθε ομάδα με τη βοήθεια αλγορίθμου (20.000 τυχαίοι ανασυνδυασμοί - S.A.S.) και συγκρίναμε την αποτελεσματικότητά του να προστατεύσει τα είδη των άλλων ομάδων και τη βιοποικιλότητα συνολικά. Οι δύο τεχνικές διέφεραν αρκετά στα αποτελέσματά τους, αλλά και οι δυο έδειξαν ότι τα ξυλώδη φυτά είναι ο καλύτερος δείκτης βιοποικιλότητας, ακολουθούμενος από τα πουλιά. Υπήρχε γενικά μικρή ταύτιση των προτύπων ποικιλότητας μεταξύ διαφορετικών ομάδων. Στατιστικά σημαντικές σχέσεις βρέθηκαν μεταξύ των ξυλωδών φυτών και των πουλιών, των ορθοπτέρων και των ερπετών, των πουλιών και των αμφιβίων. Κανένα από τα συμπληρωματικά δίκτυα των ομάδων που μελετήσαμε δεν προστάτευε όλα τα είδη των άλλων ομάδων. Ωστόσο, βρήκαμε πως το συμπληρωματικό δίκτυο των ξυλωδών φυτών προστάτευε επαρκώς όλες τις άλλες ομάδες εκτός των ορχιδέων. Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν τη σημασία της ενσωμάτωσης της αρχής της συμπληρωματικότητας στις μεθοδολογίες εκτίμησης των βιολογικών δεικτών. Επιπλέον, προτείνουμε τα ξυλώδη φυτά και έπειτα τα πουλιά ως καλούς δείκτες βιοποικιλότητας στη Μεσογειακή ζώνη. Η παρούσα εργασία εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε κείμενο πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Use of National Forest Inventories to downscale European forest diversity spatial information in five test areas, covering different geo-physical and geo-botanical conditions. EC, JRC, Institute for Environment & Sustainability (2010).
We examined six groups of taxa—woody plants, aquatic and terrestrial herpetofauna, small Στην παρούσα εργασία διερευνήθηκε η αξία έξι ταξινομικών ομάδων - ξυλώδη φυτά, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά, ορχιδέες και ορθόπτερα - ως δείκτες βιοποικιλότητας για τις υπόλοιπες ομάδες, στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (43.000 ha). Καταγράφηκαν συνολικά 55 είδη ξυλωδών φυτών, 10 είδη αμφιβίων, 10 είδη ερπετών, 82 είδη πουλιών, 25 είδη ορχιδεών και 44 είδη ορθοπτέρων. Διερευνήσαμε την αξία ως δείκτη της κάθε ομάδας ως προς τις υπόλοιπες με δυο τρόπους: (α) Συγκρίναμε το βαθμό που ταυτίζονται τα πρότυπα ποικιλότητας με αυτά των άλλων ομάδων (συντελεστής Pearson). (β) Χαράξαμε ιδανικό συμπληρωματικό δίκτυο των ενδιαιτημάτων για κάθε ομάδα με τη βοήθεια αλγορίθμου (20.000 τυχαίοι ανασυνδυασμοί - S.A.S.) και συγκρίναμε την αποτελεσματικότητά του να προστατεύσει τα είδη των άλλων ομάδων και τη βιοποικιλότητα συνολικά. Οι δύο τεχνικές διέφεραν αρκετά στα αποτελέσματά τους, αλλά και οι δυο έδειξαν ότι τα ξυλώδη φυτά είναι ο καλύτερος δείκτης βιοποικιλότητας, ακολουθούμενος από τα πουλιά. Υπήρχε γενικά μικρή ταύτιση των προτύπων ποικιλότητας μεταξύ διαφορετικών ομάδων. Στατιστικά σημαντικές σχέσεις βρέθηκαν μεταξύ των ξυλωδών φυτών και των πουλιών, των ορθοπτέρων και των ερπετών, των πουλιών και των αμφιβίων. Κανένα από τα συμπληρωματικά δίκτυα των ομάδων που μελετήσαμε δεν προστάτευε όλα τα είδη των άλλων ομάδων. Ωστόσο, βρήκαμε πως το συμπληρωματικό δίκτυο των ξυλωδών φυτών προστάτευε επαρκώς όλες τις άλλες ομάδες εκτός των ορχιδέων. Τα αποτελέσματά μας αποδεικνύουν τη σημασία της ενσωμάτωσης της αρχής της συμπληρωματικότητας στις μεθοδολογίες εκτίμησης των βιολογικών δεικτών. Επιπλέον, προτείνουμε τα ξυλώδη φυτά και έπειτα τα πουλιά ως καλούς δείκτες βιοποικιλότητας στη Μεσογειακή ζώνη. Η παρούσα εργασία εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε κείμενο πολιτικής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: Use of National Forest Inventories to downscale European forest diversity spatial information in five test areas, covering different geo-physical and geo-botanical conditions. EC, JRC, Institute for Environment & Sustainability (2010).
Σε αυτήν την εργασία προσεγγίσαμε το θέμα του σχεδιασμού οικολογικών δικτύων, συγκρίνοντας πέντε διαφορετικές μεθόδους ως προς την αποτελεσματικότητα διατήρησης των ειδών έξι διαφορετικών ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη φυτά, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά και μικρά χερσαία πουλιά), και όλων των ειδών συνολικά. Περιοχή μελέτης ήταν το εθνικό πάρκο της Δαδιάς. Στη μέθοδο βαθμολόγησης Α επιλέγονται ιεραρχικά οι περιοχές που είναι πλουσιότερες σε είδη. Η μέθοδος συμπληρωματικότητας Β επιλέγει τις περιοχές που είναι πιο συμπληρωματικές μεταξύ τους στη διατήρηση των ειδών. Οι επόμενες δύο μέθοδοι αφορούν την αρχή της περιβαλλοντικής αντιπροσωπευτικότητας, εκφραζόμενης είτε ως αντιπροσωπευτικότητα τύπων βιοτόπων (clusters) (σενάριο Γ), είτε ως τύπων βλάστησης (σενάριο Δ). Τέλος, οι περιοχές του δικτύου επιλέγονται τελείως τυχαία στη μέθοδο Ε. Όταν ο στόχος ήταν η προστασία των ειδών μιας ομάδας - στόχου, η κατάταξη της αποτελεσματικότητας των μεθόδων ήταν η πάντα η ακόλουθη Β > Α > Γ> Δ > Ε, ανεξάρτητα με την ομάδα - στόχο που εξετάζονταν κάθε φορά. Όταν ο στόχος ήταν η προστασία της συνολικής βιοποικιλότητας, η σειρά κατάταξης των σεναρίων ήταν B, A > Γ, Δ > E. Επομένως, οι μέθοδοι που βασίζονται σε βιολογικά δεδομένα είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικές από τις μεθόδους αντιπροσωπευτικότητας, οι οποίες όμως είναι με τη σειρά τους σημαντικά πιο αποτελεσματικές από την τυχαία επιλογή δικτύων. Η εργασία αυτή απέδειξε επίσης την ανωτερότητα της μεθόδου της συμπληρωματικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους.
Σε αυτήν την εργασία προσεγγίσαμε το θέμα του σχεδιασμού οικολογικών δικτύων, συγκρίνοντας πέντε διαφορετικές μεθόδους ως προς την αποτελεσματικότητα διατήρησης των ειδών έξι διαφορετικών ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη φυτά, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά και μικρά χερσαία πουλιά), και όλων των ειδών συνολικά. Περιοχή μελέτης ήταν το εθνικό πάρκο της Δαδιάς. Στη μέθοδο βαθμολόγησης Α επιλέγονται ιεραρχικά οι περιοχές που είναι πλουσιότερες σε είδη. Η μέθοδος συμπληρωματικότητας Β επιλέγει τις περιοχές που είναι πιο συμπληρωματικές μεταξύ τους στη διατήρηση των ειδών. Οι επόμενες δύο μέθοδοι αφορούν την αρχή της περιβαλλοντικής αντιπροσωπευτικότητας, εκφραζόμενης είτε ως αντιπροσωπευτικότητα τύπων βιοτόπων (clusters) (σενάριο Γ), είτε ως τύπων βλάστησης (σενάριο Δ). Τέλος, οι περιοχές του δικτύου επιλέγονται τελείως τυχαία στη μέθοδο Ε. Όταν ο στόχος ήταν η προστασία των ειδών μιας ομάδας - στόχου, η κατάταξη της αποτελεσματικότητας των μεθόδων ήταν η πάντα η ακόλουθη Β > Α > Γ> Δ > Ε, ανεξάρτητα με την ομάδα - στόχο που εξετάζονταν κάθε φορά. Όταν ο στόχος ήταν η προστασία της συνολικής βιοποικιλότητας, η σειρά κατάταξης των σεναρίων ήταν B, A > Γ, Δ > E. Επομένως, οι μέθοδοι που βασίζονται σε βιολογικά δεδομένα είναι σημαντικά πιο αποτελεσματικές από τις μεθόδους αντιπροσωπευτικότητας, οι οποίες όμως είναι με τη σειρά τους σημαντικά πιο αποτελεσματικές από την τυχαία επιλογή δικτύων. Η εργασία αυτή απέδειξε επίσης την ανωτερότητα της μεθόδου της συμπληρωματικότητας σε σχέση με τις υπόλοιπες μεθόδους.
Σε αυτήν την εργασία εκτιμήσαμε την ποικιλότητα των ειδών ημερόβιων Λεπιδοπτέρων, των αραχνών και των φυτών σε πέντε διαφορετικούς τύπους χρήσης γης στη Σαρδηνία. Μετρήσαμε 15 μεταβλητές σε 16 δειγματοληπτικές επιφάνειες του ενός εκταρίου. Συνολικά καταγράψαμε 40 μορφο-είδη αραχνών και 30 είδη Λεπιδοπτέρων, εκ των οποίων τα 10 ήταν ενδημικά. Βρήκαμε πως η σύνθεση των ειδών των βιοκοινοτήτων των Λεπιδοπτέρων και των αραχνών διαφέρει στους διαφορετικούς τύπους χρήσης γης. Η ύπαρξη ανθέων και δέντρων είναι οι δύο βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή των Λεπιδοπτέρων, ενώ η ετερογένεια του ενδιαιτήματος και η χρήση της γης είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρέαζαν τις αράχνες. Βρήκαμε επίσης πως ο αριθμός των ενδημικών ειδών των Λεπιδοπτέρων, ο συνολικός αριθμός Λεπιδοπτέρων και το υψόμετρο συσχετίζονται θετικά, ενώ ο συνολικός αριθμός των Λεπιδοπτέρων συσχετίζεται θετικά με τον αριθμό των φυτικών ειδών. Δεν βρήκαμε καμία σημαντική συσχέτιση στα πρότυπα κατανομής των ειδών Λεπιδοπτέρων και αραχνών στους πέντε διαφορετικούς τύπους χρήσης γης, άρα τα Λεπιδόπτερα δεν συνιστούν καλό δείκτη βιοποικιλότητας ως προς τις αράχνες στην περιοχή μελέτης.
Σε αυτήν την εργασία εκτιμήσαμε την ποικιλότητα των ειδών ημερόβιων Λεπιδοπτέρων, των αραχνών και των φυτών σε πέντε διαφορετικούς τύπους χρήσης γης στη Σαρδηνία. Μετρήσαμε 15 μεταβλητές σε 16 δειγματοληπτικές επιφάνειες του ενός εκταρίου. Συνολικά καταγράψαμε 40 μορφο-είδη αραχνών και 30 είδη Λεπιδοπτέρων, εκ των οποίων τα 10 ήταν ενδημικά. Βρήκαμε πως η σύνθεση των ειδών των βιοκοινοτήτων των Λεπιδοπτέρων και των αραχνών διαφέρει στους διαφορετικούς τύπους χρήσης γης. Η ύπαρξη ανθέων και δέντρων είναι οι δύο βασικοί παράγοντες που καθορίζουν την κατανομή των Λεπιδοπτέρων, ενώ η ετερογένεια του ενδιαιτήματος και η χρήση της γης είναι οι βασικοί παράγοντες που επηρέαζαν τις αράχνες. Βρήκαμε επίσης πως ο αριθμός των ενδημικών ειδών των Λεπιδοπτέρων, ο συνολικός αριθμός Λεπιδοπτέρων και το υψόμετρο συσχετίζονται θετικά, ενώ ο συνολικός αριθμός των Λεπιδοπτέρων συσχετίζεται θετικά με τον αριθμό των φυτικών ειδών. Δεν βρήκαμε καμία σημαντική συσχέτιση στα πρότυπα κατανομής των ειδών Λεπιδοπτέρων και αραχνών στους πέντε διαφορετικούς τύπους χρήσης γης, άρα τα Λεπιδόπτερα δεν συνιστούν καλό δείκτη βιοποικιλότητας ως προς τις αράχνες στην περιοχή μελέτης.
Το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου βρίσκεται στη Θράκη, σε μια περιοχή μεγάλου φυτογεωγραφικού ενδιαφέροντος, συνδέοντας την Ευρώπη με την Ανατολία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χλωρίδα των σερπεντινικών υποβάθρων. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται μια ανασκόπηση όλης της γνωστής χλωρίδας του Πάρκου και καταδεικνύεται ο ισχυρός Μεσογειακός παράγοντας στη σύνθεση της χλωρίδας, η ύπαρξη ανατολικής επιρροής, και ο βαθμός ενδημισμού. Σημαντικά τάξα από την άποψη της διατήρησης είναι Minuartia greuteriana, Onosma kittanae, Salix xanthicola, Eriolobus trilobatus, Cephalanthera epipactoides και Cistus laurifolius, ενώ πολλά άλλα τάξα σημαντικά από χλωριδικής αποψης ή σπάνια στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνονται. Συνολικά, 32 φυτικά τάξα του Εθνικού Πάρκου συγκαταλέγονται σε εθνικούς και διεθνείς καταλόγους προστασίας. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026.
Το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς-Λευκίμμης-Σουφλίου βρίσκεται στη Θράκη, σε μια περιοχή μεγάλου φυτογεωγραφικού ενδιαφέροντος, συνδέοντας την Ευρώπη με την Ανατολία. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η χλωρίδα των σερπεντινικών υποβάθρων. Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται μια ανασκόπηση όλης της γνωστής χλωρίδας του Πάρκου και καταδεικνύεται ο ισχυρός Μεσογειακός παράγοντας στη σύνθεση της χλωρίδας, η ύπαρξη ανατολικής επιρροής, και ο βαθμός ενδημισμού. Σημαντικά τάξα από την άποψη της διατήρησης είναι Minuartia greuteriana, Onosma kittanae, Salix xanthicola, Eriolobus trilobatus, Cephalanthera epipactoides και Cistus laurifolius, ενώ πολλά άλλα τάξα σημαντικά από χλωριδικής αποψης ή σπάνια στην Ελλάδα συμπεριλαμβάνονται. Συνολικά, 32 φυτικά τάξα του Εθνικού Πάρκου συγκαταλέγονται σε εθνικούς και διεθνείς καταλόγους προστασίας. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026.
Αυτή η εργασία διερευνά την κατανομή, το καθεστώς προστασίας, τις οικολογικές προτιμήσεις και το πληθυσμιακό μέγεθος του ενδημικού είδους ορθοπτέρου της Ηπείρου Chorthippus lacustris. Βρήκαμε το είδος σε πέντε μόνο περιοχές, τέσσερις εντός του λεκανοπεδίου της λίμνης Παμβώτιδας και μία στην Λιμνοπούλα της Παραμυθιάς (περιοχές του δικτύου Φύση 2000). Το ενδημικό είδος είναι άμεσα εξαρτημένο από τα υγρά πλημμυρισμένα λιβάδια, έχει πολύ μικρό και κατατεμαχισμένο εύρος κατανομής, καλύπτοντας μόλις 0,12 km2, και κινδυνεύει άμεσα από την καταστροφή και το μπάζωμα των υγρών λιβαδιών, λόγω οικιστικής και αγροτικής ανάπτυξης. Προτείνουμε για το ενδημικό είδος καθεστώς προστασίας ως Κρίσιμα Κινδυνεύον και μια σειρά άμεσων μέτρων για τη διατήρησή του. Εφαρμογή: H εργασία χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση του είδους σε Κρισίμως Κινδυνεύον (CR) από την IUCN (2016). Λήφθηκε επίσης υπόψη για να συμπεριληφθεί το είδος στο προσχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος για την προστασία της Λίμνης Παμβώτιδας.
Αυτή η εργασία διερευνά την κατανομή, το καθεστώς προστασίας, τις οικολογικές προτιμήσεις και το πληθυσμιακό μέγεθος του ενδημικού είδους ορθοπτέρου της Ηπείρου Chorthippus lacustris. Βρήκαμε το είδος σε πέντε μόνο περιοχές, τέσσερις εντός του λεκανοπεδίου της λίμνης Παμβώτιδας και μία στην Λιμνοπούλα της Παραμυθιάς (περιοχές του δικτύου Φύση 2000). Το ενδημικό είδος είναι άμεσα εξαρτημένο από τα υγρά πλημμυρισμένα λιβάδια, έχει πολύ μικρό και κατατεμαχισμένο εύρος κατανομής, καλύπτοντας μόλις 0,12 km2, και κινδυνεύει άμεσα από την καταστροφή και το μπάζωμα των υγρών λιβαδιών, λόγω οικιστικής και αγροτικής ανάπτυξης. Προτείνουμε για το ενδημικό είδος καθεστώς προστασίας ως Κρίσιμα Κινδυνεύον και μια σειρά άμεσων μέτρων για τη διατήρησή του. Εφαρμογή: H εργασία χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση του είδους σε Κρισίμως Κινδυνεύον (CR) από την IUCN (2016). Λήφθηκε επίσης υπόψη για να συμπεριληφθεί το είδος στο προσχέδιο του Προεδρικού Διατάγματος για την προστασία της Λίμνης Παμβώτιδας.
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των μικρών χερσαίων πουλιών στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (36 επιφάνειες 20ha έκαστη). Με τη μέθοδο των σημείων ακοής καταγράψαμε 72 είδη, εκ των οποίων τα 16 είδη είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος διατήρησης. Βρήκαμε πως τα αγροτικά μωσαϊκά είναι δύο φορές πιο πλούσια σε αριθμό ειδών από ότι οι εντατικές μονοκαλλιέργειες. Βρήκαμε επίσης πως η κάλυψη και το ύψος της βλάστησης είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών, ενώ διακρίναμε πέντε βασικούς τύπους ενδιαιτημάτων για τα πουλιά (ανάλυση ομαδοποίησης). Βρήκαμε επίσης 10 είδη πουλιών – δείκτες, χαρακτηριστικά των άνω ενδιαιτημάτων. Με βάση τα άνω αποτελέσματα προτείνουμε τα εξής διαχειριστικά μέτρα: τη διατήρηση της οριζόντιας ετερογένειας του τοπίου σε τοπική κλίμακα, καθώς και τη βιοπαρακολούθηση των 10 ειδών-δεικτών, ως υποκατάστατα για όλη τη βιοκοινότητα των πουλιών.
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των μικρών χερσαίων πουλιών στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (36 επιφάνειες 20ha έκαστη). Με τη μέθοδο των σημείων ακοής καταγράψαμε 72 είδη, εκ των οποίων τα 16 είδη είναι Κοινοτικού ενδιαφέροντος διατήρησης. Βρήκαμε πως τα αγροτικά μωσαϊκά είναι δύο φορές πιο πλούσια σε αριθμό ειδών από ότι οι εντατικές μονοκαλλιέργειες. Βρήκαμε επίσης πως η κάλυψη και το ύψος της βλάστησης είναι οι δύο κύριοι παράγοντες που ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών, ενώ διακρίναμε πέντε βασικούς τύπους ενδιαιτημάτων για τα πουλιά (ανάλυση ομαδοποίησης). Βρήκαμε επίσης 10 είδη πουλιών – δείκτες, χαρακτηριστικά των άνω ενδιαιτημάτων. Με βάση τα άνω αποτελέσματα προτείνουμε τα εξής διαχειριστικά μέτρα: τη διατήρηση της οριζόντιας ετερογένειας του τοπίου σε τοπική κλίμακα, καθώς και τη βιοπαρακολούθηση των 10 ειδών-δεικτών, ως υποκατάστατα για όλη τη βιοκοινότητα των πουλιών.
Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα μιας δεκαετούς έρευνας για την κατανομή και την πληθυσμιακή κατάσταση του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στην Ελλάδα. Καταγράψαμε πληθυσμούς του αγριόγιδου σε 18 βουνά της Ελλάδας. Αβέβαιη είναι η παρουσία του σε άλλα έξι βουνά, και έχει εξαφανιστεί σε άλλα έξι βουνά. Η κατανομή του διαρθρώνεται σε τρεις ομάδες: Πίνδο, Στερεά Ελλάδα και Ροδόπη, ενώ είναι άγνωστο αν υφίσταται γενετική ροή μεταξύ των τοπικών πληθυσμών εντός των άνω ομάδων. Η κατανομή του είδους καλύπτει μια έκταση 1663 km2 και ο συνολικός πληθυσμός του δεν ξεπερνά τα 750 άτομα. Παρότι το είδος προστατεύεται από την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, απειλείται σοβαρά με εξαφάνιση λόγω του κατατεμαχισμένου προτύπου κατανομής του και των ιδιαίτερα μικρών τοπικών πληθυσμιακών μεγεθών. Προτείνουμε ως διαχειριστικά μέτρα την εξάλειψη της λαθροθήρας και τον έλεγχο της χρήσης των ορεινών δρόμων. Εφαρμογή: Η εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Σε αυτήν την εργασία παρουσιάζουμε τα αποτελέσματα μιας δεκαετούς έρευνας για την κατανομή και την πληθυσμιακή κατάσταση του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στην Ελλάδα. Καταγράψαμε πληθυσμούς του αγριόγιδου σε 18 βουνά της Ελλάδας. Αβέβαιη είναι η παρουσία του σε άλλα έξι βουνά, και έχει εξαφανιστεί σε άλλα έξι βουνά. Η κατανομή του διαρθρώνεται σε τρεις ομάδες: Πίνδο, Στερεά Ελλάδα και Ροδόπη, ενώ είναι άγνωστο αν υφίσταται γενετική ροή μεταξύ των τοπικών πληθυσμών εντός των άνω ομάδων. Η κατανομή του είδους καλύπτει μια έκταση 1663 km2 και ο συνολικός πληθυσμός του δεν ξεπερνά τα 750 άτομα. Παρότι το είδος προστατεύεται από την Ελληνική και την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, απειλείται σοβαρά με εξαφάνιση λόγω του κατατεμαχισμένου προτύπου κατανομής του και των ιδιαίτερα μικρών τοπικών πληθυσμιακών μεγεθών. Προτείνουμε ως διαχειριστικά μέτρα την εξάλειψη της λαθροθήρας και τον έλεγχο της χρήσης των ορεινών δρόμων. Εφαρμογή: Η εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε ως επιστολή (Letter to the Editor). Με αφορμή την επέτειο των 300 ετών από το θάνατο του C. Linnaeus, παρουσιάζουμε μια σύντομη ανασκόπηση της συνεισφοράς του στην επιστήμη. Επιχειρούμε επίσης να συνδέσουμε το έργο και τη μορφή του μεγάλου αυτού συστηματικού με το σήμερα και τη σύγχρονη επιστήμη της βιολογίας διατήρησης.
Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε ως επιστολή (Letter to the Editor). Με αφορμή την επέτειο των 300 ετών από το θάνατο του C. Linnaeus, παρουσιάζουμε μια σύντομη ανασκόπηση της συνεισφοράς του στην επιστήμη. Επιχειρούμε επίσης να συνδέσουμε το έργο και τη μορφή του μεγάλου αυτού συστηματικού με το σήμερα και τη σύγχρονη επιστήμη της βιολογίας διατήρησης.
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας της ερπετοπανίδας (αμφίβια, ερπετά) στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (36 περιοχές δειγματοληψίας). Παρουσιάζονται η κατανομή και τα μικρο-ενδιαιτήματα 20 ειδών, συμπεριλαμβανομένων 5 προστατευόμενων. Βρήκαμε πως τα ορεινά ρέματα διαρκούς ροής, και έπειτα οι περιοδικά πλημμυριζόμενες εκτάσεις και τα πεδινά ρέματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα προς διατήρηση για την υδρόβια ερπετοπανίδα. Αντίστοιχα οι ημιανοιχτές εκτάσεις όπως τα δρυοδάση και τα φρυγανικά οικοσυστήματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα για τη χερσαία ερπετοπανίδα. Ο τύπος του υποστρώματος και ο βαθμός της υγρασίας ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών της υδρόβιας ερπετοπανίδας, ενώ ο τύπος του υποστρώματος και ο βαθμός κάλυψης της βλάστησης ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών της χερσαίας ερπετοπανίδας (πολυπαραγοντική ανάλυση). Η διαχείριση του δάσους όπως πραγματοποιείται σήμερα με στόχο την προστασία των αρπακτικών πουλιών ευνοεί και τη χερσαία ερπετοπανίδα, καθώς διατηρείται η ανοιχτή δομή του δάσους. Προτείνουμε την ένταξη της ερπετοπανίδας στο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς, με επίκεντρο τους πληθυσμούς των πέντε προστατευόμενων ειδών. Η παρούσα εργασία εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας της ερπετοπανίδας (αμφίβια, ερπετά) στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς (36 περιοχές δειγματοληψίας). Παρουσιάζονται η κατανομή και τα μικρο-ενδιαιτήματα 20 ειδών, συμπεριλαμβανομένων 5 προστατευόμενων. Βρήκαμε πως τα ορεινά ρέματα διαρκούς ροής, και έπειτα οι περιοδικά πλημμυριζόμενες εκτάσεις και τα πεδινά ρέματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα προς διατήρηση για την υδρόβια ερπετοπανίδα. Αντίστοιχα οι ημιανοιχτές εκτάσεις όπως τα δρυοδάση και τα φρυγανικά οικοσυστήματα είναι τα πλέον σημαντικά ενδιαιτήματα για τη χερσαία ερπετοπανίδα. Ο τύπος του υποστρώματος και ο βαθμός της υγρασίας ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών της υδρόβιας ερπετοπανίδας, ενώ ο τύπος του υποστρώματος και ο βαθμός κάλυψης της βλάστησης ρυθμίζουν την κατανομή των ειδών της χερσαίας ερπετοπανίδας (πολυπαραγοντική ανάλυση). Η διαχείριση του δάσους όπως πραγματοποιείται σήμερα με στόχο την προστασία των αρπακτικών πουλιών ευνοεί και τη χερσαία ερπετοπανίδα, καθώς διατηρείται η ανοιχτή δομή του δάσους. Προτείνουμε την ένταξη της ερπετοπανίδας στο πρόγραμμα βιοπαρακολούθησης της προστατευόμενης περιοχής της Δαδιάς, με επίκεντρο τους πληθυσμούς των πέντε προστατευόμενων ειδών. Η παρούσα εργασία εντάσσεται πλήρως στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Σε αυτήν την εργασία συγκρίνουμε τις θέσεις φωλεοποίησης τεσσάρων συμπατρικών δασόβιων αρπακτικών πουλιών στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς, με στόχο τη θέση διαχειριστικών μέτρων για τη μακροχρόνια διατήρηση των πληθυσμών τους. Καταγράψαμε 26 παραμέτρους δομής βλάστησης και δομής του τοπίου στις θέσεις φωλεοποίησης του μαυρόγυπα (Aegypius monachus), του κραυγαετού (Aquila pomarina), του γερακαετού (Hieraaetus pennatus) και του διπλοσάινου (Accipiter gentilis). Βρήκαμε πως πρώτα η γεωμορφολογία και η απόσταση από την περιοχή τροφοληψίας και έπειτα η δομή της βλάστησης επηρεάζει άμεσα την επιλογή των θέσεων φωλεοποίησης (πολυπαραγοντική ανάλυση). Με βάση τα αποτελέσματά μας προτείνουμε τη διατήρηση των ώριμων δασικών συστάδων με αραιό υποόροφο καθώς και τη διατήρηση της δασικής ετερογένειας. Επίσης προτείνουμε ειδικά διαχειριστικά μέτρα για την προστασία των ενεργών φωλιών του μαυρόγυπα, όπως τον περιορισμό της διάνοιξης δρόμων και τη μείωση της ανθρωπογενούς όχλησης πλησίον των φωλιών του. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Σε αυτήν την εργασία συγκρίνουμε τις θέσεις φωλεοποίησης τεσσάρων συμπατρικών δασόβιων αρπακτικών πουλιών στην προστατευόμενη περιοχή της Δαδιάς, με στόχο τη θέση διαχειριστικών μέτρων για τη μακροχρόνια διατήρηση των πληθυσμών τους. Καταγράψαμε 26 παραμέτρους δομής βλάστησης και δομής του τοπίου στις θέσεις φωλεοποίησης του μαυρόγυπα (Aegypius monachus), του κραυγαετού (Aquila pomarina), του γερακαετού (Hieraaetus pennatus) και του διπλοσάινου (Accipiter gentilis). Βρήκαμε πως πρώτα η γεωμορφολογία και η απόσταση από την περιοχή τροφοληψίας και έπειτα η δομή της βλάστησης επηρεάζει άμεσα την επιλογή των θέσεων φωλεοποίησης (πολυπαραγοντική ανάλυση). Με βάση τα αποτελέσματά μας προτείνουμε τη διατήρηση των ώριμων δασικών συστάδων με αραιό υποόροφο καθώς και τη διατήρηση της δασικής ετερογένειας. Επίσης προτείνουμε ειδικά διαχειριστικά μέτρα για την προστασία των ενεργών φωλιών του μαυρόγυπα, όπως τον περιορισμό της διάνοιξης δρόμων και τη μείωση της ανθρωπογενούς όχλησης πλησίον των φωλιών του. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Σε αυτήν την εργασία μελετούμε οικολογικά τις βιοκοινότητες των ημερόβιων Λεπιδοπτέρων, των απειλούμενων Λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων και διερευνούμε την αξία δείκτη της μιας ομάδας ως προς τις άλλες, χρησιμοποιώντας δύο τεχνικές. Καταγράψαμε συνολικά 56 είδη Ορθοπτέρων και 112 είδη ημερόβιων Λεπιδοπτέρων στην προστατευόμενη περιοχή του Γράμμου, εκ των οποίων τα 26 είδη είναι προστατευόμενα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (SPEC) και δύο είναι είδη εξαιρετικού καθεστώτος προστασίας (PBAs). Βρήκαμε πως υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ των πρότυπων κατανομής των SPEC πεταλούδων, όλων των ειδών των πεταλούδων και τον Ορθοπτέρων. Εξηγήσαμε αυτές τις συσχετίσεις οικολογικά και βρήκαμε πως οφείλονται σε τρεις κοινούς περιβαλλοντικούς παραμέτρους: στον αριθμό των φυτών σε ανθοφορία, στο υψόμετρο και στην κάλυψη των χαμηλών δέντρων και θάμνων (CANOCO). Το συμπληρωματικό δίκτυο που επιλέχθηκε ως προς τα απειλούμενα είδη πεταλούδων (SPEC) ήταν αρκετά αποτελεσματικό για την προστασία όλων των ημερόβιων Λεπιδοπτέρων και των ορθοπτέρων (λιγότερο από 18% απώλεια ειδών), ώστε να προτείνονται ως καλό υποκατάστατο της βιοποικιλότητας για τις ως άνω ομάδες. Προτείνουμε επίσης την περιοχή του Γράμμου ως νέα περιοχή προτεραιότητας προστασίας για της πεταλούδες στην Ευρώπη (Prime Butterfly Area).
Σε αυτήν την εργασία μελετούμε οικολογικά τις βιοκοινότητες των ημερόβιων Λεπιδοπτέρων, των απειλούμενων Λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων και διερευνούμε την αξία δείκτη της μιας ομάδας ως προς τις άλλες, χρησιμοποιώντας δύο τεχνικές. Καταγράψαμε συνολικά 56 είδη Ορθοπτέρων και 112 είδη ημερόβιων Λεπιδοπτέρων στην προστατευόμενη περιοχή του Γράμμου, εκ των οποίων τα 26 είδη είναι προστατευόμενα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο (SPEC) και δύο είναι είδη εξαιρετικού καθεστώτος προστασίας (PBAs). Βρήκαμε πως υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ των πρότυπων κατανομής των SPEC πεταλούδων, όλων των ειδών των πεταλούδων και τον Ορθοπτέρων. Εξηγήσαμε αυτές τις συσχετίσεις οικολογικά και βρήκαμε πως οφείλονται σε τρεις κοινούς περιβαλλοντικούς παραμέτρους: στον αριθμό των φυτών σε ανθοφορία, στο υψόμετρο και στην κάλυψη των χαμηλών δέντρων και θάμνων (CANOCO). Το συμπληρωματικό δίκτυο που επιλέχθηκε ως προς τα απειλούμενα είδη πεταλούδων (SPEC) ήταν αρκετά αποτελεσματικό για την προστασία όλων των ημερόβιων Λεπιδοπτέρων και των ορθοπτέρων (λιγότερο από 18% απώλεια ειδών), ώστε να προτείνονται ως καλό υποκατάστατο της βιοποικιλότητας για τις ως άνω ομάδες. Προτείνουμε επίσης την περιοχή του Γράμμου ως νέα περιοχή προτεραιότητας προστασίας για της πεταλούδες στην Ευρώπη (Prime Butterfly Area).
Διερευνήθηκε η βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων και δρυοκολαπτόμορφων πουλιών με στόχο την ορθολογική διαχείριση του Εθνικού Δρυμού της Πίνδου ως προς την ορνιθοπανίδα. Με τη μέθοδο των σημείων ακοής (144 δειγματοληψίες) καταγράψαμε 56 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα 14 είναι ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης (SPEC). Βρήκαμε πως τα ορεινά λιβάδια είναι τα πλέον σημαντικά ως προς τα είδη SPEC, ενώ τα αγροτικά μωσαϊκά τα πιο σημαντικά ως προς το συνολικό αριθμό των ειδών. Βρήκαμε επίσης πως τα μικτά δάση οξυάς-πεύκης είναι πιο πλούσια από τα αμιγή πευκοδάση. Ο αριθμός των ειδών των πουλιών σχετίζεται σημαντικά με τον αριθμό των ορόφων βλάστησης και το μέγιστο ύψος των δέντρων. Επίσης με τη χρήση πολυπαραγοντικής στατιστικής διερευνήσαμε τις παραμέτρους που καθορίζουν την κατανομή των ειδών και αναδείξαμε 17 είδη πουλιών, τυπικά των ενδιαιτημάτων των πουλιών (ανάλυση ομαδοποίησης, IndVal). Με βάση τα αποτελέσματά μας προτείνουμε συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας, όπως η διατήρηση της παραδοσιακής αγροτικής χρήσης, των ορεινών λιβαδιών, των ώριμων δασικών συστάδων και της σύνθετης κατακόρυφης δομής βλάστησης. Εφαρμογή: H εργασία γνωστοποιήθηκε στο αρμόδιο Δασαρχείο για εφαρμογή των αποτελεσμάτων της στη δασική διαχείριση, αλλά δεν λήφθηκε υπόψη.
Διερευνήθηκε η βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων και δρυοκολαπτόμορφων πουλιών με στόχο την ορθολογική διαχείριση του Εθνικού Δρυμού της Πίνδου ως προς την ορνιθοπανίδα. Με τη μέθοδο των σημείων ακοής (144 δειγματοληψίες) καταγράψαμε 56 είδη πουλιών, εκ των οποίων τα 14 είναι ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης (SPEC). Βρήκαμε πως τα ορεινά λιβάδια είναι τα πλέον σημαντικά ως προς τα είδη SPEC, ενώ τα αγροτικά μωσαϊκά τα πιο σημαντικά ως προς το συνολικό αριθμό των ειδών. Βρήκαμε επίσης πως τα μικτά δάση οξυάς-πεύκης είναι πιο πλούσια από τα αμιγή πευκοδάση. Ο αριθμός των ειδών των πουλιών σχετίζεται σημαντικά με τον αριθμό των ορόφων βλάστησης και το μέγιστο ύψος των δέντρων. Επίσης με τη χρήση πολυπαραγοντικής στατιστικής διερευνήσαμε τις παραμέτρους που καθορίζουν την κατανομή των ειδών και αναδείξαμε 17 είδη πουλιών, τυπικά των ενδιαιτημάτων των πουλιών (ανάλυση ομαδοποίησης, IndVal). Με βάση τα αποτελέσματά μας προτείνουμε συγκεκριμένα διαχειριστικά μέτρα για τη διατήρηση της ορνιθοπανίδας, όπως η διατήρηση της παραδοσιακής αγροτικής χρήσης, των ορεινών λιβαδιών, των ώριμων δασικών συστάδων και της σύνθετης κατακόρυφης δομής βλάστησης. Εφαρμογή: H εργασία γνωστοποιήθηκε στο αρμόδιο Δασαρχείο για εφαρμογή των αποτελεσμάτων της στη δασική διαχείριση, αλλά δεν λήφθηκε υπόψη.
Στο παρόν δοκίμιο συνοψίζονται και αναλύονται τα πλέον σημαντικά θέματα πολιτικής στον τομέα της βιολογίας διατήρησης στην Ευρώπη, σε μια απόπειρα σύνδεσης της επιστημονικής γνώσης με την πολιτική εφαρμογή. Παρουσιάζονται θέματα όπως η αποτελεσματικότητα του δικτύου Φύση 2000 στην Ευρώπη, οι συνέπειες της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης και της αλλαγής των χρήσεων γης, η διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην κατανομή των ειδών σε ήδη κατατεμαχισμένα ενδιαιτήματα και η αποτίμηση της βιοποικιλότητας και των οικολογικών υπηρεσιών με οικονομικούς όρους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τους επιστήμονες τίθεται πια στη θέση καίριων επιστημονικών ερωτημάτων και στην σύνδεση των επιστημονικά τεκμηριωμένων λύσεων με την πολιτική απόφαση και εφαρμογή. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στα εξής κείμενα πολιτικής: (α) UNEP-United Nations Environment Programme. Global Environment Outlook 5: Environment for the future we want. 2012
Στο παρόν δοκίμιο συνοψίζονται και αναλύονται τα πλέον σημαντικά θέματα πολιτικής στον τομέα της βιολογίας διατήρησης στην Ευρώπη, σε μια απόπειρα σύνδεσης της επιστημονικής γνώσης με την πολιτική εφαρμογή. Παρουσιάζονται θέματα όπως η αποτελεσματικότητα του δικτύου Φύση 2000 στην Ευρώπη, οι συνέπειες της ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης και της αλλαγής των χρήσεων γης, η διατήρηση της θαλάσσιας βιοποικιλότητας, η επίδραση της κλιματικής αλλαγής στην κατανομή των ειδών σε ήδη κατατεμαχισμένα ενδιαιτήματα και η αποτίμηση της βιοποικιλότητας και των οικολογικών υπηρεσιών με οικονομικούς όρους. Η μεγαλύτερη πρόκληση για τους επιστήμονες τίθεται πια στη θέση καίριων επιστημονικών ερωτημάτων και στην σύνδεση των επιστημονικά τεκμηριωμένων λύσεων με την πολιτική απόφαση και εφαρμογή. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στα εξής κείμενα πολιτικής: (α) UNEP-United Nations Environment Programme. Global Environment Outlook 5: Environment for the future we want. 2012
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ερπετολογική ποικιλότητα στην προστατευόμενη περιοχή Ξερός Ποταμός της Κύπρου (oκτώ περιοχές 10 εκταρίων). Καταγράψαμε οκτώ είδη σαυρών εκ των οπoίων τα πέντε προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και ένα είναι Κινδυνεύον (Acanthodactylus schreiberi). Βρήκαμε πως τα μικροενδιαιτήματα των σαυροειδών καθορίζονται από τον τύπο του υποστρώματος, την κάλυψη των θάμνων, την υγρασία, το υψόμετρο και την κλίση (RDA, CANOCO). Βρήκαμε πως οι παραδοσιακές αγροτικές καλλιέργειες θα έπρεπε να προστατευτούν ως ενδιαιτήματα πλούσια σε αριθμό ειδών. Επίσης, βρήκαμε πως ο τυπικός βιότοπος του κινδυνεύοντας είδους είναι οι αμμώδεις όχθες του Ξερού Ποταμού. Προτείνουμε άμεσα διαχειριστικά μέτρα για την προστασία του άνω ενδιαιτήματος από μπαζώματα και αμμοληψίες καθώς και την ορθολογική χρήση του νερού, ώστε να υφίσταται διαρκής ροή στο ποτάμι. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε σχετική μελέτη για τη μη έγκριση νέου φράγματος στον Ξηρό Ποταμό στην Πάφο Κύπρου, λόγω των επιπτώσεων στην ερπετοπανίδα
Σε αυτήν την εργασία διερευνήσαμε την ερπετολογική ποικιλότητα στην προστατευόμενη περιοχή Ξερός Ποταμός της Κύπρου (oκτώ περιοχές 10 εκταρίων). Καταγράψαμε οκτώ είδη σαυρών εκ των οπoίων τα πέντε προστατεύονται από την Ευρωπαϊκή νομοθεσία και ένα είναι Κινδυνεύον (Acanthodactylus schreiberi). Βρήκαμε πως τα μικροενδιαιτήματα των σαυροειδών καθορίζονται από τον τύπο του υποστρώματος, την κάλυψη των θάμνων, την υγρασία, το υψόμετρο και την κλίση (RDA, CANOCO). Βρήκαμε πως οι παραδοσιακές αγροτικές καλλιέργειες θα έπρεπε να προστατευτούν ως ενδιαιτήματα πλούσια σε αριθμό ειδών. Επίσης, βρήκαμε πως ο τυπικός βιότοπος του κινδυνεύοντας είδους είναι οι αμμώδεις όχθες του Ξερού Ποταμού. Προτείνουμε άμεσα διαχειριστικά μέτρα για την προστασία του άνω ενδιαιτήματος από μπαζώματα και αμμοληψίες καθώς και την ορθολογική χρήση του νερού, ώστε να υφίσταται διαρκής ροή στο ποτάμι. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε σχετική μελέτη για τη μη έγκριση νέου φράγματος στον Ξηρό Ποταμό στην Πάφο Κύπρου, λόγω των επιπτώσεων στην ερπετοπανίδα
Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται μια νέα προσέγγιση ως προς τη χρήση της οικολογικής ετερογένειας στο σχεδιασμό προστατευόμενων περιοχών. Υπολογίσαμε πέντε δείκτες οικολογικής ετερογένειας (EHI), χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων έξι βιολογικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, υδρόβια και χερσαία ερπετοπανίδα, και στρουθιόμορφα πουλιά) 30 περιοχών εντός μιας Μεσογειακή προστατευόμενης περιοχής (Ελλάδα). Βρήκαμε πως και οι πέντε δείκτες οικολογικής ετερογένειας σχετίζονταν στατιστικά σημαντικά με το συνολικό αριθμό των ειδών, καθώς και με τον αριθμό των ειδών των ξυλωδών ειδών και των πουλιών. Δύο δείκτες, οι οποίοι εκτιμούσαν την κάθετη πολυπλοκότητα της βλάστησης (1/D) και την οριζόντια ετερογένεια των τύπων εδαφοκάλυψης (SIDI) με βάση τον δείκτη Simpson, ήταν αυτοί που μπορούσαν να προβλέψουν ικανοποιητικά το συνολικό αριθμό των ειδών, ενώ είχαν επιπλέον σημαντικά μεγαλύτερες τιμές εντός του συμπληρωματικού δικτύου ρεζερβών για τις πέντε από τις έξι βιολογικές ομάδες. Συγκρίναμε πέντε μεθόδους σχεδιασμού δικτύου προστατευόμενων περιοχών. Η μέθοδος της οικολογικής ετερογένειας (επιλογή πρώτα των περιοχών με μεγαλύτερο δείκτη 1/D και μετά δείκτη SIDI) ήταν λιγότερο αποτελεσματική (αν και χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά) από τις μεθόδους που βασίζονται σε βιολογικά δεδομένα (μέθοδος ιεράρχησης και μέθοδος συμπληρωματικότητας), αλλά ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματική από την τυχαία μέθοδο (τυχαία επιλογή ρεζερβών). Επιπλέον, βρέθηκε πως η μέθοδος της συμπληρωματικής οικολογικής ετερογένειας (επιλογή πρώτα εκείνων των περιοχών όπου κάθε δείκτης EHI είχε τη μέγιστη τιμή) δεν ήταν τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν διέφερε σημαντικά από την τυχαία μέθοδο. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη δυνατότητα της χρήσης της μεθόδου της οικολογικής ετερογένειας ως ένα εναλλακτικό εργαλείο στο σχεδιασμό δικτύων προστατευόμενων περιοχών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Στην παρούσα εργασία παρουσιάζεται μια νέα προσέγγιση ως προς τη χρήση της οικολογικής ετερογένειας στο σχεδιασμό προστατευόμενων περιοχών. Υπολογίσαμε πέντε δείκτες οικολογικής ετερογένειας (EHI), χρησιμοποιώντας μια βάση δεδομένων έξι βιολογικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, υδρόβια και χερσαία ερπετοπανίδα, και στρουθιόμορφα πουλιά) 30 περιοχών εντός μιας Μεσογειακή προστατευόμενης περιοχής (Ελλάδα). Βρήκαμε πως και οι πέντε δείκτες οικολογικής ετερογένειας σχετίζονταν στατιστικά σημαντικά με το συνολικό αριθμό των ειδών, καθώς και με τον αριθμό των ειδών των ξυλωδών ειδών και των πουλιών. Δύο δείκτες, οι οποίοι εκτιμούσαν την κάθετη πολυπλοκότητα της βλάστησης (1/D) και την οριζόντια ετερογένεια των τύπων εδαφοκάλυψης (SIDI) με βάση τον δείκτη Simpson, ήταν αυτοί που μπορούσαν να προβλέψουν ικανοποιητικά το συνολικό αριθμό των ειδών, ενώ είχαν επιπλέον σημαντικά μεγαλύτερες τιμές εντός του συμπληρωματικού δικτύου ρεζερβών για τις πέντε από τις έξι βιολογικές ομάδες. Συγκρίναμε πέντε μεθόδους σχεδιασμού δικτύου προστατευόμενων περιοχών. Η μέθοδος της οικολογικής ετερογένειας (επιλογή πρώτα των περιοχών με μεγαλύτερο δείκτη 1/D και μετά δείκτη SIDI) ήταν λιγότερο αποτελεσματική (αν και χωρίς στατιστικά σημαντική διαφορά) από τις μεθόδους που βασίζονται σε βιολογικά δεδομένα (μέθοδος ιεράρχησης και μέθοδος συμπληρωματικότητας), αλλά ήταν σημαντικά πιο αποτελεσματική από την τυχαία μέθοδο (τυχαία επιλογή ρεζερβών). Επιπλέον, βρέθηκε πως η μέθοδος της συμπληρωματικής οικολογικής ετερογένειας (επιλογή πρώτα εκείνων των περιοχών όπου κάθε δείκτης EHI είχε τη μέγιστη τιμή) δεν ήταν τόσο αποτελεσματική, καθώς δεν διέφερε σημαντικά από την τυχαία μέθοδο. Τα αποτελέσματά μας υπογραμμίζουν τη δυνατότητα της χρήσης της μεθόδου της οικολογικής ετερογένειας ως ένα εναλλακτικό εργαλείο στο σχεδιασμό δικτύων προστατευόμενων περιοχών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Η προστασία της φύσης θα έπρεπε ιδανικά να βασίζεται στις επιστημονικές προτάσεις οι οποίες προέρχονται από την εφαρμοσμένη έρευνα στη φύση, όπως επίσης και στα προγράμματα βιοπαρακολούθησης, τα οποία και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των άνω προτάσεων. Θεωρήσαμε ως υπόθεση εργασίας ένα σύστημα έξι προστατευόμενων περιοχών στα βουνά της Ανατολικής Ροδόπης στο νότιο τμήμα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ζώνης (EGB). Με στόχο να διερευνήσουμε την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης και προστασίας της φύσης, προβήκαμε σε μια ανασκόπηση 196 άρθρων περιοδικών και βιβλίων, οκτώ διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών και 39 επιστημονικών αναφορών σχετικά με το Ελληνικό (μία προστατευόμενη περιοχή 428km2) και το Βουλγαρικό (πέντε προστατευόμενες περιοχές, 904km2) τμήμα της περιοχής μελέτης. Εξήχθησαν 743 διαχειριστικές προτάσεις, και βρέθηκε πως το 74% των άνω προτάσεων ήταν γνωστές σε 10 ειδικούς επιστήμονες τοπικά, οι οποίοι συμπλήρωσαν σχετικά ερωτηματολόγια. Στην Ελληνική (GR) και τη Βουλγαρική (BG) πλευρά μόνο 52% και 16% των προτάσεων αντίστοιχα είχαν εφαρμοστεί, ενώ μόνο 15% (GR) και 3.1% (BG) των προτάσεων είχαν εφαρμοστεί και αξιολογηθεί ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι βασικές αιτίες για τη μη εφαρμογή και μη αξιολόγηση ήταν η απουσία ή η ανικανότητα των σχετικών αρμόδιων φορέων. Ορισμένες προτάσεις είχαν ιδιαίτερα χαμηλή βαθμολογία ως προς την εφαρμογή τους, όπως αυτές σχετικά με τις γεωργο-κτηνοτροφικές πρακτικές (GR: 29%, BG: 16%), ή την προστασία των θηλαστικών (GR: 0%, BG: 16%). Ορισμένες άλλες προτάσεις είχαν σχετικά υψηλή βαθμολογία τουλάχιστον για την Ελλάδα, όπως ο τουρισμός και η περιβαλλοντική εκπαίδευση (GR: 57%, BG: 16%) και η προστασία των πουλιών (GR: 57%, BG: 11%). Βρέθηκε πως οι ερευνητές και οι διαχειριστές της φύσης και στις δύο πλευρές των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα εφαρμογής, τα οποία σχετίζονται συχνά με την απουσία πολιτικής βούλησης για την προστασία της φύσης και την εγκαθίδρυση ικανών αρμόδιων υπηρεσιών. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ζώνης (EGB) είναι καθοριστικός στην ενδυνάμωση των διασυνοριακών συνεργασιών μεταξύ των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την προστασία της φύσης. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Η προστασία της φύσης θα έπρεπε ιδανικά να βασίζεται στις επιστημονικές προτάσεις οι οποίες προέρχονται από την εφαρμοσμένη έρευνα στη φύση, όπως επίσης και στα προγράμματα βιοπαρακολούθησης, τα οποία και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα των άνω προτάσεων. Θεωρήσαμε ως υπόθεση εργασίας ένα σύστημα έξι προστατευόμενων περιοχών στα βουνά της Ανατολικής Ροδόπης στο νότιο τμήμα της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ζώνης (EGB). Με στόχο να διερευνήσουμε την αποτελεσματικότητα της διαχείρισης και προστασίας της φύσης, προβήκαμε σε μια ανασκόπηση 196 άρθρων περιοδικών και βιβλίων, οκτώ διδακτορικών και μεταπτυχιακών διατριβών και 39 επιστημονικών αναφορών σχετικά με το Ελληνικό (μία προστατευόμενη περιοχή 428km2) και το Βουλγαρικό (πέντε προστατευόμενες περιοχές, 904km2) τμήμα της περιοχής μελέτης. Εξήχθησαν 743 διαχειριστικές προτάσεις, και βρέθηκε πως το 74% των άνω προτάσεων ήταν γνωστές σε 10 ειδικούς επιστήμονες τοπικά, οι οποίοι συμπλήρωσαν σχετικά ερωτηματολόγια. Στην Ελληνική (GR) και τη Βουλγαρική (BG) πλευρά μόνο 52% και 16% των προτάσεων αντίστοιχα είχαν εφαρμοστεί, ενώ μόνο 15% (GR) και 3.1% (BG) των προτάσεων είχαν εφαρμοστεί και αξιολογηθεί ως προς την αποτελεσματικότητά τους. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι βασικές αιτίες για τη μη εφαρμογή και μη αξιολόγηση ήταν η απουσία ή η ανικανότητα των σχετικών αρμόδιων φορέων. Ορισμένες προτάσεις είχαν ιδιαίτερα χαμηλή βαθμολογία ως προς την εφαρμογή τους, όπως αυτές σχετικά με τις γεωργο-κτηνοτροφικές πρακτικές (GR: 29%, BG: 16%), ή την προστασία των θηλαστικών (GR: 0%, BG: 16%). Ορισμένες άλλες προτάσεις είχαν σχετικά υψηλή βαθμολογία τουλάχιστον για την Ελλάδα, όπως ο τουρισμός και η περιβαλλοντική εκπαίδευση (GR: 57%, BG: 16%) και η προστασία των πουλιών (GR: 57%, BG: 11%). Βρέθηκε πως οι ερευνητές και οι διαχειριστές της φύσης και στις δύο πλευρές των Ελληνο-Βουλγαρικών συνόρων αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα εφαρμογής, τα οποία σχετίζονται συχνά με την απουσία πολιτικής βούλησης για την προστασία της φύσης και την εγκαθίδρυση ικανών αρμόδιων υπηρεσιών. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Ζώνης (EGB) είναι καθοριστικός στην ενδυνάμωση των διασυνοριακών συνεργασιών μεταξύ των ανθρώπων που ενδιαφέρονται για την προστασία της φύσης. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Με την αυξανόμενη εξάπλωση των δρόμων, ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων από τις υποδομές μεταφορών αποτελεί μια σοβαρή απειλή για την Ευρωπαϊκή βιοποικιλότητα. Οι περιοχές χωρίς δρόμους ή με μικρή κίνηση οχημάτων (''άνευ δρόμων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές'') καλύπτουν σχετικά αδιατάρακτα φυσικά ενδιαιτήματα και λειτουργικά οικοσυστήματα. Προσφέρουν πολλά οφέλη για τη βιοποικιλότητα και τις ανθρώπινες κοινωνίες (π.χ. συνδεσιμότητα του τοπίου, φράγμα κατά παρασίτων και εισβολών, οικολογικές υπηρεσίες). Οι άνευ δρόμων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές, όπου οι ανθρωπογενείς διαταραχές κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα , έχουν ιδιαίτερη σημασία στην Ευρώπη, λόγω της σπανιότητάς τους και, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, λόγω της συμβολής τους στην αύξηση της ανθεκτικότητας και της ρυθμιστικής ικανότητας των οικοσυστημάτων σε επίπεδο τοπίου. Η ανάλυση του νομικού πλαισίου στην Ευρώπη καταδεικνύει πως παρότι οι περισσότεροι νόμοι αποσκοπούν στην προστασία στόχων που σχετίζονται άμεσα με την έννοια του κατακερματισμού, όπως η συνδεσιμότητα, οι οικολογικές διαδικασίες ή η ακεραιότητα του οικοσυστήματος, οι περιοχές άνευ δρόμων δεν αποτελούν νομικό στόχο. Μια υπόθεση εργασίας στη Γερμανία υπογραμμίζει την άνω διαπίστωση. Παρά το γεγονός ότι το δίκτυο Natura 2000 καλύπτει ένα σημαντικό ποσοστό της χώρας (16%), οι περιοχές Natura 2000 είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένες, ενώ οι περισσότερες χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές (75%) παραμένουν χωρίς καθεστώς προστασίας εκτός του άνω δικτύου. Το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο για τη Δυτική Γερμανία, όπου μόνο το 20% των χαμηλής κυκλοφορίας περιοχών προστατεύονται. Προτείνουμε ότι οι λίγες εναπομείνασες περιοχές άνευ δρόμων ή χαμηλής κυκλοφορίας στην Ευρώπη θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των προσπαθειών διατήρησης. Θα πρέπει να επειγόντως να καταγραφούν, να περιληφθούν ρητά στους νόμους και να λαμβάνονται υπ’ όψη στα σχέδια στους τομείς των μεταφορών και της χωροταξίας. Η θεώρηση των άνω περιοχών ως συμπληρωματικούς στόχους διατήρησης θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση και την προσαρμογή του δικτύου Natura 2000 στην αλλαγή του κλίματος. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δύο κείμενα παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής πολιτικής. (α) UNEP- United Nations Environment Programme: GEO6-Global Environment Outlook: Regional assessment for the Pan-European Region. 2016, (β) EU-Urban sprawl in Europe-EU Law and Publications. Joint EEA-FOEN report. 2016
Με την αυξανόμενη εξάπλωση των δρόμων, ο κατακερματισμός των ενδιαιτημάτων από τις υποδομές μεταφορών αποτελεί μια σοβαρή απειλή για την Ευρωπαϊκή βιοποικιλότητα. Οι περιοχές χωρίς δρόμους ή με μικρή κίνηση οχημάτων (''άνευ δρόμων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές'') καλύπτουν σχετικά αδιατάρακτα φυσικά ενδιαιτήματα και λειτουργικά οικοσυστήματα. Προσφέρουν πολλά οφέλη για τη βιοποικιλότητα και τις ανθρώπινες κοινωνίες (π.χ. συνδεσιμότητα του τοπίου, φράγμα κατά παρασίτων και εισβολών, οικολογικές υπηρεσίες). Οι άνευ δρόμων και χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές, όπου οι ανθρωπογενείς διαταραχές κυμαίνονται σε χαμηλά επίπεδα , έχουν ιδιαίτερη σημασία στην Ευρώπη, λόγω της σπανιότητάς τους και, στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, λόγω της συμβολής τους στην αύξηση της ανθεκτικότητας και της ρυθμιστικής ικανότητας των οικοσυστημάτων σε επίπεδο τοπίου. Η ανάλυση του νομικού πλαισίου στην Ευρώπη καταδεικνύει πως παρότι οι περισσότεροι νόμοι αποσκοπούν στην προστασία στόχων που σχετίζονται άμεσα με την έννοια του κατακερματισμού, όπως η συνδεσιμότητα, οι οικολογικές διαδικασίες ή η ακεραιότητα του οικοσυστήματος, οι περιοχές άνευ δρόμων δεν αποτελούν νομικό στόχο. Μια υπόθεση εργασίας στη Γερμανία υπογραμμίζει την άνω διαπίστωση. Παρά το γεγονός ότι το δίκτυο Natura 2000 καλύπτει ένα σημαντικό ποσοστό της χώρας (16%), οι περιοχές Natura 2000 είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένες, ενώ οι περισσότερες χαμηλής κυκλοφορίας περιοχές (75%) παραμένουν χωρίς καθεστώς προστασίας εκτός του άνω δικτύου. Το ποσοστό αυτό είναι ακόμη μεγαλύτερο για τη Δυτική Γερμανία, όπου μόνο το 20% των χαμηλής κυκλοφορίας περιοχών προστατεύονται. Προτείνουμε ότι οι λίγες εναπομείνασες περιοχές άνευ δρόμων ή χαμηλής κυκλοφορίας στην Ευρώπη θα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο των προσπαθειών διατήρησης. Θα πρέπει να επειγόντως να καταγραφούν, να περιληφθούν ρητά στους νόμους και να λαμβάνονται υπ’ όψη στα σχέδια στους τομείς των μεταφορών και της χωροταξίας. Η θεώρηση των άνω περιοχών ως συμπληρωματικούς στόχους διατήρησης θα αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την ενίσχυση και την προσαρμογή του δικτύου Natura 2000 στην αλλαγή του κλίματος. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δύο κείμενα παγκόσμιας και Ευρωπαϊκής πολιτικής. (α) UNEP- United Nations Environment Programme: GEO6-Global Environment Outlook: Regional assessment for the Pan-European Region. 2016, (β) EU-Urban sprawl in Europe-EU Law and Publications. Joint EEA-FOEN report. 2016
Η παρούσα εργασία ερευνά τις βιοκοινότητες των πεταλούδων, των ορθοπτέρων και των αγγειοσπέρμων φυτών σε δέκα παροδικά πλημμυρισμένα λιβάδια υπό διαφορετικό καθεστώς ανθρωπογενούς διαταραχής (ΒΔ Ελλάδα). Η ένταση της διαταραχής εκτιμήθηκε με βάση τη συχνότητά της και τον τύπο της (βόσκηση, χορτονομή, ποδοπάτημα από ζώα, υποδομές).Τα πρότυπα κατανομής των πεταλούδων ρυθμίζονται από την υγρασία και το υψόμετρο (Redundancy Analysis). Το υψόμετρο, η αφθονία των ανθέων, η χαμηλή ένταση της διαταραχής και ο αριθμός των φυτικών ειδών προβλέπουν ικανοποιητικά τον αριθμό των ειδών των ορθοπτέρων, ενώ ο αριθμός των ειδών των ορθοπτέρων κι η υγρασία προβλέπουν ικανοποιητικά τον αριθμό των φυτικών ειδών (Generalized Linear Models). Το είδος Chorthippus lacustris, ένα κρισίμως κινδυνεύον και ενδημικό είδος σχετίζεται θετικά με τα υγρά μικρο-ενδιαιτήματα με μεγάλη αφθονία ανθέων. Η διαδικασία της ανάδειξης δεικτών κατέληξε στην εξαγωγής τεσσάρων ειδών πεταλούδων ως τυπικά είδη για ενδιαιτήματα με εμφανή την ύπαρξη φυτοφραχτών και δεντροστοιχιών. Η διαχείριση των περιοχών για τις πεταλούδες θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση του υγρού χαρακτήρα των υγρών λιβαδιών, όπως και στη διατήρηση των φυτοφραχτών και των δεντροστοιχιών. Η μείωση της ανθρωπογενούς διαταραχής προς ένα σύστημα περιστασιακής βόσκησης και χορτονομής φαίνεται πως ωφελεί και τις πεταλούδες και τα ορθόπτερα. Τέλος, προτείνουμε τη χρήση των ορθοπτέρων ως δείκτες για τα φυτά και αντίστροφα, δεδομένων της σύγκλισης των προτύπων κατανομής τους. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στo Ευρωπαϊκό κόκκινο βιβλίο των Ορθοπτέρων της IUCN που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (2016)
Η παρούσα εργασία ερευνά τις βιοκοινότητες των πεταλούδων, των ορθοπτέρων και των αγγειοσπέρμων φυτών σε δέκα παροδικά πλημμυρισμένα λιβάδια υπό διαφορετικό καθεστώς ανθρωπογενούς διαταραχής (ΒΔ Ελλάδα). Η ένταση της διαταραχής εκτιμήθηκε με βάση τη συχνότητά της και τον τύπο της (βόσκηση, χορτονομή, ποδοπάτημα από ζώα, υποδομές).Τα πρότυπα κατανομής των πεταλούδων ρυθμίζονται από την υγρασία και το υψόμετρο (Redundancy Analysis). Το υψόμετρο, η αφθονία των ανθέων, η χαμηλή ένταση της διαταραχής και ο αριθμός των φυτικών ειδών προβλέπουν ικανοποιητικά τον αριθμό των ειδών των ορθοπτέρων, ενώ ο αριθμός των ειδών των ορθοπτέρων κι η υγρασία προβλέπουν ικανοποιητικά τον αριθμό των φυτικών ειδών (Generalized Linear Models). Το είδος Chorthippus lacustris, ένα κρισίμως κινδυνεύον και ενδημικό είδος σχετίζεται θετικά με τα υγρά μικρο-ενδιαιτήματα με μεγάλη αφθονία ανθέων. Η διαδικασία της ανάδειξης δεικτών κατέληξε στην εξαγωγής τεσσάρων ειδών πεταλούδων ως τυπικά είδη για ενδιαιτήματα με εμφανή την ύπαρξη φυτοφραχτών και δεντροστοιχιών. Η διαχείριση των περιοχών για τις πεταλούδες θα πρέπει να εστιάσει στη διατήρηση του υγρού χαρακτήρα των υγρών λιβαδιών, όπως και στη διατήρηση των φυτοφραχτών και των δεντροστοιχιών. Η μείωση της ανθρωπογενούς διαταραχής προς ένα σύστημα περιστασιακής βόσκησης και χορτονομής φαίνεται πως ωφελεί και τις πεταλούδες και τα ορθόπτερα. Τέλος, προτείνουμε τη χρήση των ορθοπτέρων ως δείκτες για τα φυτά και αντίστροφα, δεδομένων της σύγκλισης των προτύπων κατανομής τους. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στo Ευρωπαϊκό κόκκινο βιβλίο των Ορθοπτέρων της IUCN που δημοσιεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση (2016)
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διερεύνηση της χωρικής δομής των τοπίων. Υπάρχουν πολλοί δείκτες, αλλά η έρευνα επί της δυνατότητάς τους να καταδεικνύουν τον πλούτο των ειδών σε διαφορετικές κλίμακες είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο - Εθνικό Πάρκο Δαδιάς (Ελλάδα), διερευνήσαμε την εφαρμογή 52 δεικτών τοπίου ως δείκτες του αριθμού των ειδών για έξι τάξα (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά και μικρά χερσαία πουλιά) καθώς και για το συνολικό αριθμό των ειδών. Υπολογίσαμε του δείκτες του τοπίου σε κύκλους πέντε διαφορετικών μεγεθών για κάθε μία από τις 30 δειγματοληπτικές επιφάνειες. Εφαρμόσαμε γραμμικά μικτά μοντέλα για να εκτιμήσουμε τις σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μετρικών του τοπίου και του αριθμού των ειδών, και για να εκτιμήσουμε την επίδραση του έκτασης της επιφάνειας στη καλή λειτουργία των μετρικών. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως οι δείκτες του τοπίου ήταν καλοί δείκτες για το συνολικό αριθμό των ειδών, καθώς και για το αριθμό των ξυλωδών ειδών, των ορθοπτέρων και των ερπετών. Οι δείκτες που μετρούσαν το σχήμα των τεμαχίων, την εγγύτητα, την υφή και την ποικιλότητα του τοπίου οδηγούσαν συχνά σε μοντέλα καλής προσαρμοστικότητας, ενώ αυτοί που μετρούσαν την έκταση των τεμαχίων, την ομοιότητα και τη αντίθεση των παρυφών των τεμαχίων σπάνια οδηγούσαν στα σημαντικά στατιστικά μοντέλα. Η χωρική κλίμακα επηρέαζε την επίδοση των δεικτών του τοπίου, καθώς τα ξυλώδη είδη, τα ορθόπτερα και τα μικρά χερσαία πουλιά μπορούσαν να προβλεφθούν καλύτερα σε μικρότερου μεγέθους επιφάνειες, ενώ τα ερπετά συνήθως σε μεγαλύτερες επιφάνειες. Τα ως άνω πρότυπα συσχετίσεων και επιδόσεων των δεικτών του τοπίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατανόηση της δομής του τοπίου ως βασικό παράγοντα και δείκτη της βιοποικιλότητας, καθώς και στη βελτίωση των διαχειριστικών αποφάσεων για τα δάση και το τοπίο σε Μεσογειακά και άλλα δασικά μωσαϊκά..
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρέως για τη διερεύνηση της χωρικής δομής των τοπίων. Υπάρχουν πολλοί δείκτες, αλλά η έρευνα επί της δυνατότητάς τους να καταδεικνύουν τον πλούτο των ειδών σε διαφορετικές κλίμακες είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο - Εθνικό Πάρκο Δαδιάς (Ελλάδα), διερευνήσαμε την εφαρμογή 52 δεικτών τοπίου ως δείκτες του αριθμού των ειδών για έξι τάξα (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά και μικρά χερσαία πουλιά) καθώς και για το συνολικό αριθμό των ειδών. Υπολογίσαμε του δείκτες του τοπίου σε κύκλους πέντε διαφορετικών μεγεθών για κάθε μία από τις 30 δειγματοληπτικές επιφάνειες. Εφαρμόσαμε γραμμικά μικτά μοντέλα για να εκτιμήσουμε τις σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ των μετρικών του τοπίου και του αριθμού των ειδών, και για να εκτιμήσουμε την επίδραση του έκτασης της επιφάνειας στη καλή λειτουργία των μετρικών. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως οι δείκτες του τοπίου ήταν καλοί δείκτες για το συνολικό αριθμό των ειδών, καθώς και για το αριθμό των ξυλωδών ειδών, των ορθοπτέρων και των ερπετών. Οι δείκτες που μετρούσαν το σχήμα των τεμαχίων, την εγγύτητα, την υφή και την ποικιλότητα του τοπίου οδηγούσαν συχνά σε μοντέλα καλής προσαρμοστικότητας, ενώ αυτοί που μετρούσαν την έκταση των τεμαχίων, την ομοιότητα και τη αντίθεση των παρυφών των τεμαχίων σπάνια οδηγούσαν στα σημαντικά στατιστικά μοντέλα. Η χωρική κλίμακα επηρέαζε την επίδοση των δεικτών του τοπίου, καθώς τα ξυλώδη είδη, τα ορθόπτερα και τα μικρά χερσαία πουλιά μπορούσαν να προβλεφθούν καλύτερα σε μικρότερου μεγέθους επιφάνειες, ενώ τα ερπετά συνήθως σε μεγαλύτερες επιφάνειες. Τα ως άνω πρότυπα συσχετίσεων και επιδόσεων των δεικτών του τοπίου μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατανόηση της δομής του τοπίου ως βασικό παράγοντα και δείκτη της βιοποικιλότητας, καθώς και στη βελτίωση των διαχειριστικών αποφάσεων για τα δάση και το τοπίο σε Μεσογειακά και άλλα δασικά μωσαϊκά..
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης είναι ένα σοβαρό θέμα στη σφαίρα της διαχείρισης και προστασίας για τα απομακρυσμένα οικοσυστήματα των Μεσογειακών βουνών. Παρότι η επίδρασή της στα πουλιά ή τις πεταλούδες έχει επαρκώς μελετηθεί, η γνώση μας παραμένει φτωχή για άλλες ομάδες ασπονδύλων όπως οι αράχνες. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία για τις εδαφόβιες αράχνες (Gnaphosidae, Liocranidae, Miturgidae and Corrinidae) σε 20 τυχαία επιλεγμένες επιφάνειες (1km X 1km, 15 παγίδες εδάφους), εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, οι οποίες αντιπροσώπευαν τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως αγροτική εγκατάλειψη προκαλεί μείωση του πλούτου των ειδών και της ποικιλότητάς τους (Simpson index), καθώς τα δάση με κάλυψη >75% ήταν φτωχότερα. Αποδείξαμε επίσης το θετικό ρόλο της ήπιας βόσκησης (0.4-4 κτηνοτροφικές μονάδες/km2) για την αφθονία των εδαφόβιων αραχνών. Η ανάλυση της βιοκοινότητας κατέδειξε την ύπαρξη τεσσάρων διακριτών ομάδων συμπατρικών ειδών, ενώ τα γενικευμένα γραμμικά μοντέλα (GLM) σε επίπεδο ομάδων και ειδών απέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο της δάσωσης, και δευτερευόντως άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων όπως η υγρασία, το υψόμετρο και το γεωγραφικό μήκος, στη ρύθμιση των προτύπων κατανομής των ειδών αραχνών. Τα μέτρα προστασίας για τη διατήρηση των εδαφόβιων αραχνών θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, όπως η μικρής κλίμακας γεωργία και η ήπια βόσκηση, ώστε να διατηρηθούν τα ανοιχτά και ημι-ανοιχτά αγροτικά μωσαϊκά.
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης είναι ένα σοβαρό θέμα στη σφαίρα της διαχείρισης και προστασίας για τα απομακρυσμένα οικοσυστήματα των Μεσογειακών βουνών. Παρότι η επίδρασή της στα πουλιά ή τις πεταλούδες έχει επαρκώς μελετηθεί, η γνώση μας παραμένει φτωχή για άλλες ομάδες ασπονδύλων όπως οι αράχνες. Στην παρούσα εργασία πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία για τις εδαφόβιες αράχνες (Gnaphosidae, Liocranidae, Miturgidae and Corrinidae) σε 20 τυχαία επιλεγμένες επιφάνειες (1km X 1km, 15 παγίδες εδάφους), εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, οι οποίες αντιπροσώπευαν τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως αγροτική εγκατάλειψη προκαλεί μείωση του πλούτου των ειδών και της ποικιλότητάς τους (Simpson index), καθώς τα δάση με κάλυψη >75% ήταν φτωχότερα. Αποδείξαμε επίσης το θετικό ρόλο της ήπιας βόσκησης (0.4-4 κτηνοτροφικές μονάδες/km2) για την αφθονία των εδαφόβιων αραχνών. Η ανάλυση της βιοκοινότητας κατέδειξε την ύπαρξη τεσσάρων διακριτών ομάδων συμπατρικών ειδών, ενώ τα γενικευμένα γραμμικά μοντέλα (GLM) σε επίπεδο ομάδων και ειδών απέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο της δάσωσης, και δευτερευόντως άλλων περιβαλλοντικών παραγόντων όπως η υγρασία, το υψόμετρο και το γεωγραφικό μήκος, στη ρύθμιση των προτύπων κατανομής των ειδών αραχνών. Τα μέτρα προστασίας για τη διατήρηση των εδαφόβιων αραχνών θα πρέπει να επικεντρωθούν στην προώθηση των παραδοσιακών γεωργικών πρακτικών, όπως η μικρής κλίμακας γεωργία και η ήπια βόσκηση, ώστε να διατηρηθούν τα ανοιχτά και ημι-ανοιχτά αγροτικά μωσαϊκά.
Η αγροτική εγκατάλειψη είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής και νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού στις απομακρυσμένες περιοχές ήταν ακόμη πιο έντονο στην Κροατία λόγω των πολεμικών συρράξεων, ώστε η αγροτική εγκατάλειψη να είναι πιο έντονη. Τα αγροτικά οικοσυστήματα στην Κροατία δεν είναι ενιαία, αλλά εναλλάσσονται με δασικά ενδιαιτήματα, ως αποτέλεσμα της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας. Η δάσωση που έπεται της γεωργικής εγκατάλειψης επηρεάζει τα πουλιά των αγρών, τα οποία είναι από τα πιο απειλούμενα της Ευρώπης. Στην εργασία μας αυτή, εξετάσαμε τη βιοκοινότητα των πουλιών κατά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης, η οποία εκφράστηκε ως τέσσερεις κατηγορίες αυξανόμενης δασικής κάλυψης. Τα αποτελέσματά μας δεν έδειξαν σημαντική επίδραση της εγκατάλειψης στην ποικιλότητα των πουλιών (Shannon index) και οι τέσσερις κατηγορίες δάσωσης δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ορνιθολογική τους αξία διατήρησης. Υπήρχαν ωστόσο σημαντικές διαφορές στην αφθονία των πουλιών. εξετάζοντας χωριστά τρεις διαφορετικές οικολογικές ομάδες (guilds): τα αγροτικά, δασικά και «άλλα» είδη πουλιών. Εξάγαμε τέσσερα είδη (Emberiza citrinella, Lanius collurio, Turdus philomelos, Erithacus rubecula) ως δυνάμενους δείκτες του βαθμού εγκατάλειψης για τις τέσσερις κλάσεις δάσωσης αντίστοιχα. Με τα ως άνω είδη μοντελοποιήσαμε επιτυχώς την κατανομή των καταγεγραμμένων ομάδων ειδών σε επίπεδο δειγματοληπτικής επιφάνειας στη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη να υιοθετηθούν νέες και ολιστικές οπτικές για τις χρήσεις γης στις περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί, με στόχο την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής διατήρησης και προστασίας.
Η αγροτική εγκατάλειψη είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο στις αγροτικές περιοχές, ιδιαίτερα στις πρώην κομμουνιστικές χώρες της ανατολικής και νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, το φαινόμενο της μείωσης του πληθυσμού στις απομακρυσμένες περιοχές ήταν ακόμη πιο έντονο στην Κροατία λόγω των πολεμικών συρράξεων, ώστε η αγροτική εγκατάλειψη να είναι πιο έντονη. Τα αγροτικά οικοσυστήματα στην Κροατία δεν είναι ενιαία, αλλά εναλλάσσονται με δασικά ενδιαιτήματα, ως αποτέλεσμα της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας. Η δάσωση που έπεται της γεωργικής εγκατάλειψης επηρεάζει τα πουλιά των αγρών, τα οποία είναι από τα πιο απειλούμενα της Ευρώπης. Στην εργασία μας αυτή, εξετάσαμε τη βιοκοινότητα των πουλιών κατά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης, η οποία εκφράστηκε ως τέσσερεις κατηγορίες αυξανόμενης δασικής κάλυψης. Τα αποτελέσματά μας δεν έδειξαν σημαντική επίδραση της εγκατάλειψης στην ποικιλότητα των πουλιών (Shannon index) και οι τέσσερις κατηγορίες δάσωσης δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ορνιθολογική τους αξία διατήρησης. Υπήρχαν ωστόσο σημαντικές διαφορές στην αφθονία των πουλιών. εξετάζοντας χωριστά τρεις διαφορετικές οικολογικές ομάδες (guilds): τα αγροτικά, δασικά και «άλλα» είδη πουλιών. Εξάγαμε τέσσερα είδη (Emberiza citrinella, Lanius collurio, Turdus philomelos, Erithacus rubecula) ως δυνάμενους δείκτες του βαθμού εγκατάλειψης για τις τέσσερις κλάσεις δάσωσης αντίστοιχα. Με τα ως άνω είδη μοντελοποιήσαμε επιτυχώς την κατανομή των καταγεγραμμένων ομάδων ειδών σε επίπεδο δειγματοληπτικής επιφάνειας στη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Υπογραμμίζουμε την ανάγκη να υιοθετηθούν νέες και ολιστικές οπτικές για τις χρήσεις γης στις περιοχές που έχουν εγκαταλειφθεί, με στόχο την εφαρμογή κατάλληλης πολιτικής διατήρησης και προστασίας.
Η εγκατάλειψη της γεωργικής γης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της αλλαγής χρήσεων γης, οδηγώντας σε ποικίλες αποκρίσεις των αγροτικών βιοκοινοτήτων. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στα στρουθιόμορφα πουλιά, πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία σε 20 τυχαίες επιφάνειες (1kmΧ1km) σε ορεινές περιοχές της ΒΔ Ελλάδας εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, ώστε να αντανακλάται η διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο των σημείων ακοής (169 σημεία)για να καταγράψουμε 47 είδη και αναλύσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Βρέθηκε πως η βόσκηση έχει επιθυμητό αποτέλεσμα ως προς την ανακοπή του φαινομένου της δάσωσης που ακολουθεί τη γεωργική εγκατάλειψη. Η σύνθεση των ενδιαιτημάτων αλλάζει σταδιακά ως προς τη διαβάθμιση με τα δάση να εξαπλώνονται εις βάρος των βοσκοτόπων και λιβαδικών εκτάσεων. Η δάσωση έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην ποικιλότητα και στον αριθμό των ειδών των πουλιών, και ιδιαίτερα στα τυπικά αγροτικά πουλιά και στα είδη των Μεσογειακών θαμνώνων. Πέντε ομάδες ειδών διακρίνονται ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης: (α) είδη των πευκοδασών και είδη που προτιμούν τις δασικές κοιλότητες, (β) είδη που προτιμούν ανοιχτά δάση, παρυφές δασών και οικοτόνους, (γ) είδη των θαμνώνων ή των ημιανοιχτών θαμνώνων, (δ) Μεσογειακά αγροτικά πουλιά που προτιμούν ημι-ανοιχτά ενδιαιτήματα με φυτοφράχτες ή νησίδες δάσους, και (ε) είδη με γενικευμένη οικοθέση των δασών και θαμνώνων. Εντοπίσαμε 22 είδη που αντιπροσωπεύουν τις παραπάνω οικολογικές κοινότητες, ως ένα νέο διαχειριστικό εργαλείο παρακολούθησης της αλλαγής της γεωργικής χρήσης γης. Προτείνουμε πως η διατήρηση των αγροτικών μωσαϊκών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της αγροτικής πολιτικής όσον αφορά στη διατήρηση της βιοκοινότητας των αγροτικών πουλιών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δυο σημαντικά κείμενα πολιτικής. (α) Στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). (β) FAO- Food and Agricultural Organization of the United Nations: Biodiversity for food and agriculture and ecosystem services (2020)
Η εγκατάλειψη της γεωργικής γης είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες της αλλαγής χρήσεων γης, οδηγώντας σε ποικίλες αποκρίσεις των αγροτικών βιοκοινοτήτων. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στα στρουθιόμορφα πουλιά, πραγματοποιήσαμε δειγματοληψία σε 20 τυχαίες επιφάνειες (1kmΧ1km) σε ορεινές περιοχές της ΒΔ Ελλάδας εντός τεσσάρων κατηγοριών δασικής διαδοχής, ώστε να αντανακλάται η διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Χρησιμοποιήσαμε τη μέθοδο των σημείων ακοής (169 σημεία)για να καταγράψουμε 47 είδη και αναλύσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης. Βρέθηκε πως η βόσκηση έχει επιθυμητό αποτέλεσμα ως προς την ανακοπή του φαινομένου της δάσωσης που ακολουθεί τη γεωργική εγκατάλειψη. Η σύνθεση των ενδιαιτημάτων αλλάζει σταδιακά ως προς τη διαβάθμιση με τα δάση να εξαπλώνονται εις βάρος των βοσκοτόπων και λιβαδικών εκτάσεων. Η δάσωση έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην ποικιλότητα και στον αριθμό των ειδών των πουλιών, και ιδιαίτερα στα τυπικά αγροτικά πουλιά και στα είδη των Μεσογειακών θαμνώνων. Πέντε ομάδες ειδών διακρίνονται ως προς τη διαβάθμιση της εγκατάλειψης: (α) είδη των πευκοδασών και είδη που προτιμούν τις δασικές κοιλότητες, (β) είδη που προτιμούν ανοιχτά δάση, παρυφές δασών και οικοτόνους, (γ) είδη των θαμνώνων ή των ημιανοιχτών θαμνώνων, (δ) Μεσογειακά αγροτικά πουλιά που προτιμούν ημι-ανοιχτά ενδιαιτήματα με φυτοφράχτες ή νησίδες δάσους, και (ε) είδη με γενικευμένη οικοθέση των δασών και θαμνώνων. Εντοπίσαμε 22 είδη που αντιπροσωπεύουν τις παραπάνω οικολογικές κοινότητες, ως ένα νέο διαχειριστικό εργαλείο παρακολούθησης της αλλαγής της γεωργικής χρήσης γης. Προτείνουμε πως η διατήρηση των αγροτικών μωσαϊκών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα της αγροτικής πολιτικής όσον αφορά στη διατήρηση της βιοκοινότητας των αγροτικών πουλιών. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε δυο σημαντικά κείμενα πολιτικής. (α) Στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016). (β) FAO- Food and Agricultural Organization of the United Nations: Biodiversity for food and agriculture and ecosystem services (2020)
Το Ευρωπαϊκό δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών θα μπορούσε να καταστεί ανεπαρκές υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση που τα είδη αλλάξουν την κατανομή τους προς μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και υψόμετρα, όπως αναμένεται. Ιδιαίτερα η περιοχή της Μεσογείου είναι ανεπαρκώς μελετημένη ως προς τις αναμενόμενες αποκρίσεις των ειδών στην κλιματική αλλαγή. Η παρούσα έρευνα αφορά στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις πεταλούδες, θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς. Για αυτό το σκοπό, διερευνήσαμε την αλλαγή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μακροχρόνια (1998-2011/2012) και βραχυχρόνια βάση (2011-2012), συλλέγοντας δεδομένα σχετικής αφθονίας των ειδών σε 21 και 18 διαδρομές για τα έτη 2011 και 2012 αντίστοιχα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1998. Η θερμοκρασιακή μεταβολή εκτιμήθηκε για ένα διάστημα 22 ετών (1990-2012), εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν και οι τρεις δειγματοληψίες. Εκτιμήσαμε τις αλλαγές στη σύνθεση της βιοκοινότητας και στην ποικιλότητα των πεταλούδων, θεωρώντας (α) την κατανομή των ειδών ως προς το υψόμετρο στην Ελλάδα, και (β) τον Ευρωπαϊκό «Θερμοκρασιακό δείκτη της βιοκοινότητας», ο οποίος υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των θερμοκρασιών των περιοχών όπου απαντάται κάθε είδος στην Ευρώπη, σταθμισμένος με την αφθονία του κάθε είδους ανά δειγματοληπτική περιοχή και έτος. Παρά το μακροχρόνιο καθεστώς προστασίας στην περιοχή του Ε.Π. της Δαδιάς και την επακόλουθη σταθερότητα των χρήσεων γης στην περιοχή μελέτης, βρήκαμε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη σύνθεση της βιοκοινότητας των πεταλούδων κατά το διάστημα των 13 ετών, συνακόλουθα με μια αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της τάξεως του 0.95°C. Αντίθετα, η ανάλυσή μας δεν έδειξε να υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στη σύνθεση της βιοκοινότητας μεταξύ δύο διαδοχικών ετών (2011-12), υποδηλώνοντας πως η μεταβλητότητα της σύνθεσης της βιοκοινότητας σε μακροχρόνια βάση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων περιβαλλοντικών αλλαγών, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρατηρήσαμε μια αύξηση της αφθονίας των ειδών που προτιμούν ενδιαιτήματα χαμηλότερων υψομέτρων, ενώ αντίθετα οι αφθονίες των ειδών μεγαλύτερων υψομέτρων μειώθηκαν. Ο Θερμοκρασιακός Δείκτης της Βιοκοινότητας βρέθηκε να αυξάνεται σε όλα τα ενδιαιτήματα, πλην των αγροτικών περιοχών. Αν παρόμοιες αλλαγές καταγραφούν και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές και σε άλλες ταξινομικές ομάδες στη Μεσόγειο, είναι αναγκαία η υιοθέτηση μιας νέας οπτικής και ο σχεδιασμός νέων μέτρων προστασίας και διαχείρισης στην Ευρώπη, για τη διατήρησης των ειδών σε μακροχρόνια βάση. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Το Ευρωπαϊκό δίκτυο των προστατευόμενων περιοχών θα μπορούσε να καταστεί ανεπαρκές υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής, σε περίπτωση που τα είδη αλλάξουν την κατανομή τους προς μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη και υψόμετρα, όπως αναμένεται. Ιδιαίτερα η περιοχή της Μεσογείου είναι ανεπαρκώς μελετημένη ως προς τις αναμενόμενες αποκρίσεις των ειδών στην κλιματική αλλαγή. Η παρούσα έρευνα αφορά στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις πεταλούδες, θεωρώντας ως υπόθεση εργασίας το Εθνικό Πάρκο της Δαδιάς. Για αυτό το σκοπό, διερευνήσαμε την αλλαγή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μακροχρόνια (1998-2011/2012) και βραχυχρόνια βάση (2011-2012), συλλέγοντας δεδομένα σχετικής αφθονίας των ειδών σε 21 και 18 διαδρομές για τα έτη 2011 και 2012 αντίστοιχα, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1998. Η θερμοκρασιακή μεταβολή εκτιμήθηκε για ένα διάστημα 22 ετών (1990-2012), εντός του οποίου πραγματοποιήθηκαν και οι τρεις δειγματοληψίες. Εκτιμήσαμε τις αλλαγές στη σύνθεση της βιοκοινότητας και στην ποικιλότητα των πεταλούδων, θεωρώντας (α) την κατανομή των ειδών ως προς το υψόμετρο στην Ελλάδα, και (β) τον Ευρωπαϊκό «Θερμοκρασιακό δείκτη της βιοκοινότητας», ο οποίος υπολογίζεται ως ο μέσος όρος των θερμοκρασιών των περιοχών όπου απαντάται κάθε είδος στην Ευρώπη, σταθμισμένος με την αφθονία του κάθε είδους ανά δειγματοληπτική περιοχή και έτος. Παρά το μακροχρόνιο καθεστώς προστασίας στην περιοχή του Ε.Π. της Δαδιάς και την επακόλουθη σταθερότητα των χρήσεων γης στην περιοχή μελέτης, βρήκαμε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στη σύνθεση της βιοκοινότητας των πεταλούδων κατά το διάστημα των 13 ετών, συνακόλουθα με μια αύξηση της μέσης ετήσιας θερμοκρασίας της τάξεως του 0.95°C. Αντίθετα, η ανάλυσή μας δεν έδειξε να υπάρχει σημαντική μεταβλητότητα στη σύνθεση της βιοκοινότητας μεταξύ δύο διαδοχικών ετών (2011-12), υποδηλώνοντας πως η μεταβλητότητα της σύνθεσης της βιοκοινότητας σε μακροχρόνια βάση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων περιβαλλοντικών αλλαγών, όπως η υπερθέρμανση του πλανήτη. Παρατηρήσαμε μια αύξηση της αφθονίας των ειδών που προτιμούν ενδιαιτήματα χαμηλότερων υψομέτρων, ενώ αντίθετα οι αφθονίες των ειδών μεγαλύτερων υψομέτρων μειώθηκαν. Ο Θερμοκρασιακός Δείκτης της Βιοκοινότητας βρέθηκε να αυξάνεται σε όλα τα ενδιαιτήματα, πλην των αγροτικών περιοχών. Αν παρόμοιες αλλαγές καταγραφούν και σε άλλες προστατευόμενες περιοχές και σε άλλες ταξινομικές ομάδες στη Μεσόγειο, είναι αναγκαία η υιοθέτηση μιας νέας οπτικής και ο σχεδιασμός νέων μέτρων προστασίας και διαχείρισης στην Ευρώπη, για τη διατήρησης των ειδών σε μακροχρόνια βάση. Εφαρμογή: Διαχείριση στην Ελλάδα. H εργασία λήφθηκε υπόψη στο 2ο Ειδικό Διαχειριστικό Σχέδιο του Εθνικού Πάρκου Δάσους «Δαδιάς–Λευκίμμης-Σουφλίου» (Ζώνη Α). Περίοδος εφαρμογής: 2017-2026
Η βιοποικιλότητα συνεχίζει να μειώνεται υπό την επίδραση των ανθρωπογενών πιέσεων, όπως η καταστροφή των βιοτόπων, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ρύπανση και η εισαγωγή ξενικών ειδών. Τα χαρισματικά είδη κυριαρχούν σήμερα στις υπάρχουσες παγκόσμιες βάσεις δεδομένων ως προς την κατάσταση απειλής ή τα πληθυσμιακά δεδομένα χρονοσειρών. Η ενοποίηση βάσεων δεδομένων μεγάλης ταξινομικής και βιογεωγραφικής κάλυψης, οι οποίες να μπορούν να υποστηρίξουν και τον υπολογισμό δεικτών βιοποικιλότητας, είναι απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών μειώσεων της βιοποικιλότητας και να προβλέψουν – και αποτρέψουν – μελλοντικές μειώσεις. Σε αυτήν την εργασία δημιουργούμε και περιγράφουμε μια νέα βάση δεδομένων με άνω των 1,6 εκ. δειγμάτων από 78 χώρες, αντιπροσωπεύοντας 28.000 είδη. Τα δεδομένα προέρχονται από εργασίες τοπικής κλίμακας, οι οποίες αναφέρονται σε χερσαία οικοσυστήματα και συγκρίνουν τα χωρικά πρότυπα κατανομής της βιοποικιλότητας ως προς ανθρωπογενείς πιέσεις σε όλον τον κόσμο. Η βάση περιλαμβάνει μετρήσεις από 208 (εκ των 814) οικοπεριοχές, 13 (εκ των 14) βιολογικές σφαίρες (biomes), 25 (εκ των 35) κέντρα βιοποικιλότητας (hotspots) και 16 (εκ των 17) χώρες μεγάλης ποικιλότητας. Η βάση δεδομένων περιέχει πάνω από 1% των γνωστών ειδών και πάνω από 1% των γνωστών ειδών εντός πολλών τάξα – περιλαμβάνοντας ανθοφόρα φυτά, γυμνόσπερμα, πουλιά, θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια, σκαθάρια, λεπιδόπτερα και υμενόπτερα. Η βάση επομένως είναι σημαντικά μεγαλύτερη και πολύ πιο αντιπροσωπευτική από αυτές που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μοντελοποίηση των τάσεων και των αποκρίσεων της βιοποικιλότητας. Η βάση δημιουργήθηκε ως μέρος του προγράμματος PREDICTS (Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems – www.predicts.org.uk). Στην παρούσα εργασία περιγράφεται συνοπτικά η βάση, ενώ η πλήρης βάση θα είναι διαθέσιμη το 2015.
Η βιοποικιλότητα συνεχίζει να μειώνεται υπό την επίδραση των ανθρωπογενών πιέσεων, όπως η καταστροφή των βιοτόπων, η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η ρύπανση και η εισαγωγή ξενικών ειδών. Τα χαρισματικά είδη κυριαρχούν σήμερα στις υπάρχουσες παγκόσμιες βάσεις δεδομένων ως προς την κατάσταση απειλής ή τα πληθυσμιακά δεδομένα χρονοσειρών. Η ενοποίηση βάσεων δεδομένων μεγάλης ταξινομικής και βιογεωγραφικής κάλυψης, οι οποίες να μπορούν να υποστηρίξουν και τον υπολογισμό δεικτών βιοποικιλότητας, είναι απαραίτητες για την καλύτερη κατανόηση των ιστορικών μειώσεων της βιοποικιλότητας και να προβλέψουν – και αποτρέψουν – μελλοντικές μειώσεις. Σε αυτήν την εργασία δημιουργούμε και περιγράφουμε μια νέα βάση δεδομένων με άνω των 1,6 εκ. δειγμάτων από 78 χώρες, αντιπροσωπεύοντας 28.000 είδη. Τα δεδομένα προέρχονται από εργασίες τοπικής κλίμακας, οι οποίες αναφέρονται σε χερσαία οικοσυστήματα και συγκρίνουν τα χωρικά πρότυπα κατανομής της βιοποικιλότητας ως προς ανθρωπογενείς πιέσεις σε όλον τον κόσμο. Η βάση περιλαμβάνει μετρήσεις από 208 (εκ των 814) οικοπεριοχές, 13 (εκ των 14) βιολογικές σφαίρες (biomes), 25 (εκ των 35) κέντρα βιοποικιλότητας (hotspots) και 16 (εκ των 17) χώρες μεγάλης ποικιλότητας. Η βάση δεδομένων περιέχει πάνω από 1% των γνωστών ειδών και πάνω από 1% των γνωστών ειδών εντός πολλών τάξα – περιλαμβάνοντας ανθοφόρα φυτά, γυμνόσπερμα, πουλιά, θηλαστικά, ερπετά, αμφίβια, σκαθάρια, λεπιδόπτερα και υμενόπτερα. Η βάση επομένως είναι σημαντικά μεγαλύτερη και πολύ πιο αντιπροσωπευτική από αυτές που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μοντελοποίηση των τάσεων και των αποκρίσεων της βιοποικιλότητας. Η βάση δημιουργήθηκε ως μέρος του προγράμματος PREDICTS (Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems – www.predicts.org.uk). Στην παρούσα εργασία περιγράφεται συνοπτικά η βάση, ενώ η πλήρης βάση θα είναι διαθέσιμη το 2015.
Τα αγροτικά πουλιά είναι γνωστό πως μειώνονται έντονα στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια. Η αγροτική εγκατάλειψη θεωρείται πως αποτελεί το βασικό παράγοντα για τις αρνητικές πληθυσμιακές τους τάσεις. Αυτό το θέμα έχει ευρέως εξεταστεί στην Δυτική Ευρώπη, αλλά ελάχιστα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την Κεντρική και Ανατολική. Διερευνήσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη δομή της σε διαφορετικά στάδια δασικής διαδοχής που έπονται της αγροτικής εγκατάλειψης (από τη δεκαετία του 40) στη Βουλγαρία. Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν πως ο αριθμός των ειδών και η ποικιλότητα μειώνεται ως προς τα στάδια της δευτερογενούς διαδοχής της βλάστησης, αλλά η συνολική σχετική αφθονία δεν επηρεάζεται. Οι αλλαγές της βιοκοινότητας εντοπίστηκαν κυρίως στα λιβαδικά είδη πουλιών, καθώς παρουσίασαν μείωση αριθμού ειδών, ποικιλότητας και αφθονίας. Τα είδη Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης επίσης παρουσίαζαν μειωτική τάση. Η αναχαίτιση της απώλειας των αγροτικών πουλιών στις ορεινές περιοχές μικρής αποδοτικότητας της Βουλγαρίας θα πρέπει να ενισχυθεί η αειφορική αγροτική ανάπτυξη, μέσω της εφαρμογής αγρο-περιβαλλοντικών και άλλων μέτρων που θα ενθαρρύνουν τη διατήρηση της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας.
Τα αγροτικά πουλιά είναι γνωστό πως μειώνονται έντονα στην Ευρώπη τα τελευταία 30 χρόνια. Η αγροτική εγκατάλειψη θεωρείται πως αποτελεί το βασικό παράγοντα για τις αρνητικές πληθυσμιακές τους τάσεις. Αυτό το θέμα έχει ευρέως εξεταστεί στην Δυτική Ευρώπη, αλλά ελάχιστα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την Κεντρική και Ανατολική. Διερευνήσαμε τη διαφοροποίηση της βιοκοινότητας των πουλιών ως προς τη δομή της σε διαφορετικά στάδια δασικής διαδοχής που έπονται της αγροτικής εγκατάλειψης (από τη δεκαετία του 40) στη Βουλγαρία. Τα αποτελέσματά μας κατέδειξαν πως ο αριθμός των ειδών και η ποικιλότητα μειώνεται ως προς τα στάδια της δευτερογενούς διαδοχής της βλάστησης, αλλά η συνολική σχετική αφθονία δεν επηρεάζεται. Οι αλλαγές της βιοκοινότητας εντοπίστηκαν κυρίως στα λιβαδικά είδη πουλιών, καθώς παρουσίασαν μείωση αριθμού ειδών, ποικιλότητας και αφθονίας. Τα είδη Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης επίσης παρουσίαζαν μειωτική τάση. Η αναχαίτιση της απώλειας των αγροτικών πουλιών στις ορεινές περιοχές μικρής αποδοτικότητας της Βουλγαρίας θα πρέπει να ενισχυθεί η αειφορική αγροτική ανάπτυξη, μέσω της εφαρμογής αγρο-περιβαλλοντικών και άλλων μέτρων που θα ενθαρρύνουν τη διατήρηση της μικρής κλίμακας παραδοσιακής γεωργίας.
Στην παρούσα εργασία βρήκαμε πως η ετήσια επικράτεια (annual range) του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στο όρος Γκιώνα είναι 5502 ha. Η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν χαμηλή (2 άτομα/ 100ha). Τα εποχιακά πρότυπα της επικράτειας διέφεραν σημαντικά, με την ελάχιστη επικράτεια να σημειώνεται το καλοκαίρι και τη μέγιστη το χειμώνα (30% και 79% της ετήσιας επικράτειας αντίστοιχα). Το στρες από τη ζέστη κατά το καλοκαίρι, καθώς και η αναπαραγωγική δραστηριότητα κατά τo φθινόπωρο πιθανόν να σχετίζονται με το συσσωματικό πρότυπο κατανομής αυτές τις εποχές (έκταση πυρήνων κατανομής 28% και 22% αντίστοιχα, με βάση τον προσδιορισμό τους με τη μέθοδο Fixed Kernel Density Estimator). Τα αγριόγιδα βρέθηκε πως χρησιμοποιούν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα υψόμετρα το χειμώνα (1212m) από ότι το καλοκαίρι (2223 m) και σημαντικά πιο απότομες πλαγιές το χειμώνα (35ο). Η έκθεση δεν βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην επιλογή του ενδιαιτήματος. Η δημογραφική δομή ήταν ως εξής: κατσίκια (21%), βετούλια (8%), ενήλικα θηλυκά (35%), ενήλικα αρσενικά (36%). Απαιτείται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντιμετώπιση της λαθροθηρίας, του ανταγωνισμού με τα κτηνοτροφικά ζώα καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για τη διατήρηση του πληθυσμού του είδους στην Γκιώνα. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Στην παρούσα εργασία βρήκαμε πως η ετήσια επικράτεια (annual range) του Βαλκανικού αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra balcanica) στο όρος Γκιώνα είναι 5502 ha. Η πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν χαμηλή (2 άτομα/ 100ha). Τα εποχιακά πρότυπα της επικράτειας διέφεραν σημαντικά, με την ελάχιστη επικράτεια να σημειώνεται το καλοκαίρι και τη μέγιστη το χειμώνα (30% και 79% της ετήσιας επικράτειας αντίστοιχα). Το στρες από τη ζέστη κατά το καλοκαίρι, καθώς και η αναπαραγωγική δραστηριότητα κατά τo φθινόπωρο πιθανόν να σχετίζονται με το συσσωματικό πρότυπο κατανομής αυτές τις εποχές (έκταση πυρήνων κατανομής 28% και 22% αντίστοιχα, με βάση τον προσδιορισμό τους με τη μέθοδο Fixed Kernel Density Estimator). Τα αγριόγιδα βρέθηκε πως χρησιμοποιούν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερα υψόμετρα το χειμώνα (1212m) από ότι το καλοκαίρι (2223 m) και σημαντικά πιο απότομες πλαγιές το χειμώνα (35ο). Η έκθεση δεν βρέθηκε να έχει σημαντική επίδραση στην επιλογή του ενδιαιτήματος. Η δημογραφική δομή ήταν ως εξής: κατσίκια (21%), βετούλια (8%), ενήλικα θηλυκά (35%), ενήλικα αρσενικά (36%). Απαιτείται ιδιαίτερη πρόνοια για την αντιμετώπιση της λαθροθηρίας, του ανταγωνισμού με τα κτηνοτροφικά ζώα καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, για τη διατήρηση του πληθυσμού του είδους στην Γκιώνα. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Το δίκτυο Φύση 2000 συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα προστατευόμενων περιοχών, διεπόμενο από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες των πουλιών και των οικοτόπων και ειδών. Καθώς ο χωρικός σχεδιασμός του δικτύου ολοκληρώνεται, η μεγαλύτερη πρόκληση που τίθεται σήμερα είναι η σωστή διαχείριση των περιοχών του. Η παρούσα κοινωνική έρευνα αξιολογεί την πολύπλευρη εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000, με βάση τις απόψεις 242 επιστημόνων της βιολογίας διατήρησης, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην εφαρμογή του δικτύου σε 24 Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερωτώμενοι διέκριναν εφτά βασικούς παράγοντες που διέπουν την σωστή λειτουργία του δικτύου. Αυτοί ήταν με φθίνουσα σειρά θετικής αξιολόγησης οι εξής: σχεδιασμός του δικτύου, χρήση εξωτερικών πόρων, νομικό πλαίσιο, επιστημονική συμβολή, διαδικαστικό πλαίσιο, κοινωνική συμβολή, εθνική και τοπική πολιτική. Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες εξέφρασαν μέτρια ικανοποίηση ως προς την εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000. Η ανάλυσή μας (tree modeling) κατέδειξε πως η ανεπαρκής εφαρμογή των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν από τις βασικές αδυναμίες του δικτύου. Τα βασικά επιτεύγματα του δικτύου Φύση 2000 περιλάμβαναν τη σημαντική αύξηση της επιστημονικής γνώσης για τις περιοχές του δικτύου, τη μεγάλη συνεισφορά των μη κυβερνητικών οργανώσεων, τον κατάλληλο σχεδιασμό του δικτύου ως προς τη χωρική κάλυψη και την αντιπροσωπευτικότητά του, και τέλος την καταλληλότητα του συναφούς Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου. Στις βασικές αδυναμίες του δικτύου Φύση 2000 συγκαταλέγονταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του δικτύου, η αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη κατάλληλου γνωστικού υποβάθρου από τους τοπικούς παράγοντες, η οποία δυσχεραίνει την τεκμηριωμένη λήψη σωστών πολιτικών αποφάσεων, καθώς και η υποστελέχωση των αρμόδιων φορέων διαχείρισης. Οι πιο σημαντικές προτάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής του δικτύου Φύση 2000 ήταν περιλάμβαναν την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης του κοινού, την παροχή περιβαλλοντικής παιδείας ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, την εμπλοκή ειδικών επιστημόνων υψηλών προσόντων σχετικών με την προστασία και διατήρηση της φύσης, την ενίσχυση του ελέγχου της ποιότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και τέλος την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοδότησης του δίκτυο Φύση 2000. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε τρία κείμενα πολιτικής. (α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives. H εργασία λήφθηκε σοβαρά υπόψη (6 αναφορές εντός κειμένου) στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (2016). (β) IUCN-International Union for Conservation of Nature. Εντός της σειράς Best Practice Protected Area Guidelines Series. Τίτλος: Lignes directrices pour les aires protégées à gouvernance privée. (2020) (γ) US National Academy Press. A Review of the Landscape Conservation Cooperatives (2016)
Το δίκτυο Φύση 2000 συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα προστατευόμενων περιοχών, διεπόμενο από τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες των πουλιών και των οικοτόπων και ειδών. Καθώς ο χωρικός σχεδιασμός του δικτύου ολοκληρώνεται, η μεγαλύτερη πρόκληση που τίθεται σήμερα είναι η σωστή διαχείριση των περιοχών του. Η παρούσα κοινωνική έρευνα αξιολογεί την πολύπλευρη εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000, με βάση τις απόψεις 242 επιστημόνων της βιολογίας διατήρησης, οι οποίοι ενεπλάκησαν στην εφαρμογή του δικτύου σε 24 Ευρωπαϊκές χώρες. Οι ερωτώμενοι διέκριναν εφτά βασικούς παράγοντες που διέπουν την σωστή λειτουργία του δικτύου. Αυτοί ήταν με φθίνουσα σειρά θετικής αξιολόγησης οι εξής: σχεδιασμός του δικτύου, χρήση εξωτερικών πόρων, νομικό πλαίσιο, επιστημονική συμβολή, διαδικαστικό πλαίσιο, κοινωνική συμβολή, εθνική και τοπική πολιτική. Σε γενικές γραμμές, οι επιστήμονες εξέφρασαν μέτρια ικανοποίηση ως προς την εφαρμογή του δικτύου Φύση 2000. Η ανάλυσή μας (tree modeling) κατέδειξε πως η ανεπαρκής εφαρμογή των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων ήταν από τις βασικές αδυναμίες του δικτύου. Τα βασικά επιτεύγματα του δικτύου Φύση 2000 περιλάμβαναν τη σημαντική αύξηση της επιστημονικής γνώσης για τις περιοχές του δικτύου, τη μεγάλη συνεισφορά των μη κυβερνητικών οργανώσεων, τον κατάλληλο σχεδιασμό του δικτύου ως προς τη χωρική κάλυψη και την αντιπροσωπευτικότητά του, και τέλος την καταλληλότητα του συναφούς Ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου. Στις βασικές αδυναμίες του δικτύου Φύση 2000 συγκαταλέγονταν η έλλειψη πολιτικής βούλησης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο για την επίτευξη των περιβαλλοντικών στόχων του δικτύου, η αρνητική στάση των τοπικών κοινωνιών, η έλλειψη κατάλληλου γνωστικού υποβάθρου από τους τοπικούς παράγοντες, η οποία δυσχεραίνει την τεκμηριωμένη λήψη σωστών πολιτικών αποφάσεων, καθώς και η υποστελέχωση των αρμόδιων φορέων διαχείρισης. Οι πιο σημαντικές προτάσεις για τη βελτίωση της εφαρμογής του δικτύου Φύση 2000 ήταν περιλάμβαναν την ενίσχυση της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης του κοινού, την παροχή περιβαλλοντικής παιδείας ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, την εμπλοκή ειδικών επιστημόνων υψηλών προσόντων σχετικών με την προστασία και διατήρηση της φύσης, την ενίσχυση του ελέγχου της ποιότητας των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, και τέλος την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Ευρωπαϊκού ταμείου χρηματοδότησης του δίκτυο Φύση 2000. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη σε τρία κείμενα πολιτικής. (α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives. H εργασία λήφθηκε σοβαρά υπόψη (6 αναφορές εντός κειμένου) στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (2016). (β) IUCN-International Union for Conservation of Nature. Εντός της σειράς Best Practice Protected Area Guidelines Series. Τίτλος: Lignes directrices pour les aires protégées à gouvernance privée. (2020) (γ) US National Academy Press. A Review of the Landscape Conservation Cooperatives (2016)
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως δείκτες στην οικολογική μοντελοποίηση. Οι διαθέσιμοι δείκτες τοπίου είναι πολλοί, ώστε η επιλογή των κατάλληλων μόνο δεικτών να αποτελεί πρόκληση στην ανάπτυξη των μοντέλων. Σε αυτήν την εργασία, ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα των μεθόδων για την επιλογή τριών ομάδων δεικτών τοπίων, με στόχο να χρησιμοποιηθούν στην πρόβλεψη του αριθμού των ειδών έξι ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά), καθώς και του συνολικού αριθμού των ειδών, μέσω μοντέλων σε ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο. Οι μέθοδοι περιελάμβαναν (α) τη γνώμη του ειδικού (expert opinion), (β) την ανάλυση κλαδογράμματος αποφάσεων (decision tree analysis), (γ) την ανάλυση κυρίων συνιστωσών (principal component analysis), και (δ) την ανάλυση κύριας παλινδρόμησης (principal component regression). Οι παραπάνω μέθοδοι συγκρίθηκαν ως προς την τυχαία επιλογή και την άριστη επιλογή δεικτών (συστηματικός έλεγχος όλων των συνδυασμών δεικτών τοπίου). Όλες οι μέθοδοι είχαν σημαντικά χειρότερη επίδοση ως προς την ιδανική μέθοδο, ενώ οι στατιστικές μέθοδοι (β-δ) είχαν καλύτερη επίδοση από την τυχαία επιλογή, ενώ η γνώμη του ειδικού είχε χειρότερη επίδοση από την τυχαία επιλογή. Καταλήξαμε επομένως πως η διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων δεικτών για τη μοντελοποίηση της βιοποικιλότητας δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του συστηματικού ελέγχου όλων των δεικτών του τοπίου δεν αναμένεται να καταδείξουν κατάλληλους δείκτες.
Οι δείκτες του τοπίου (landscape metrics) χρησιμοποιούνται ευρύτατα ως δείκτες στην οικολογική μοντελοποίηση. Οι διαθέσιμοι δείκτες τοπίου είναι πολλοί, ώστε η επιλογή των κατάλληλων μόνο δεικτών να αποτελεί πρόκληση στην ανάπτυξη των μοντέλων. Σε αυτήν την εργασία, ελέγξαμε την αποτελεσματικότητα των μεθόδων για την επιλογή τριών ομάδων δεικτών τοπίων, με στόχο να χρησιμοποιηθούν στην πρόβλεψη του αριθμού των ειδών έξι ταξινομικών ομάδων (ξυλώδη είδη, ορχιδέες, ορθόπτερα, αμφίβια, ερπετά, μικρά χερσαία πουλιά), καθώς και του συνολικού αριθμού των ειδών, μέσω μοντέλων σε ένα Μεσογειακό δασικό τοπίο. Οι μέθοδοι περιελάμβαναν (α) τη γνώμη του ειδικού (expert opinion), (β) την ανάλυση κλαδογράμματος αποφάσεων (decision tree analysis), (γ) την ανάλυση κυρίων συνιστωσών (principal component analysis), και (δ) την ανάλυση κύριας παλινδρόμησης (principal component regression). Οι παραπάνω μέθοδοι συγκρίθηκαν ως προς την τυχαία επιλογή και την άριστη επιλογή δεικτών (συστηματικός έλεγχος όλων των συνδυασμών δεικτών τοπίου). Όλες οι μέθοδοι είχαν σημαντικά χειρότερη επίδοση ως προς την ιδανική μέθοδο, ενώ οι στατιστικές μέθοδοι (β-δ) είχαν καλύτερη επίδοση από την τυχαία επιλογή, ενώ η γνώμη του ειδικού είχε χειρότερη επίδοση από την τυχαία επιλογή. Καταλήξαμε επομένως πως η διαδικασία επιλογής των καταλληλότερων δεικτών για τη μοντελοποίηση της βιοποικιλότητας δεν είναι μια απλή διαδικασία. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα του συστηματικού ελέγχου όλων των δεικτών του τοπίου δεν αναμένεται να καταδείξουν κατάλληλους δείκτες.
Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η δημιουργία χωρικών μοντέλων πρόβλεψης της παρουσίας και της πληθυσμιακής πυκνότητας του πελαργού στην ΝΑ Ευρώπη, ώστε να εντοπιστούν οι περιοχές κατάλληλων ενδιαιτημάτων για το είδος, υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Μεθοδολογικά, ενοποιήσαμε τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων παρουσίας του πελαργού και καταδείξαμε εκείνες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που προβλέπουν τις θέσεις αναπαραγωγής του είδους. Χρησιμοποιήσαμε χωρικά μοντέλα πρόβλεψης με τη χρήση ψευδο-απουσιών (residual kringing) για την πρόβλεψη της παρουσίας και της πυκνότητας των θέσεων φωλεοποίησης. Το δυαδικό μοντέλο παρουσίας-απουσίας βρέθηκε πως ήταν ακριβές στην πρόβλεψη της παρουσίας των φωλιών. Το υψόμετρο, η κλίση, η ελάχιστη θερμοκρασία του Μαΐου και η απόσταση από κατοικημένη περιοχή είχαν σημαντική αρνητική επίδραση στην παρουσία και την πυκνότητα των φωλιών, ενώ ο τοπογραφικός δείκτης υγρασίας, η συνολική έκταση της κατοικημένης περιοχής και η βροχόπτωση της Άνοιξης είχαν θετική. Το μοντέλο μας αποδείχθηκε αποτελεσματικό ως διαχειριστικό εργαλείο για τον εντοπισμό μελλοντικών θέσεων φωλεοποίησης για το είδος, υπό το πρίσμα των αναμενόμενων μετακινήσεων λόγω κλιματικής αλλαγής. Επί παραδείγματι, η προστασία του πελαργού στις Δαλματικές ακτές είναι μεγάλης σημασίας, καθώς προβλέψαμε πως η περιοχή θα είναι η μοναδική κατάλληλη περιοχή αναπαραγωγής στην Κροατία στο μέλλον.
Στόχος της παρούσας εργασίας ήταν η δημιουργία χωρικών μοντέλων πρόβλεψης της παρουσίας και της πληθυσμιακής πυκνότητας του πελαργού στην ΝΑ Ευρώπη, ώστε να εντοπιστούν οι περιοχές κατάλληλων ενδιαιτημάτων για το είδος, υπό το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής. Μεθοδολογικά, ενοποιήσαμε τις διαθέσιμες βάσεις δεδομένων παρουσίας του πελαργού και καταδείξαμε εκείνες τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που προβλέπουν τις θέσεις αναπαραγωγής του είδους. Χρησιμοποιήσαμε χωρικά μοντέλα πρόβλεψης με τη χρήση ψευδο-απουσιών (residual kringing) για την πρόβλεψη της παρουσίας και της πυκνότητας των θέσεων φωλεοποίησης. Το δυαδικό μοντέλο παρουσίας-απουσίας βρέθηκε πως ήταν ακριβές στην πρόβλεψη της παρουσίας των φωλιών. Το υψόμετρο, η κλίση, η ελάχιστη θερμοκρασία του Μαΐου και η απόσταση από κατοικημένη περιοχή είχαν σημαντική αρνητική επίδραση στην παρουσία και την πυκνότητα των φωλιών, ενώ ο τοπογραφικός δείκτης υγρασίας, η συνολική έκταση της κατοικημένης περιοχής και η βροχόπτωση της Άνοιξης είχαν θετική. Το μοντέλο μας αποδείχθηκε αποτελεσματικό ως διαχειριστικό εργαλείο για τον εντοπισμό μελλοντικών θέσεων φωλεοποίησης για το είδος, υπό το πρίσμα των αναμενόμενων μετακινήσεων λόγω κλιματικής αλλαγής. Επί παραδείγματι, η προστασία του πελαργού στις Δαλματικές ακτές είναι μεγάλης σημασίας, καθώς προβλέψαμε πως η περιοχή θα είναι η μοναδική κατάλληλη περιοχή αναπαραγωγής στην Κροατία στο μέλλον.
Η εγκατάλειψη της αγροτική γης θεωρείται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες στη Ν. Ευρώπη. Οι σαύρες, ως εξώθερμα είδη με χαμηλή ικανότητα διασποράς, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις απειλές που σχετίζονται με την αλλαγή των χρήσεων γης. Διερευνήσαμε την επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης στις σαύρες, σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Ελλάδας, με τη χρήση γραμμικών δειγματοληψιών, σε 20 τυχαίες επιλεγμένες επιφάνειες [1 km ×1 km], οι οποίες αντιπροσώπευαν την εγκατάλειψη της γεωργικής γης, με τη μορφή τεσσάρων κατηγοριών κάλυψης ξυλώδους βλάστησης. Καταγράψαμε τέσσερα είδη: Algyroides nigropunctatus, Lacerta viridis/trilineata, Podarcis tauricus and Podarcis muralis, το οποίο ήταν και το πιο κοινό. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η διαβάθμιση της κάλυψης της βλάστησης μετά από τη γεωργική εγκατάλειψη όπως και η βόσκηση δεν έχουν σημαντική επίδραση στην ποικιλότητα των σαυρών, δεδομένης της κυριαρχίας του P. murαlis, τη διαθεσιμότητα όλων των τύπων μικροενδιαιτημάτων στις κατηγορίες διαβάθμισης και τη χαμηλή ένταση της βόσκησης στην περιοχή μελέτης. Η ανάλυση των μικροενδιαιτημάτων έδειξε την καθαρή προτίμηση του P. muralis για γυμνό έδαφος. Παρά τη μη σημαντική επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης, η κυριαρχία του P. muralis αποτελεί ένδειξη για τη μετατόπιση της βιοκοινότητας των σαυρών προς είδη που προτιμούν δασικά περιβάλλοντα. Η διατήρηση ανοιχτών μικροενδιαιτημάτων, όπως το γυμνό έδαφος, θεωρείται μεγάλης σημασία για τη διατήρηση υψηλής ποικιλότητας σαυρών, καθώς η απώλειά τους θα επηρέαζε ακόμη και είδη που είναι πολύ κοινά σε δασικά οικοσυστήματα. Η χαμηλής έντασης βόσκησης, όπως και η ενίσχυση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων στις αγροτικές περιοχές μπορεί να συνεισφέρει στην παρεμπόδιση της επέκτασης της ξυλώδους βλάστησης και στη διατήρηση της ετερογένειας του τοπίου.
Η εγκατάλειψη της αγροτική γης θεωρείται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις βιοκοινότητες στη Ν. Ευρώπη. Οι σαύρες, ως εξώθερμα είδη με χαμηλή ικανότητα διασποράς, είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στις απειλές που σχετίζονται με την αλλαγή των χρήσεων γης. Διερευνήσαμε την επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης στις σαύρες, σε μια απομονωμένη ορεινή περιοχή της Ελλάδας, με τη χρήση γραμμικών δειγματοληψιών, σε 20 τυχαίες επιλεγμένες επιφάνειες [1 km ×1 km], οι οποίες αντιπροσώπευαν την εγκατάλειψη της γεωργικής γης, με τη μορφή τεσσάρων κατηγοριών κάλυψης ξυλώδους βλάστησης. Καταγράψαμε τέσσερα είδη: Algyroides nigropunctatus, Lacerta viridis/trilineata, Podarcis tauricus and Podarcis muralis, το οποίο ήταν και το πιο κοινό. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η διαβάθμιση της κάλυψης της βλάστησης μετά από τη γεωργική εγκατάλειψη όπως και η βόσκηση δεν έχουν σημαντική επίδραση στην ποικιλότητα των σαυρών, δεδομένης της κυριαρχίας του P. murαlis, τη διαθεσιμότητα όλων των τύπων μικροενδιαιτημάτων στις κατηγορίες διαβάθμισης και τη χαμηλή ένταση της βόσκησης στην περιοχή μελέτης. Η ανάλυση των μικροενδιαιτημάτων έδειξε την καθαρή προτίμηση του P. muralis για γυμνό έδαφος. Παρά τη μη σημαντική επίδραση της γεωργικής εγκατάλειψης, η κυριαρχία του P. muralis αποτελεί ένδειξη για τη μετατόπιση της βιοκοινότητας των σαυρών προς είδη που προτιμούν δασικά περιβάλλοντα. Η διατήρηση ανοιχτών μικροενδιαιτημάτων, όπως το γυμνό έδαφος, θεωρείται μεγάλης σημασία για τη διατήρηση υψηλής ποικιλότητας σαυρών, καθώς η απώλειά τους θα επηρέαζε ακόμη και είδη που είναι πολύ κοινά σε δασικά οικοσυστήματα. Η χαμηλής έντασης βόσκησης, όπως και η ενίσχυση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων στις αγροτικές περιοχές μπορεί να συνεισφέρει στην παρεμπόδιση της επέκτασης της ξυλώδους βλάστησης και στη διατήρηση της ετερογένειας του τοπίου.
Τα έντομα υπόκεινται σε αλλαγή της φαινολογίας τους με διαφορετικούς ρυθμούς, και ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα μεταβολής ως προς τους διαφορετικούς τύπους βλάστησης, τις χρονικές περιόδους ή τα είδη και τις ομάδες ειδών. Η κατανόηση του τρόπου και των αιτιών αυτής της διαφοροποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αναλύθηκαν τα πρότυπα φαινολογίας των ημερόβιων λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων, μέσω μιας νέας προσέγγισης, χρησιμοποιώντας την ανάλυση SMA (standardized major axis analysis). Διερευνήθηκε: (i) εάν η φαινολογία (μέση ημερομηνία και διάρκεια πτήσης) των πεταλούδων και των ορθοπτέρων άλλαξε από την μία περίοδο δειγματοληψίας (1998-1999) στην άλλη (2011), (ii) εάν ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν διαφορετικός μεταξύ των παραπάνω ταξινομικών ομάδων, και (iii) εάν ο ρυθμός της φαινολογικής διαφοροποίησης διέφερε σημαντικά μεταξύ διαφορετικών τύπων βλάστησης (αγροί, λιβάδια, δάση). Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του 2011, διερευνήσαμε τις σχέσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων και της φαινολογίας των ειδών. Βρήκαμε πως και για τις δυο ομάδες, εκείνα τα είδη που εμφανίζονται αργότερα εμφανίστηκαν γρηγορότερα κατά τη δεύτερη περίοδο σε σχέση με την πρώτη. Η διάρκεια της παρουσίας των ειδών δεν παρουσίασε κοινό πρότυπο για τα είδη των πεταλούδων και δεν άλλαζε σημαντικά για τα ορθόπτερα μεταξύ των δύο περιόδων. Παρότι ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν παρόμοιος και για τις δυο ομάδες, βρέθηκε πως η διάρκεια πτήσης των πεταλούδων ήταν μεγαλύτερη στις αγροτικές καλλιέργειες, ενώ δεν διέφερε μεταξύ των τύπων βλάστησης για τα Ορθόπτερα. Βρήκαμε επίσης πως οι πεταλούδες εμφανίζονται στα λιβάδια νωρίτερα από ότι στα δάση, το οποίο αποδίδεται στις συγκεκριμένες θερμοκρασιακές συνθήκες σε κάθε τύπο βλάστησης. Παρομοίως, η επίδραση της υγρασίας ήταν μικρότερη στη φαινολογία των πεταλούδων στα λιβάδια από ότι στα δάση. Καταγράφηκε επίσης καθυστέρηση στο χρόνο εμφάνισης των πεταλούδων ως προς την αύξηση της κάλυψης της βλάστησης. Η εργασία αυτή απέδειξε τη χρησιμότητα της μεθόδου SMA στις φαινολογικές μελέτες και υπογράμμισε πως τόσο ο τύπος της βλάστησης όσο και οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες εντός αυτού εξηγούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις αποκρίσεις των ειδών στην αλλαγή της φαινολογίας.
Τα έντομα υπόκεινται σε αλλαγή της φαινολογίας τους με διαφορετικούς ρυθμούς, και ακολουθούν διαφορετικά πρότυπα μεταβολής ως προς τους διαφορετικούς τύπους βλάστησης, τις χρονικές περιόδους ή τα είδη και τις ομάδες ειδών. Η κατανόηση του τρόπου και των αιτιών αυτής της διαφοροποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντική. Αναλύθηκαν τα πρότυπα φαινολογίας των ημερόβιων λεπιδοπτέρων και των Ορθοπτέρων, μέσω μιας νέας προσέγγισης, χρησιμοποιώντας την ανάλυση SMA (standardized major axis analysis). Διερευνήθηκε: (i) εάν η φαινολογία (μέση ημερομηνία και διάρκεια πτήσης) των πεταλούδων και των ορθοπτέρων άλλαξε από την μία περίοδο δειγματοληψίας (1998-1999) στην άλλη (2011), (ii) εάν ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν διαφορετικός μεταξύ των παραπάνω ταξινομικών ομάδων, και (iii) εάν ο ρυθμός της φαινολογικής διαφοροποίησης διέφερε σημαντικά μεταξύ διαφορετικών τύπων βλάστησης (αγροί, λιβάδια, δάση). Χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του 2011, διερευνήσαμε τις σχέσεις μεταξύ των περιβαλλοντικών παραμέτρων και της φαινολογίας των ειδών. Βρήκαμε πως και για τις δυο ομάδες, εκείνα τα είδη που εμφανίζονται αργότερα εμφανίστηκαν γρηγορότερα κατά τη δεύτερη περίοδο σε σχέση με την πρώτη. Η διάρκεια της παρουσίας των ειδών δεν παρουσίασε κοινό πρότυπο για τα είδη των πεταλούδων και δεν άλλαζε σημαντικά για τα ορθόπτερα μεταξύ των δύο περιόδων. Παρότι ο ρυθμός αλλαγής της φαινολογίας ήταν παρόμοιος και για τις δυο ομάδες, βρέθηκε πως η διάρκεια πτήσης των πεταλούδων ήταν μεγαλύτερη στις αγροτικές καλλιέργειες, ενώ δεν διέφερε μεταξύ των τύπων βλάστησης για τα Ορθόπτερα. Βρήκαμε επίσης πως οι πεταλούδες εμφανίζονται στα λιβάδια νωρίτερα από ότι στα δάση, το οποίο αποδίδεται στις συγκεκριμένες θερμοκρασιακές συνθήκες σε κάθε τύπο βλάστησης. Παρομοίως, η επίδραση της υγρασίας ήταν μικρότερη στη φαινολογία των πεταλούδων στα λιβάδια από ότι στα δάση. Καταγράφηκε επίσης καθυστέρηση στο χρόνο εμφάνισης των πεταλούδων ως προς την αύξηση της κάλυψης της βλάστησης. Η εργασία αυτή απέδειξε τη χρησιμότητα της μεθόδου SMA στις φαινολογικές μελέτες και υπογράμμισε πως τόσο ο τύπος της βλάστησης όσο και οι ιδιαίτερες περιβαλλοντικές συνθήκες εντός αυτού εξηγούν με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τις αποκρίσεις των ειδών στην αλλαγή της φαινολογίας.
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές απειλές στην Ευρώπη. Είναι ιδιαίτερα εμφανής στη ΝΑ Ευρώπη, όπου και η γνώση μας για τις επιδράσεις της είναι περιορισμένη. Θεωρώντας τη Βαλκανική χερσόνησο, διερευνήσαμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στη βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων πουλιών σε περιφερειακή κλίμακα. Ακολουθήσαμε μια σταθερή μεθοδολογία για την επιλογή των θέσεων δειγματοληψίας (70) και για τη συλλογή των δεδομένων, κατά μήκος ενός άξονα αυξανόμενης κάλυψης ξυλώδους βλάστησης, ο οποίος και αντανακλά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες: Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία και Ελλάδα. Οι άνω Βαλκανικές χώρες έχουν διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό ιστορικό, το οποίο και διαμόρφωσε διαφορετικά πρότυπα γεωργικής εγκατάλειψης στο χώρο και στο χρόνο. Πάρα ταύτα, η εγκατάλειψη της γεωργική γης είχε σταθερά αρνητική επίδραση στις βιοκοινότητες των πουλιών, ενώ η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα αποκάλυψε πρότυπα που δεν ήταν εμφανή σε τοπική κλίμακα. Οι γενικές τάσεις ήταν (α) η αύξηση των δασικών πουλιών εις βάρος των αγροτικών πουλιών, (β) η μείωση του συνολικού αριθμού ειδών, όπως επίσης και (γ) η μείωση του αριθμού των ειδών και της αφθονίας των ειδών Κοινοτικού Ενδιαφέροντος Διατήρησης (SPECs). Πολλά αγροτικά είδη μειώθηκαν με την αγροτική εγκατάλειψη, ενώ λίγα δασικά είδη ωφελήθηκαν από τη διαδικασία αυτή. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) θα πρέπει να κατευθυνθεί προς την παρεμπόδιση της αγροτικής εγκατάλειψης και προς τη διατήρηση ημι-ανοιχτών μωσαϊκών στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, με τη χρήση κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων που να ταιριάζουν στις τοπικές συνθήκες. Η διατήρηση του παραδοσιακού αγροτικού μωσαϊκού τοπίου στα Βαλκάνια θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα, μέσω της άμεσης αναγνώρισης των αγροτικών περιοχών υψηλής φυσικής αξίας (HNV) που υπόκεινται σε εγκατάλειψη. Επίσης προτείνουμε τη συντονισμένη διεθνή έρευνα για την καλύτερη εκτίμηση των διαχειριστικών επιλογών στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όλης της Ευρώπης, συμπεριλαμβάνοντας την ενίσχυση άγριων πληθυσμών ζώων για την αύξησης της βόσκησης, όπου η παραδοσιακή αγροτική χρήση θεωρείται απίθανο να επανεισαχθεί. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Η εγκατάλειψη της αγροτικής γης αναγνωρίζεται ως μια από τις σημαντικότερες περιβαλλοντικές απειλές στην Ευρώπη. Είναι ιδιαίτερα εμφανής στη ΝΑ Ευρώπη, όπου και η γνώση μας για τις επιδράσεις της είναι περιορισμένη. Θεωρώντας τη Βαλκανική χερσόνησο, διερευνήσαμε την επίδραση της αγροτικής εγκατάλειψης στη βιοκοινότητα των στρουθιόμορφων πουλιών σε περιφερειακή κλίμακα. Ακολουθήσαμε μια σταθερή μεθοδολογία για την επιλογή των θέσεων δειγματοληψίας (70) και για τη συλλογή των δεδομένων, κατά μήκος ενός άξονα αυξανόμενης κάλυψης ξυλώδους βλάστησης, ο οποίος και αντανακλά τη διαβάθμιση της αγροτικής εγκατάλειψης. Η δειγματοληψία πραγματοποιήθηκε σε τέσσερις χώρες: Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία και Ελλάδα. Οι άνω Βαλκανικές χώρες έχουν διαφορετικό κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό ιστορικό, το οποίο και διαμόρφωσε διαφορετικά πρότυπα γεωργικής εγκατάλειψης στο χώρο και στο χρόνο. Πάρα ταύτα, η εγκατάλειψη της γεωργική γης είχε σταθερά αρνητική επίδραση στις βιοκοινότητες των πουλιών, ενώ η ανάλυση σε περιφερειακή κλίμακα αποκάλυψε πρότυπα που δεν ήταν εμφανή σε τοπική κλίμακα. Οι γενικές τάσεις ήταν (α) η αύξηση των δασικών πουλιών εις βάρος των αγροτικών πουλιών, (β) η μείωση του συνολικού αριθμού ειδών, όπως επίσης και (γ) η μείωση του αριθμού των ειδών και της αφθονίας των ειδών Κοινοτικού Ενδιαφέροντος Διατήρησης (SPECs). Πολλά αγροτικά είδη μειώθηκαν με την αγροτική εγκατάλειψη, ενώ λίγα δασικά είδη ωφελήθηκαν από τη διαδικασία αυτή. Συμπερασματικά, τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) θα πρέπει να κατευθυνθεί προς την παρεμπόδιση της αγροτικής εγκατάλειψης και προς τη διατήρηση ημι-ανοιχτών μωσαϊκών στις απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, με τη χρήση κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων που να ταιριάζουν στις τοπικές συνθήκες. Η διατήρηση του παραδοσιακού αγροτικού μωσαϊκού τοπίου στα Βαλκάνια θα έπρεπε να αποτελέσει προτεραιότητα, μέσω της άμεσης αναγνώρισης των αγροτικών περιοχών υψηλής φυσικής αξίας (HNV) που υπόκεινται σε εγκατάλειψη. Επίσης προτείνουμε τη συντονισμένη διεθνή έρευνα για την καλύτερη εκτίμηση των διαχειριστικών επιλογών στις απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές όλης της Ευρώπης, συμπεριλαμβάνοντας την ενίσχυση άγριων πληθυσμών ζώων για την αύξησης της βόσκησης, όπου η παραδοσιακή αγροτική χρήση θεωρείται απίθανο να επανεισαχθεί. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στη διαδικασία αξιολόγησης του νομικού πλαισίου που διέπει το δίκτυο Natura 2000 (Fitness Check’ Evaluation of EU Birds and Habitats Directives) και στην αντίστοιχη τελική αναφορά από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016).
Η βιοποικιλότητα στα Ν. Βαλκάνια απειλείται από την εντατικοποίηση και την εγκατάλειψη της γης, με την τελευταία να οδηγεί στην επέκταση του δάσους σε πρώην ανοιχτά οικοσυστήματα. Διερευνήσαμε την επίδραση της επέκτασης του δάσους στον πλούτο τον ειδών, τη σύνθεση της βιοκοινότητας και την αντιπροσώπευση των λειτουργικών γνωρισμάτων του ιστορικού της ζωής, μέσω επαναλαμβανόμενων εποχιακών επισκέψεων σε 150 θέσεις, έκτασης ενός εκταρίου, σε πέντε διαφορετικές περιοχές (εντός τριών χωρών - Ελλάδα, Βουλγαρία, FYROM). Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία σε 10 αντιπροσωπευτικές θέσεις εντός λιβαδιών, ανοιχτής βλάστησης και σκληρόφυλλης βλάστησης, για κάθε μία από τις πέντε περιοχές. Οι περιοχές εντός λιβαδιών και η ανοιχτής βλάστησης φιλοξενούσαν κατά μέσο όρο περισσότερα είδη και περισσότερα είδη της κόκκινης λίστας από ότι οι θέσεις εντός σκληρόφυλλης βλάστησης, αλλά δε βρέθηκε κάποιο πρότυπο ειδικά για τα Μεσογειακά είδη. Όπως έδειξε η ανάλυση κατάταξης, κάθε ένας από τους τρεις τύπους βλάστησης φιλοξενούσε μια ξεχωριστή βιοκοινότητα πεταλούδων, με τα Μεσογειακά είδη να προτιμούν τα λιβαδικά ή τα ανοιχτά οικοσυστήματα. Η ανάλυση των λειτουργικών γνωρισμάτων έδειξε πως η διαδοχή της βλάστησης από τα λιβάδια προς τις ανοιχτά οικοσυστήματα και τα σκληρόφυλλα δάση προκαλεί μετατόπιση της βιοκοινότητας προς είδη που ξεχειμωνιάζουν νωρίτερα, έχουν λιγότερες γενιές το έτος και είδη που ζουν σε μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά ή Ευρω-Σιβηρικά πλάτη, γεγονός που μειώνει την εκπροσώπηση των ενδημικών ειδών της Μεσογείου. Η απώλεια των λιβαδιών και των ημι-ανοιχτών οικοσυστημάτων λόγω της επέκτασης του δάσους επομένως απειλεί ακριβώς εκείνα τα είδη που θα έπρεπε να προστατεύονται στη Μεσόγειο, και άρα απαιτούνται άμεσα καινοτόμες δράσεις διατήρησης που να εμποδίσουν τη συνεχόμενη επέκταση του δάσους.
Η βιοποικιλότητα στα Ν. Βαλκάνια απειλείται από την εντατικοποίηση και την εγκατάλειψη της γης, με την τελευταία να οδηγεί στην επέκταση του δάσους σε πρώην ανοιχτά οικοσυστήματα. Διερευνήσαμε την επίδραση της επέκτασης του δάσους στον πλούτο τον ειδών, τη σύνθεση της βιοκοινότητας και την αντιπροσώπευση των λειτουργικών γνωρισμάτων του ιστορικού της ζωής, μέσω επαναλαμβανόμενων εποχιακών επισκέψεων σε 150 θέσεις, έκτασης ενός εκταρίου, σε πέντε διαφορετικές περιοχές (εντός τριών χωρών - Ελλάδα, Βουλγαρία, FYROM). Πραγματοποιήθηκε δειγματοληψία σε 10 αντιπροσωπευτικές θέσεις εντός λιβαδιών, ανοιχτής βλάστησης και σκληρόφυλλης βλάστησης, για κάθε μία από τις πέντε περιοχές. Οι περιοχές εντός λιβαδιών και η ανοιχτής βλάστησης φιλοξενούσαν κατά μέσο όρο περισσότερα είδη και περισσότερα είδη της κόκκινης λίστας από ότι οι θέσεις εντός σκληρόφυλλης βλάστησης, αλλά δε βρέθηκε κάποιο πρότυπο ειδικά για τα Μεσογειακά είδη. Όπως έδειξε η ανάλυση κατάταξης, κάθε ένας από τους τρεις τύπους βλάστησης φιλοξενούσε μια ξεχωριστή βιοκοινότητα πεταλούδων, με τα Μεσογειακά είδη να προτιμούν τα λιβαδικά ή τα ανοιχτά οικοσυστήματα. Η ανάλυση των λειτουργικών γνωρισμάτων έδειξε πως η διαδοχή της βλάστησης από τα λιβάδια προς τις ανοιχτά οικοσυστήματα και τα σκληρόφυλλα δάση προκαλεί μετατόπιση της βιοκοινότητας προς είδη που ξεχειμωνιάζουν νωρίτερα, έχουν λιγότερες γενιές το έτος και είδη που ζουν σε μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά ή Ευρω-Σιβηρικά πλάτη, γεγονός που μειώνει την εκπροσώπηση των ενδημικών ειδών της Μεσογείου. Η απώλεια των λιβαδιών και των ημι-ανοιχτών οικοσυστημάτων λόγω της επέκτασης του δάσους επομένως απειλεί ακριβώς εκείνα τα είδη που θα έπρεπε να προστατεύονται στη Μεσόγειο, και άρα απαιτούνται άμεσα καινοτόμες δράσεις διατήρησης που να εμποδίσουν τη συνεχόμενη επέκταση του δάσους.
Η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται μια πράσινη στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, έχουν έρθει στο φως αρνητικές επιδράσεις της σε είδη που είναι επιρρεπή στην πρόσκρουση με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όπως οι γύπες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύγκρουση μεταξύ της αιολικής βιομηχανίας και της διατήρησης της φύσης. Η περιοχή μελέτης μας είναι η επιτομή μια τέτοιας σύγκρουσης, καθώς περιλαμβάνει από τη μια το μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη ΝΑ Ευρώπη, ενώ από την άλλη δέχεται και πρόκειται στο μέλλον να δεχθεί πολλά αιολικά πάρκα. Χρησιμοποιήσαμε μακροχρόνια δεδομένα τηλεμετρίας για να παράγουμε ένα χάρτη ευαισθησίας για το Μαυρόγυπα, τόσο ως οδηγό για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, όσο και για να εκτιμήσουμε τη θνησιμότητά του από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα. Τα περισσότερα αιολικά βρίσκονται στην περιοχή του πυρήνα του πληθυσμού του, την πλέον σημαντική περιοχή για την επιβίωσή του. Η εκτίμηση της θνησιμότητας του είδους από τα 13 λειτουργούντα αιολικά πάρκα σήμερα έγινε με το συνδυασμό των δεδομένων τηλεμετρίας (GPS data) ως προς τη χρήση του χώρου από το είδος και την εφαρμογή ενός μοντέλου εκτίμησης του ρίσκου της πρόσκρουσης (CRM). Η εκτιμώμενη θνησιμότητα διέφερε έντονα ανάλογα με το «βαθμό αποφυγής» (avoidance rate) που χρησιμοποιήθηκε. Θεωρώντας τις πιο πιθανές τιμές του, η εκτιμώμενη θνησιμότητα ανήρχετο σε 5-11% του πληθυσμού, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο για επερχόμενη πληθυσμιακή μείωση. Η θνησιμότητα από τις προσκρούσεις αναμένεται κυρίως στον πυρήνα του πληθυσμού, καθιστώντας οποιαδήποτε μελλοντικά αναπτυξιακά σχέδια εντός αυτού ιδιαίτερα προβληματικά για την επιβίωση του γύπα. Ο χάρτης ευαισθησίας του είδους, με τη μορφή ενός ζωνικού συστήματος χωροταξικής προτεραιοποίησης, πρόσφερε μια λύσης μεγάλης χωρικής ακρίβειας για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας και την προστασία του Μαυρόγυπα. Ο συνδυασμός μοντέλων της χρήσης του χώρου προερχόμενα από τηλεμετρία με μοντέλα εκτίμησης της πιθανότητας πρόσκρουσης του είδους προσφέρει ένα νέο εργαλείο για την αποτίμηση μεγάλης κλίμακας έργων ανάπτυξης αιολικών πάρκων. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας θεωρείται μια πράσινη στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ωστόσο, έχουν έρθει στο φως αρνητικές επιδράσεις της σε είδη που είναι επιρρεπή στην πρόσκρουση με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όπως οι γύπες, με αποτέλεσμα να δημιουργείται μια σύγκρουση μεταξύ της αιολικής βιομηχανίας και της διατήρησης της φύσης. Η περιοχή μελέτης μας είναι η επιτομή μια τέτοιας σύγκρουσης, καθώς περιλαμβάνει από τη μια το μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη ΝΑ Ευρώπη, ενώ από την άλλη δέχεται και πρόκειται στο μέλλον να δεχθεί πολλά αιολικά πάρκα. Χρησιμοποιήσαμε μακροχρόνια δεδομένα τηλεμετρίας για να παράγουμε ένα χάρτη ευαισθησίας για το Μαυρόγυπα, τόσο ως οδηγό για την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας, όσο και για να εκτιμήσουμε τη θνησιμότητά του από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν σήμερα. Τα περισσότερα αιολικά βρίσκονται στην περιοχή του πυρήνα του πληθυσμού του, την πλέον σημαντική περιοχή για την επιβίωσή του. Η εκτίμηση της θνησιμότητας του είδους από τα 13 λειτουργούντα αιολικά πάρκα σήμερα έγινε με το συνδυασμό των δεδομένων τηλεμετρίας (GPS data) ως προς τη χρήση του χώρου από το είδος και την εφαρμογή ενός μοντέλου εκτίμησης του ρίσκου της πρόσκρουσης (CRM). Η εκτιμώμενη θνησιμότητα διέφερε έντονα ανάλογα με το «βαθμό αποφυγής» (avoidance rate) που χρησιμοποιήθηκε. Θεωρώντας τις πιο πιθανές τιμές του, η εκτιμώμενη θνησιμότητα ανήρχετο σε 5-11% του πληθυσμού, δημιουργώντας σοβαρό κίνδυνο για επερχόμενη πληθυσμιακή μείωση. Η θνησιμότητα από τις προσκρούσεις αναμένεται κυρίως στον πυρήνα του πληθυσμού, καθιστώντας οποιαδήποτε μελλοντικά αναπτυξιακά σχέδια εντός αυτού ιδιαίτερα προβληματικά για την επιβίωση του γύπα. Ο χάρτης ευαισθησίας του είδους, με τη μορφή ενός ζωνικού συστήματος χωροταξικής προτεραιοποίησης, πρόσφερε μια λύσης μεγάλης χωρικής ακρίβειας για την επίλυση της σύγκρουσης μεταξύ της ανάπτυξης της αιολικής ενέργειας και την προστασία του Μαυρόγυπα. Ο συνδυασμός μοντέλων της χρήσης του χώρου προερχόμενα από τηλεμετρία με μοντέλα εκτίμησης της πιθανότητας πρόσκρουσης του είδους προσφέρει ένα νέο εργαλείο για την αποτίμηση μεγάλης κλίμακας έργων ανάπτυξης αιολικών πάρκων. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Οι δρόμοι προκαλούν κατάτμηση του τοπίου και ενισχύουν την εξάπλωση των ανθρώπων και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, εις βάρος της βιοποικιλότητας και των λειτουργιών του οικοσυστήματος. Οι εναπομένουσες εκτεταμένες και οικολογικά σημαντικές περιοχές χωρίς δρόμους στον πλανήτη αποτελούν καταφύγια της βιοποικιλότητας και παρέχουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες σε παγκόσμια κλίμακα. Εφαρμόσαμε μία ζώνη αποκλεισμού 1 χιλιομέτρου γύρω από όλους τους δρόμους για να παρουσιάσουμε τον παγκόσμιο χάρτη των περιοχών άνευ δρόμων, και να αξιολογήσουμε την κατάσταση και την ποιότητα αυτών των περιοχών όπως και το βαθμό κάλυψής τους από τις προστατευόμενες περιοχές. Περίπου το 80% της χερσαίας επιφάνειας της Γης παραμένει χωρίς δρόμους, αλλά αυτή η επιφάνεια είναι κατακερματισμένη σε ~ 600.000 κομμάτια. Περισσότερα από τα μισά έχουν έκταση μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου και μόνο το 7% αυτών έχει έκταση άνω των 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η προστασία των οικολογικά σημαντικών περιοχών άνευ δρόμων δεν είναι ικανοποιητική. Απαιτείται επειγόντως η διεθνής αναγνώριση και η προστασία των περιοχών άνευ δρόμων για την ανάσχεση της διαρκούς μείωσής τους. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας είχαν μεγάλη απήχηση παγκοσμίως. Χρησιμοποιήθηκαν σε τρία σημαντικά παγκόσμια κείμενα πολιτικής και δημοσιοποιήθηκαν από πολλά διεθνή και εθνικά ΜΜΕ. (α) IUCN – International Union for Conservation of Nature. World Heritage thematic study for Central Asia (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. Belt and Road economics: opportunities and risks of transport corridors (2019), (γ) Analysis & Policy Observatory. United Nations Environment Programme. Frontiers 2018/2019: emerging issues of environmental concern (2019
Οι δρόμοι προκαλούν κατάτμηση του τοπίου και ενισχύουν την εξάπλωση των ανθρώπων και την υποβάθμιση των οικοσυστημάτων, εις βάρος της βιοποικιλότητας και των λειτουργιών του οικοσυστήματος. Οι εναπομένουσες εκτεταμένες και οικολογικά σημαντικές περιοχές χωρίς δρόμους στον πλανήτη αποτελούν καταφύγια της βιοποικιλότητας και παρέχουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες σε παγκόσμια κλίμακα. Εφαρμόσαμε μία ζώνη αποκλεισμού 1 χιλιομέτρου γύρω από όλους τους δρόμους για να παρουσιάσουμε τον παγκόσμιο χάρτη των περιοχών άνευ δρόμων, και να αξιολογήσουμε την κατάσταση και την ποιότητα αυτών των περιοχών όπως και το βαθμό κάλυψής τους από τις προστατευόμενες περιοχές. Περίπου το 80% της χερσαίας επιφάνειας της Γης παραμένει χωρίς δρόμους, αλλά αυτή η επιφάνεια είναι κατακερματισμένη σε ~ 600.000 κομμάτια. Περισσότερα από τα μισά έχουν έκταση μικρότερη του ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου και μόνο το 7% αυτών έχει έκταση άνω των 100 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Η προστασία των οικολογικά σημαντικών περιοχών άνευ δρόμων δεν είναι ικανοποιητική. Απαιτείται επειγόντως η διεθνής αναγνώριση και η προστασία των περιοχών άνευ δρόμων για την ανάσχεση της διαρκούς μείωσής τους. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας είχαν μεγάλη απήχηση παγκοσμίως. Χρησιμοποιήθηκαν σε τρία σημαντικά παγκόσμια κείμενα πολιτικής και δημοσιοποιήθηκαν από πολλά διεθνή και εθνικά ΜΜΕ. (α) IUCN – International Union for Conservation of Nature. World Heritage thematic study for Central Asia (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. Belt and Road economics: opportunities and risks of transport corridors (2019), (γ) Analysis & Policy Observatory. United Nations Environment Programme. Frontiers 2018/2019: emerging issues of environmental concern (2019
Το έργο PREDICTS - Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems (www.predicts.org.uk)- χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες δημοσιευμένες μελέτες για να δημιουργήσει μια μεγάλη και αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων βιοποικιλότητας από πολλές περιοχές του κόσμου, όπου οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από τη χρήση γης είναι διαφορετικές ως προς τον τύπο και την έντασή τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτήν τη βάση δεδομένων για να αναπτύξουμε τόσο παγκόσμια όσο και περιφερειακά στατιστικά μοντέλα για να διερευνήσουμε την απόκριση της τοπικής βιοποικιλότητας στην αλλαγή χρήση γης. Στην εργασία περιγράφουμε και διαθέτουμε ελεύθερα την έκδοση της βάση δεδομένων του 2016, η οποία περιέχει περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια εγγραφές για πάνω από 47.000 είδη σε περισσότερες από 26.000 τοποθεσίες. Περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο η βάση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων στην οικολογία και τη βιολογία διατήρησης. Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο γεωγραφικά και ταξινομικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων χωρικών συγκρίσεων της βιοποικιλότητας που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Είναι μια βάση χρήσιμη για τους ερευνητές που ενισχύει τις διεθνείς προσπάθειες για τη μοντελοποίηση και την κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής παγκοσμίως και σε μία βάση δεδομένων. (α) FAO- Food and Agricultural organization of the United Nations – The State of the World Forests 2020 (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. ORCID annual report 2016
Το έργο PREDICTS - Projecting Responses of Ecological Diversity In Changing Terrestrial Systems (www.predicts.org.uk)- χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες δημοσιευμένες μελέτες για να δημιουργήσει μια μεγάλη και αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων βιοποικιλότητας από πολλές περιοχές του κόσμου, όπου οι επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα από τη χρήση γης είναι διαφορετικές ως προς τον τύπο και την έντασή τους. Χρησιμοποιήσαμε αυτήν τη βάση δεδομένων για να αναπτύξουμε τόσο παγκόσμια όσο και περιφερειακά στατιστικά μοντέλα για να διερευνήσουμε την απόκριση της τοπικής βιοποικιλότητας στην αλλαγή χρήση γης. Στην εργασία περιγράφουμε και διαθέτουμε ελεύθερα την έκδοση της βάση δεδομένων του 2016, η οποία περιέχει περισσότερες από 3,2 εκατομμύρια εγγραφές για πάνω από 47.000 είδη σε περισσότερες από 26.000 τοποθεσίες. Περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο η βάση δεδομένων μπορεί να βοηθήσει στην απάντηση μιας σειράς ερωτήσεων στην οικολογία και τη βιολογία διατήρησης. Από όσα γνωρίζουμε, αυτή είναι η μεγαλύτερη και πιο γεωγραφικά και ταξινομικά αντιπροσωπευτική βάση δεδομένων χωρικών συγκρίσεων της βιοποικιλότητας που έχει δημιουργηθεί μέχρι σήμερα. Είναι μια βάση χρήσιμη για τους ερευνητές που ενισχύει τις διεθνείς προσπάθειες για τη μοντελοποίηση και την κατανόηση της παγκόσμιας κατάστασης της βιοποικιλότητας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας χρησιμοποιήθηκαν σε ένα σημαντικό κείμενο πολιτικής παγκοσμίως και σε μία βάση δεδομένων. (α) FAO- Food and Agricultural organization of the United Nations – The State of the World Forests 2020 (2020), (β) Analysis & Policy Observatory. ORCID annual report 2016
Η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί επίσης και απειλή για τη διατήρηση των πληθυσμών των πτηνών, λόγω της σύγκρουσής τους με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όταν ο στρατηγικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων είναι ακατάλληλος και σωρευτικός. Αυτός ο ακατάλληλος χωρικός σχεδιασμός συμβαίνει συχνά. Πολλά αιολικά πάρκα έχουν σχεδιαστεί σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην εργασία αυτή συνδυάσαμε τη χρήση μοντέλων χρήσης χώρου με ένα μοντέλο κινδύνου σύγκρουσης (CRM-Collision Risk Model) για να προβλέψουμε την αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων του Μαυρόγυπα τόσο για τα λειτουργούντα αιολικά πάρκα όσο και για αυτά που προτείνονται να λειτουργήσουν στο μέλλον. Εξετάσαμε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά αποφυγής των ανεμογεννητριών από το Μαυρόγυπα στο CRM. Η αθροιστική θνησιμότητα από τις συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες αναμένεται να είναι οκτώ έως δέκα φορές μεγαλύτερη στο μέλλον (προτεινόμενα και λειτουργούντα αιολικά πάρκα) από ό, τι σήμερα (λειτουργούντα αιολικά πάρκα), η οποία ισοδυναμεί με το 44% του τρέχοντος πληθυσμού (103 άτομα), εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις (2744 MW). Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο όπου οι εγκεκριμένες προτάσεις δεν θα υπερβούν τον εθνικό στόχο για την αξιοποίηση του ανέμου στην περιοχή μελέτης (960 MW), η αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων εξακολουθεί να είναι υψηλή (17% του τρέχοντος πληθυσμού) και πιθανόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση του πληθυσμού του Μαυρόγυπα. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από το 92% των αναμενόμενων θανάτων θα λαμβάνει χώρα στην κεντρική περιοχή ενδημίας του πληθυσμού (core area). Αυτό δείχνει πως ο σημερινός χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων ως προς την εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή και πως η Πολιτεία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην προστασία σημαντικών ειδών. Με βάση το χάρτη ευαισθησίας του είδους, προτείνουμε μια σαφή χωρική λύση, η οποία μπορεί να επιτύχει τον εθνικό στόχο της αξιοποίησης του ανέμου στην περιοχή και ταυτόχρονα να έχει ελάχιστο κόστος για τον Μαυρόγυπα (<1% απώλεια πληθυσμού), υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα του πληθυσμού (5,2%) που προκαλείται από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην κεντρική περιοχή ενδημίας του, θα εξαλειφόταν πλήρως. Θεωρώντας οποιοδήποτε άλλο σενάριο, ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα φαίνεται πως διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης. Η προσέγγισή μας «win-win» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου τα αιολικά πάρκα θέτουν σε κίνδυνο σωρευτικά πληθυσμούς άλλων ειδών της άγριας πανίδας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η ανάπτυξη των αιολικών πάρκων συνεισφέρει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά αποτελεί επίσης και απειλή για τη διατήρηση των πληθυσμών των πτηνών, λόγω της σύγκρουσής τους με τα πτερύγια των ανεμογεννητριών, όταν ο στρατηγικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων είναι ακατάλληλος και σωρευτικός. Αυτός ο ακατάλληλος χωρικός σχεδιασμός συμβαίνει συχνά. Πολλά αιολικά πάρκα έχουν σχεδιαστεί σε μια περιοχή που φιλοξενεί τον μοναδικό πληθυσμό του Μαυρόγυπα στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Στην εργασία αυτή συνδυάσαμε τη χρήση μοντέλων χρήσης χώρου με ένα μοντέλο κινδύνου σύγκρουσης (CRM-Collision Risk Model) για να προβλέψουμε την αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων του Μαυρόγυπα τόσο για τα λειτουργούντα αιολικά πάρκα όσο και για αυτά που προτείνονται να λειτουργήσουν στο μέλλον. Εξετάσαμε τέσσερα διαφορετικά ποσοστά αποφυγής των ανεμογεννητριών από το Μαυρόγυπα στο CRM. Η αθροιστική θνησιμότητα από τις συγκρούσεις με τις ανεμογεννήτριες αναμένεται να είναι οκτώ έως δέκα φορές μεγαλύτερη στο μέλλον (προτεινόμενα και λειτουργούντα αιολικά πάρκα) από ό, τι σήμερα (λειτουργούντα αιολικά πάρκα), η οποία ισοδυναμεί με το 44% του τρέχοντος πληθυσμού (103 άτομα), εάν εγκριθούν όλες οι επενδυτικές προτάσεις (2744 MW). Ακόμα και στο πιο αισιόδοξο όπου οι εγκεκριμένες προτάσεις δεν θα υπερβούν τον εθνικό στόχο για την αξιοποίηση του ανέμου στην περιοχή μελέτης (960 MW), η αθροιστική θνησιμότητα των συγκρούσεων εξακολουθεί να είναι υψηλή (17% του τρέχοντος πληθυσμού) και πιθανόν να οδηγήσει στην εξαφάνιση του πληθυσμού του Μαυρόγυπα. Σε κάθε περίπτωση, πάνω από το 92% των αναμενόμενων θανάτων θα λαμβάνει χώρα στην κεντρική περιοχή ενδημίας του πληθυσμού (core area). Αυτό δείχνει πως ο σημερινός χωροταξικός σχεδιασμός των αιολικών πάρκων ως προς την εφαρμογή της σχετικής ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ανεπαρκή και πως η Πολιτεία δεν έδωσε την απαιτούμενη προσοχή στην προστασία σημαντικών ειδών. Με βάση το χάρτη ευαισθησίας του είδους, προτείνουμε μια σαφή χωρική λύση, η οποία μπορεί να επιτύχει τον εθνικό στόχο της αξιοποίησης του ανέμου στην περιοχή και ταυτόχρονα να έχει ελάχιστο κόστος για τον Μαυρόγυπα (<1% απώλεια πληθυσμού), υπό την προϋπόθεση ότι η θνησιμότητα του πληθυσμού (5,2%) που προκαλείται από τα αιολικά πάρκα που λειτουργούν στην κεντρική περιοχή ενδημίας του, θα εξαλειφόταν πλήρως. Θεωρώντας οποιοδήποτε άλλο σενάριο, ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα φαίνεται πως διατρέχει σοβαρό κίνδυνο εξαφάνισης. Η προσέγγισή μας «win-win» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες περιπτώσεις όπου τα αιολικά πάρκα θέτουν σε κίνδυνο σωρευτικά πληθυσμούς άλλων ειδών της άγριας πανίδας. Εφαρμογή: Τα αποτελέσματα της εργασίας κοινοποιήθηκαν στα αρμόδια Υπουργεία και φορείς που σχετίζονται με της γνωμοδοτήσεις επί των αιολικών επενδύσεων στην περιοχή μελέτης μαζί με σχετικό χωρικό χρηστικό εργαλείο θετικής/αρνητικής γνωμοδότησης (kml αρχείο). Η χρηστική αξία της παρούσας εργασίας στη λήψη αποφάσεων για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας είναι ιδιαίτερα μεγάλη, καθώς χρησιμοποιείται από τους αρμόδιους υπαλλήλους του ΥΠΕΝ και λοιπών φορέων στις εν λόγω γνωμοδοτήσεις για την εγκατάσταση νέων Αιολικών Σταθμών Παραγωγής Αιολικές Ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) στην ευρύτερη Περιοχή Αιολικής Προτεραιότητας (ΠΑΠ) της Θράκης. Επιπλέον αναφέρθηκε αναλυτικά στον νέο Οδηγό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη των αιολικών πάρκων στις περιοχές Natura, ως παράδειγμα καλής πρακτικής. [EC. 2020. Commission notice. Guidance document on wind energy developments and EU nature legislation. COM(2020) 7730 final. Brussels., 18.11.2020]
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Η κατανόηση μας σχετικά με τις αποκρίσεις των αρθροπόδων στις περιβαλλοντικές πιέσεις είναι περιορισμένη, ιδιαίτερα για την ελάχιστα μελετημένη περιοχή της Μεσογείου. Υπό το φως της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής και δεδομένης της αναγκαιότητας ύπαρξης πρωτοκόλλων για άμεση αποτίμηση της βιοποικιλότητας, εκτιμήθηκε πώς η αφθονία και ο αριθμός των ειδών δύο διαφορετικών ταξινομικών ομάδων, των εδαφικών αραχνών και των Ορθοπτέρων, οι οποίες ανήκουν σε διαφορετικές λειτουργικές ομάδες, μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού (αρχή-μέσο-τέλος καλοκαιριού) και μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιαιτημάτων (λιβάδια, μακί και δάση). Οι αράχνες είχαν σημαντικά υψηλότερη αφθονία και αριθμό ειδών καθόλη τη διάρκεια της έρευνας. Τα Ορθόπτερα επέδειξαν χαμηλότερες τιμές αριθμού ειδών και αφθονίας στα δάση συγκριτικά με τα λιβάδια και τα μακί, ενώ για τις αράχνες δεν βρέθηκε κάποια σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ διαφορετικών τύπων ενδιατημάτων. Η αρχή του καλοκαιριού ήταν η εποχή όπου καταγράφηκε το μέγιστο της αφθονίας των αραχνών, ενώ το μέσο του καλοκαιριού καταγράφηκε το μέγιστο των Ορθοπτέρων. Η φυτοκάλυψη βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά την σύνθεση των κοινοτήτων και των δύο ταξινομικών ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα βρέθηκαν να επηρεάζονται επιπρόσθετα τόσο από το ύψος των φυτών όσο και από το ποσοστό κάλυψης από πέτρες. Υψηλό ποσοστό συνάφειας σημειώθηκε μεταξύ των δύο ομάδων, ενώ τα Ορθόπτερα παρείχαν το καλύτερο δίκτυο συμπληρωματικότητας. Τα αποτελέσματα μας καταδεικνύουν το πόσο ευαίσθητα στις περιβαλλοντικές μεταβολές είναι τα πρότυπα ποικιλότητας τόσο των αραχνών όσο και των Ορθοπτέρων, ακόμα και κατά για μικρά χρονικά διαστήματα και για μικρή χωρική κλίμακα. Όσον αφορά στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της έρευνας για την διατήρηση των ειδών, προτείνεται η εστίαση σε εκείνες τις μεταβλητές που ρυθμίζουν την ετερογένεια των ενδιαιτημάτων και τα χαρακτηριστικά των μικροενδιαιτημάτων. Τέλος, παρέχεται λίστα των ειδών με τη μεγαλύτερη επιρροή στη διακύμανση της ποικιλότητας κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και προτείνεται το πιο αποτελεσματικό δίκτυο περιοχών για την προστασία των ειδών.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Τα βουνά είναι σύνθετα οικοσυστήματα που υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της βιοποικιλότητας. Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τα πρότυπα ποικιλότητας των αρθρόποδων σε δύο βουνά, εντοπίζοντας τη χωρική διάσταση που παίζει το σημαντικότερο ρόλο σε αυτά με τη χρήση της μεθόδου additive partitioning. Η δειγματοληψία των πεταλούδων και των Ορθοπτέρων πραγματοποιήθηκε στα βουνά Ροδόπης (2012) και του Γράμμου (2013). Η ποικιλότητα χωρίστηκε σε πέντε ιεραρχικά επίπεδα (βουνό, υψομετρική ζώνη, τύπος ενδιαιτήματος, διαδρομή (transect) και δειγματοληπτικό τετράγωνο (plot). Συγκρίναμε την ποικιλότητα από το κάθε επίπεδο με την αντίστοιχη ποικιλότητα έτσι όπως υπολογίστηκε με τυχαία μετάθεση των τιμών (permutation) για όλα τα είδη, καθώς επίσης και για τα κοινά και σπάνια είδη. Στις μεγαλύτερες χωρικές κλίμακες, η ποικιλότητα του συνολικού πλούτου των ειδών αποδίδεται στη β-ποικιλότητα: τα βουνά είναι υπεύθυνα για το 20.94 και 26.25% των πεταλούδων και Ορθοπτέρων αντίστοιχα, ενώ οι υψομετρικές ζώνες για το 28.94 and 35.87% αντίστοιχα. Σε μικρότερες χωρικές κλίμακες, η β-ποικιλότητα ήταν υψηλότερη από ότι αναμενόταν έπειτα από τυχαία μετάθεση των τιμών όσον αφορά στο δείκτη Shannon. Ο τύπος ενδιαιτήματος βρέθηκε να παίζει σημαντικό ρόλο μόνο στην περίπτωση των σπάνιων Ορθοπτέρων. Τέλος, τα κοινά είδη ήταν αυτά που διαμόρφωναν τη συνολική ποικιλότητα των ειδών. Τονίζουμε τη σημασία των χωρικών επιπέδων τόσο της υψομετρικής ζώνης όσο και της θέσης του κάθε βουνού στον σχεδιασμό για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα προγράμματα βιοπαρακολούθησης ενδέχεται να χρειαστεί να προσαρμόσουν διαφορετικές στρατηγικές για τα είδη στόχους και να στοχεύουν στην καταγραφή των προτύπων των κοινών παρά των σπάνιων ειδών, καθώς αυτά καθορίζουν τα πρότυπα ποικιλότητας όλης της βιοκοινότητας.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Η αστικοποίηση προκαλεί ραγδαίες αλλαγές στο τοπίο και τις χρήσεις γης, ασκώντας σημαντική πίεση στις βιοκοινότητες των πουλιών. Η επίδραση της αστικοποίησης στην ποικιλότητα των πουλιών έχει μελετηθεί σε πολλές πόλεις παγκοσμίως. Ωστόσο, η γνώση μας για τις αστικές βιοκοινότητες των πουλιών στην Α. Μεσόγειο είναι πολύ περιορισμένη. Σε αυτό το πλαίσιο, στόχος της εργασίας ήταν να μελετηθεί η επίδραση των διαφορετικών τύπων χρήσης γης στον πλούτο και την αφθονία των πουλιών σε μία πυκνά δομημένη παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής και της χειμερινής περιόδου. Οι καταγραφές των πουλιών πραγματοποιήθηκαν σε 90 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Οι ανοιχτές εκτάσεις αποδείχθηκαν ο σημαντικότερος παράγοντας που ευνοεί την ποικιλότητα των πουλιών και στις δύο περιόδους. Το χειμώνα είχαν επίσης θετική επίδραση η ξυλώδης βλάστηση και οι καλυμμένες επιφάνειες. Η βιοκοινότητα των πουλιών αποτελούνταν από μεγάλο αριθμό ειδών που σχετίζονται με ανοιχτές και ημι-ανοιχτές μη διαχειριζόμενες πράσινες εκτάσεις, 12 απ’ τα οποία είναι Είδη Ευρωπαϊκού Ενδιαφέροντος (SPECs) λόγω μειούμενων πληθυσμιακών τάσεων στην Ευρώπη. Αντιθέτως, το χειμώνα ο αριθμός των δασικών πουλιών αυξήθηκε σημαντικά. Ο πλούτος των ειδών ήταν σημαντικά μεγαλύτερος το χειμώνα, υποδεικνύοντας ότι το αστικό περιβάλλον αποτελεί σημαντικό τόπο διαχείμασης για πολλά είδη πουλιών. Συνεπώς, οι διαχειριστικές πρακτικές για τα πουλιά σε πόλεις με αντίστοιχα χαρακτηριστικά στη Μεσόγειο θα πρέπει να στοχεύουν στη διατήρηση των ανοιχτών πράσινων εκτάσεων και των ψηφίδων ξυλώδους βλάστησης.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Σε αυτήν την εργασία μελετήσαμε τις επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης των βοοειδών στους πληθυσμούς τριών ενδημικών και σπανίων ειδών ορθοπτέρων του γένους Peripodisma σε ασβεστολιθικά ορεινά λιβάδια της ΒΔ Ελλάδας και της Αλβανίας. Τα τρία είδη είχαν το καθεστώς σχεδόν απειλούμενο, απειλούμενο και κρισίμως απειλούμενο αντίστοιχα, με βάση την κατάταξη της IUCN, με τη βόσκηση από βοοειδή να αναγνωρίζεται ως κύρια απειλή για αυτά. Οι θέσεις δειγματοληψίας κάλυψαν το 70% των γνωστών θέσεων παρουσίας του γένους Peripodisma. Η περιοχή ιστορικά δεχόταν βόσκηση από τοπικές φυλές αιγοπροβάτων από μετακινούμενους κτηνοτρόφους, αλλά πρόσφατα οι πρακτικές της βόσκησης άλλαξαν προς βόσκηση από μη τοπικές φυλές βοοειδών. Βρήκαμε μια ξεκάθαρη θετική σχέση μεταξύ της αφθονίας των ειδών του γένους Peripodisma και του συνολικού αριθμού των ειδών των ορθοπτέρων. Ο πλούτος των ειδών μειωνόταν στις περιοχές με μεσαία έως υψηλή επίδραση της βόσκησης. Η βόσκηση από τα βοοειδή είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στο συνολικό πλούτο των ειδών των ορθοπτέρων και στην αφθονία των ειδών του γένους Peripodisma. Απαιτούνται επειγόντως περισσότερες μελέτες για τη συλλογή περισσότερων δεδομένων και πληροφοριών για την καθοδήγηση της διαχείρισης της βόσκησης και του σχεδιασμού για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, ώστε να επιτευχθεί η ισορροπημένη συνύπαρξη των κτηνοτροφικών ζώων και των ορθοπτέρων, ειδικά για τα σπάνια είδη του γένους Peripodisma.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Ερώτηση: Ποια είναι τα μοτίβα εξάπλωσης της ξυλώδους βλάστησης μετά την εγκατάλειψη της γεωργικής γης; Εστιάσαμε σε δύο παραμέτρους: στον πλούτο των ειδών των ξυλωδών φυτών και στην κάθετη ετερογένεια της βλάστησης (αριθμός διαφορετικών στρωμάτων βλάστησης και σχετική κάλυψή τους). Διερευνήσαμε: (α) την επίδραση της εξάπλωσης των δασών μετά την εγκατάλειψη της γης, β) τη συγκριτική σημασία της εξάπλωσης των δασών έναντι των τοπογραφικών και κλιματολογικών παραμέτρων, και τέλος (γ) την οικολογική σημασία οκτώ τύπων κάλυψης γης που βρίσκονται σε εγκαταλελειμμένα γεωργικά τοπία για αυτές τις δύο παραμέτρους. Τοποθεσία: Η Βαλκανική Χερσόνησος (Αλβανία, Βουλγαρία, Κροατία, Ελλάδα). Μέθοδοι: Δημιουργήσαμε μια τυποποιημένη μεθοδολογία για την επιλογή των περιοχών δειγματοληψίας 1 × 1 km (70 τοποθεσίες) και τη δειγματοληψία της βλάστησης σε 497 δειγματοληπτικά τετράγωνα, κατά μήκος μιας σαφούς διαβάθμισης κάλυψης της ξυλώδους βλάστησης, η οποία αντικατοπτρίζει τη διαδικασία της εγκατάλειψης της γης. Αποτελέσματα: Το μοτίβο που προέκυψε δεν ήταν ούτε σαφές ούτε κοινό για την περιοχή των Βαλκανίων, όσον αφορά στην επίδραση της εξάπλωσης των δασών στον πλούτο των ξυλωδών ειδών στα νεαρά δάση που δημιουργήθηκαν 20 έως 50 έτη μετά την εγκατάλειψη της γης. Ωστόσο, σε εθνικό επίπεδο, βρήκαμε πως η ποικιλότητα των ειδών επηρεάστηκε σημαντικά από το υψόμετρο (Βουλγαρία και Κροατία) και τη θερμοκρασία (Κροατία), με τις χαμηλότερες και ψυχρότερες περιοχές να είναι πλουσιότερες. Το υψόμετρο είχε μεγάλη σημασία στη διαμόρφωση της κάθετης ετερογένειας της βλάστησης. Τα αλσύλλια, τα πλατύφυλλα δάση, οι φυτοφράχτες και οι θάμνοι διατηρούσαν τον υψηλότερο πλούτο ξυλωδών ειδών σε σύγκριση με τους πιο ανοικτούς τύπους κάλυψης γης και η κάθετη ετερογένεια της βλάστησης ήταν υψηλότερη στα ανοιχτά δάση και αλσύλλια. Συμπεράσματα: Αναμένουμε ότι η επέκταση των πλατύφυλλων δασών μετά την εγκατάλειψη της γης θα ενισχύσει τον πλούτο των ξυλωδών ειδών. Ωστόσο, πρέπει να διατηρηθούν και άλλοι τύποι κάλυψης γης που κρίθηκαν σημαντικοί για τα ξυλώδη φυτά. Καθώς τα ξυλώδη φυτά διαδραματίζουν βασικό ρόλο στην υποστήριξη της συνολικής βιοποικιλότητας, παρέχοντας κατάλληλο βιότοπο για πολλά είδη, θεωρούμε ότι η διατήρηση ενός μωσαϊκού από διαφορετικούς τύπους κάλυψης γης είναι απαραίτητη για τη διατήρηση τόσο της ποικιλίας των φυτών όσο και των ζώων. Τα νεαρά δάση πρέπει να διατηρηθούν σε ενδιάμεσα στάδια διαδοχής, μέσω δραστηριοτήτων ενδιάμεσης διαταραχής, συμπεριλαμβανομένης της βόσκησης μέσης έντασης και της ενίσχυσης των άγριων οπληφόρων.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Πολλοί ισχυρίστηκαν ότι οι Ιεροί Φυσικοί Τόποι (SNS) παίζουν σημαντικό ρόλο στην προστασία της φύσης, αλλά λίγοι έχουν αξιολογήσει την αποτελεσματικότητά τους για τη διατήρηση διαφορετικών βιολογικών ομάδων. Μελετήσαμε τα ιερά δάση στην Ήπειρο, ΒΔ Ελλάδα, όπου έχει καταγραφεί μεγάλος αριθμός τέτοιων Ιερών Φυσικών Τόπων. Με βάση ιστορικά, εθνογραφικά και οικολογικά κριτήρια, επιλέξαμε οκτώ από αυτά τα δάση και οκτώ αντίστοιχα δάση-μάρτυρες, όπου μελετήσαμε τους μύκητες, τις λειχήνες, τα ποώδη φυτά, τα ξυλώδη φυτά, τους νηματώδη, τα έντομα, τις νυχτερίδες και τα στρουθιόμορφα πουλιά. Τα αποτελέσματά μας έδειξαν πως η συμβολή των ιερών δασών στη διατήρηση των ειδών επηρεάζεται από το τάξον υπό μελέτη, τον τύπο βλάστησης και το ιστορικό της διαχείρισής τους. Διαπιστώσαμε ότι τα ιερά δάση προσδίδουν μικρό πλεονέκτημα στη διατήρηση σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δάση-μάρτυρες. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν περισσότερες διακριτές ομάδες οργανισμών μεταξύ των ιερών δασών από ότι στα δάση-μάρτυρες, ενώ η συνολική βιοποικιλότητα, η ποικιλότητα ανά ταξινομική ομάδα και ο αριθμός των ειδών Ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος διατήρησης είναι οριακά μεγαλύτερα στα ιερά δάση. Οι βιολόγοι διατήρησης θεωρούν το συχνά μικρό μέγεθος των SNS ως παράγοντα που περιορίζει την αξία διατήρησής τους. Τα μεγέθη SNS σε όλο τον κόσμο ποικίλλουν πολύ, από μερικά τετραγωνικά μέτρα έως εκατομμύρια εκτάρια. Δεδομένου ότι οι περιοχές που μελετήσαμε (5 έως 116 εκτάρια) βρίσκονται στο χαμηλότερο άκρο αυτού του φάσματος, το μικρό πλεονέκτημα διατήρησης που καταδείξαμε παραμένει σημαντικό. Τα αποτελέσματά μας παρέχουν σαφείς ενδείξεις ότι ακόμη και οι SNS μικρού μεγέθους έχουν σημαντική αξία για τη διατήρηση, ενώ θα συνέβαλαν περισσότερο στη διατήρηση των ειδών εάν ενσωματώνοντας σε δίκτυα.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Τα ιερά δάση στα βουνά της Ηπείρου στη ΒΔ Ελλάδα εμφανίστηκαν κατά την οθωμανική περίοδο και αποτελούν τοπικά συστήματα που ξεχωρίζουν από το γύρω πιο εντατικά διαχειριζόμενο ανθρωπογενές περιβάλλον. Καταγράψαμε τα είδη των λειχήνων σε οκτώ ιερά δάση σε σύγκριση με άλλα οκτώ κοντινά δάση μάρτυρες σε καθεστώς δασοπονικής διαχείρισης. Συνολικά καταγράψαμε 166 τάξα λειχήνων και 5 είδη λειχηνικών μυκήτων. Τα πιο κοινά είδη λειχήνων ήταν το Anaptychia ciliaris, Phlyctis argena και Lecidella elaeochroma. Επτά είδη είναι νέα για την Ελλάδα: Calicium quercinum, Chaenotheca ferruginea, Chaenotheca trichialis, Chaenothecopsis nana, Leptogium hibernicum, Parvoplaca nigroblastidiata και Rinodina orculata. Τα ιερά δάση δεν φαίνονταν πολύ διαφορετικά από τα δάση ελέγχου, ενώ πιο έντονες διαφορές εντοπίστηκαν μεταξύ των φυλλοβόλων δρυοδασών, των αειθαλών δρυοδασών και των πευκοδασών. Τα φυλλοβόλα δρυοδάση φιλοξενούσα τον μεγαλύτερο αριθμό τάξα, τα οποία ανήκουν στην τάξη Peltigerales. Τα πιο κοινά τάξα ήταν: Nephroma laevigatum, Collema subflaccidum, Leptogium lichenoides και Lobaria pulmonaria. Καταγράφηκαν και σπάνια είδη όπως Polychidium muscicola, Koerberia biformis και Degelia atlantica.
Livestock depredation is one of the main wolf-human conflict issues both in Europe and worldwide. The aim of the project is to study and evaluate wolf-livestock conflicts in Tzoumerka NP and to compare our findings with other protected areas in Greece. We have in particular set the following six research objectives: 1. To assess and describe traditional free-ranging livestock raisers’ profile in Tzoumerka NP. 2. To record wolf depredation levels on cattle, sheep and goat herds as the main baseline metric of wolf-human conflicts in Tzoumerka NP. 3. To identify and evaluate the principal damage prevention methods adopted by local livestock farmers in Tzoumerka NP. 4. To assess levels of livestock guarding dog mortality due to the illegal use of poisoned baits as a major conservation problem in the area in Tzoumerka NP. 5. To evaluate satisfaction levels of livestock farmers regarding the national compensation system in Tzoumerka NP. 6. To compare the main results stemming from Tzoumerka NP with other similar studies previously completed in other protected areas and draw relevant conclusions. © 2019 University of Ioannina and WWF Greece
Livestock depredation is one of the main wolf-human conflict issues both in Europe and worldwide. The aim of the project is to study and evaluate wolf-livestock conflicts in Tzoumerka NP and to compare our findings with other protected areas in Greece. We have in particular set the following six research objectives: 1. To assess and describe traditional free-ranging livestock raisers’ profile in Tzoumerka NP. 2. To record wolf depredation levels on cattle, sheep and goat herds as the main baseline metric of wolf-human conflicts in Tzoumerka NP. 3. To identify and evaluate the principal damage prevention methods adopted by local livestock farmers in Tzoumerka NP. 4. To assess levels of livestock guarding dog mortality due to the illegal use of poisoned baits as a major conservation problem in the area in Tzoumerka NP. 5. To evaluate satisfaction levels of livestock farmers regarding the national compensation system in Tzoumerka NP. 6. To compare the main results stemming from Tzoumerka NP with other similar studies previously completed in other protected areas and draw relevant conclusions. © 2019 University of Ioannina and WWF Greece
The Vjosa/Aoos river still flows freely from the Pindus mountains in Greece, to the river mouth in Albania largely without artificial obstacles. The river stretches for 270km in total and 70km are flowing within the Greek area. Downstream of the Pigai dam in Greece (10km from the springs of Aoos), the river is near natural, representing all types of river ecosystems, including canyon sections, braided parts and meandering stretches. In Greece the protected area, that partly includes river Aoos, belongs to the Northern Pindos National Park. The existing National Park is already protecting 50kms of Aoos’ river stretch, leaving nearly 20km of the river unprotected, towards the GR-AL borders (see Map 1). At the same time one of the major tributaries, Voidomatis (15km long) is included in the existing National Park, leaving 6km of the tributary unprotected, towards the GR-AL borders. Another major tributary, river Sarantaporos (50km long), stretches under no protection zone, from its springs until its confluence with Aoos, right upon the GR-AL borders. Voidomatis and Sarandaporos rivers are the main tributaries of Aoos. Voidomatis meets up with Aoos in the plain of Konitsa, and Sarandaporos joins them right on the Greek-Albanian border. Through this year’s biodiversity research, we aim to increase the biodiversity knowledge for the unprotected area of the Aoos river basin, in order to further support the efforts of the campaign for the expansion of the Aoos’ protected area towards the GR-AL borders, in a way that will include the unprotected stretches of Aoos and its major tributaries (Voidomatis, Sarantaporos). The present study is focusing on insect species related to water (Odonata), as well as on large mammals, either directly related to the riverine ecosystems (otter) or indirectly (carnivores and ungulates). The present biodiversity research sets four distinct objectives: • To provide a georeferenced database of species distribution in the study area, with special focus on the part of the area that is under no protection status. • To assess different microhabitats of Aoos’ catchment in terms of their ecological value for the target species. • To assess potential pressures and threats for the species. • To crystalize research findings into concrete conservation objectives.
The Vjosa/Aoos river still flows freely from the Pindus mountains in Greece, to the river mouth in Albania largely without artificial obstacles. The river stretches for 270km in total and 70km are flowing within the Greek area. Downstream of the Pigai dam in Greece (10km from the springs of Aoos), the river is near natural, representing all types of river ecosystems, including canyon sections, braided parts and meandering stretches. In Greece the protected area, that partly includes river Aoos, belongs to the Northern Pindos National Park. The existing National Park is already protecting 50kms of Aoos’ river stretch, leaving nearly 20km of the river unprotected, towards the GR-AL borders (see Map 1). At the same time one of the major tributaries, Voidomatis (15km long) is included in the existing National Park, leaving 6km of the tributary unprotected, towards the GR-AL borders. Another major tributary, river Sarantaporos (50km long), stretches under no protection zone, from its springs until its confluence with Aoos, right upon the GR-AL borders. Voidomatis and Sarandaporos rivers are the main tributaries of Aoos. Voidomatis meets up with Aoos in the plain of Konitsa, and Sarandaporos joins them right on the Greek-Albanian border. Through this year’s biodiversity research, we aim to increase the biodiversity knowledge for the unprotected area of the Aoos river basin, in order to further support the efforts of the campaign for the expansion of the Aoos’ protected area towards the GR-AL borders, in a way that will include the unprotected stretches of Aoos and its major tributaries (Voidomatis, Sarantaporos). The present study is focusing on insect species related to water (Odonata), as well as on large mammals, either directly related to the riverine ecosystems (otter) or indirectly (carnivores and ungulates). The present biodiversity research sets four distinct objectives: • To provide a georeferenced database of species distribution in the study area, with special focus on the part of the area that is under no protection status. • To assess different microhabitats of Aoos’ catchment in terms of their ecological value for the target species. • To assess potential pressures and threats for the species. • To crystalize research findings into concrete conservation objectives.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η κατανόηση των διατροφικών συνηθειών των λύκων είναι απαραίτητη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή βασικών διαδικασιών διαχείρισης για όλο το φάσμα των ειδών. Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό σε περιοχές που κυριαρχούνται από τον άνθρωπο, όπως η νότια Ευρώπη, και ειδικότερα η Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύσαμε 123 δείγματα κοπράνων, που συλλέχθηκαν μεταξύ των ετών 2010 και 2012, από μια μικτή γεωργική-δασική ανθρωπογενή περιοχή, με επίκεντρο τον δήμο Δομοκού στην κεντρική ηπειρωτική Ελλάδα. Χρησιμοποιήσαμε τυπικές εργαστηριακές διαδικασίες για την ανάλυση των κοπράνων και υπολογίσαμε τα ποσοστά συχνότητας εμφάνισης (FO%), το μέσο όγκο (AV%) και το δείκτη βιομάζα (BM%) για να αξιολογήσουμε τη σύνθεση της διατροφής και να εκτιμήσουμε την επιλεκτικότητα ως προς τα θηράματα. Τα κτηνοτροφικά ζώα αποτελούσαν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του λύκου (FO% = 73.5, AV% = 84.8, BM% = 97.2), τα άγρια οπληφόρα ήταν σχεδόν απόντα (FO% = 0,5, AV% = 0,8, BM% = 1,2), ενώ η κατανάλωση χόρτου ήταν υψηλή στην περιοχή μας (FO% = 19.5, AV% = 11.0). Η υψηλή εξάρτηση από τα κτηνοτροφικά ζώα επιβεβαιώνει τα αποτελέσματα προηγούμενων μελετών στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της νότιας Ευρώπης. Οι κατσίκες (FO% = 46.0, AV% = 61.2, BM% = 64.9) ήταν το κύριο θήραμα που επιλέχθηκε από το λύκο, με τα πρόβατα (FO% = 11.5, AV% = 9.0, BM% = 11.2), τους χοίρους και τα βοοειδή να ακολουθούν (FO% = 11.5, AV% = 10.1, BM% = 8.7 και FO% = 4.5, AV% = 4.5, BM% = 12.4, αντίστοιχα). Δεν εντοπίστηκαν διαφορές μεταξύ των εποχών, εκτός από τους χοίρους, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Η προτίμηση για τις αίγες σχετίζεται πιθανώς με τη συμπεριφορά αυτών κατά τη βοσκή. Η υψηλή κατανάλωση κτηνοτροφικών ζώων γενικά οδηγεί στην αυξημένη σύγκρουση ανθρώπου-λύκου. Συνεπώς, συνιστάται η ουσιαστική βελτίωση των κτηνοτροφικών πρακτικών και η αποκατάσταση των πληθυσμών άγριων οπληφόρων για τη διευκόλυνση της συνύπαρξης λύκου-ανθρώπου στην Ελλάδα.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η αυξανόμενη αστικοποίηση έχει σημαντικές επιπτώσεις στις βιοκοινότητες των νυχτερίδων εξαιτίας της τροποποίησης των ενδιαιτημάτων, της φωτο- και ηχορύπανσης και της μειωμένης διαθεσιμότητας τροφής. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι η απόκριση των ειδών στην αστικοποίηση ποικίλλει, καθώς ορισμένα απ’ αυτά έχουν την ικανότητα να εκμεταλλεύονται ανθρωπογενείς δομές και να προσαρμόζονται στις νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Η εργασία αυτή είχε ως στόχο να προσδιορίσει πώς η σύνθεση του τοπίου επηρεάζει την ποικιλότητα και τη δομή της βιοκοινότητας των νυχτερίδων κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης σε μία παραθαλάσσια Μεσογειακή πόλη (Πάτρα) και αν συγκεκριμένα είδη ευνοούνται από τις νέες συνθήκες. Πραγματοποιήθηκαν ακουστικές καταγραφές κατά μήκος 45 διατομών την μετα-αναπαραγωγική περίοδο για δύο χρόνια. Η επίδραση της κάλυψης γης, του αριθμού των φανοστατών (ως μέσο εκτίμησης του τεχνητού φωτισμού), της παρουσίας υδάτινων σωμάτων και των καιρικών συνθηκών στη δραστηριότητα των νυχτερίδων μελετήθηκε με Γενικευμένα Γραμμικά Μικτά μοντέλα, και στη δομή της βιοκοινότητας με πολυπαραγοντική στατιστική. Προσδιορίστηκαν οχτώ είδη και πέντε ομάδες ειδών νυχτερίδων. Η βιοκοινότητα των νυχτερίδων φαίνεται ότι επηρεάζεται γενικώς από την αστικοποίηση και η ποικιλότητα ήταν μικρή σε ολόκληρη την περιοχή μελέτης. Στη βιοκοινότητα επικρατούσε το αστύφιλο είδος Pipistrellus kuhlii, η παρουσία του οποίου αντιστοιχούσε στο 70% της συνολικής δραστηριότητας των νυχτερίδων. Βρέθηκε θετική σχέση μεταξύ των δομημένων επιφανειών και της δραστηριότητας των νυχτερίδων, πιθανώς επειδή το P. kuhlii τρέφεται συχνά γύρω από τους φανοστάτες στις αστικές περιοχές. Αντιθέτως, η κάλυψη της βλάστησης δεν είχε επίδραση στη δραστηριότητα των νυχτερίδων, ακόμα και σε λιγότερο αστικοποιημένες περιοχές. Τα υπόλοιπα είδη δεν καταγράφηκαν συχνά και βρέθηκαν κυρίως κοντά σε υδάτινα σώματα, αναδεικνύοντας τη σημασία των τελευταίων για την τροφοληψία των νυχτερίδων και την ανάγκη για τη διατήρησή τους.
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Η αστικοποίηση προκαλεί απότομες αλλαγές στο τοπίο και τα ενδιαιτήματα, οδηγώντας σε τροποποίηση των προτύπων κατανομής των ειδών και απώλεια βιοποικιλότητας. Επειδή οι επικονιαστές όπως οι πεταλούδες είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι στην αστικοποίηση, είναι σημαντικό να προσδιοριστούν οι παράγοντες που αυξάνουν την ποικιλότητά τους στις αστικές περιοχές, ώστε να σχεδιαστούν κατάλληλα μέτρα διαχείρισης και διατήρησης. Η εργασία αυτή έχει ως στόχο να μελετήσει την επίδραση της κάλυψης γης και των χαρακτηριστικών του ενδιαιτήματος στα πρότυπα ποικιλότητας και τη δομή της βιοκοινότητας των πεταλούδων σε μία πυκνοδομημένη πόλη της Α. Μεσογείου. Οι καταγραφές των πεταλούδων πραγματοποιήθηκαν με γραμμικές διατομές σε 45 τυχαία επιλεγμένες θέσεις κατά μήκος της διαβάθμισης αστικοποίησης. Σε κάθε θέση εκτιμήθηκαν τα χαρακτηριστικά του τοπίου μέσω της εκτίμησης της κάλυψης γης εντός μίας ζώνης επιρροής ακτίνας 200μ., καθώς και του ενδιαιτήματος μέσω της εκτίμησης των διαθέσιμων φυτικών πόρων κατά μήκος κάθε διατομής. Συνολικά καταγράφηκαν 1805 άτομα από 41 είδη πεταλούδων. Η κάλυψη γης είχε την ισχυρότερη επίδραση στον πλούτο ειδών των πεταλούδων, την αφθονία και τη δομή της βιοκοινότητας. Παρόλο που οι φυτικοί πόροι ήταν επαρκώς διαθέσιμοι στην περιοχή μελέτης, η βιοκοινότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά φτωχότερη εντός των πιο αστικοποιημένων περιοχών, υποδεικνύοντας τον πιθανό ρόλο του κατακερματισμού των ενδιαιτημάτων και της απομόνωσης των ψηφίδων. Αντιθέτως, η ποικιλότητα των πεταλούδων ήταν σημαντικά υψηλότερη στην περι-αστική περιοχή, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία της για τη διατήρηση των πεταλούδων στο αστικό τοπίο. Τα ευρήματα αυτά ερμηνεύονται ενδεχομένως από την υποβάθμιση των αστικοποιημένων περιοχών εξαιτίας της άναρχης επέκτασης της πόλης.
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Οι Κόκκινες Λίστες είναι πολύτιμα εργαλεία για τη διατήρηση της φύσης σε παγκόσμια, ηπειρωτική ή εθνική κλίμακα. Σε μία προσπάθεια να προτεραιοποιηθούν οι δράσεις διατήρησης για τις πεταλούδες της Ευρώπης, δημιουργήθηκε μια βάση δεδομένων με τις λίστες ειδών και τις Κόκκινες Λίστες όλων των ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένων των αρχιπελαγών της Μακαρονησίας. Συνολικά, συντάχθηκαν οι εθνικές λίστες για 42 χώρες και οι Κόκκινες Λίστες για 34 απ’ αυτές. Οι πιο πλούσιες σε είδη χώρες της Ευρώπης είναι η Ιταλία, η Ρωσία και η Γαλλία με περισσότερα από 250 είδη η καθεμία. Ενδημικά είδη βρίσκονται κυρίως στα αρχιπελάγη της Μακαρονησίας και στα νησιά της Μεσογείου. Αφότου αποδόθηκαν αριθμητικές τιμές ανάλογες με το καθεστώς απειλής στις κατηγορίες των επιμέρους εθνικών Κόκκινων Λιστών, υπολογίστηκε η μέση τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε χώρα (cRLV) και η σταθμισμένη τιμή Κόκκινης Λίστας για κάθε είδος (wsRLV) χρησιμοποιώντας την τετραγωνική ρίζα της έκτασης της χώρας ως παράγοντα στάθμισης. Οι χώρες με την υψηλότερη cRLV ήταν οι βιομηχανοποιημένες (ΒΔ) χώρες της Ευρώπης όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Τσεχία και η Δανία, ενώ οι μεγάλες Μεσογειακές χώρες όπως η Ισπανία και η Ιταλία είχαν τη χαμηλότερη. Τα είδη για τα οποία υπήρχε διαθέσιμη εκτίμηση Κόκκινης Λίστας σε τουλάχιστον δύο Ευρωπαϊκές χώρες και με σχετικά υψηλή wsRLV (≥ 50) είναι τα Colias myrmidone, Pseudochazara orestes, Tomares nogelii, Colias chrysotheme και Coenonympha oedippus. Οι wsRLV συγκρίθηκαν με το καθεστώς των ειδών στην Ευρωπαϊκή Κόκκινη Λίστα για να προσδιοριστούν πιθανές ασυμφωνίες. Συζητιέται πώς η συμπληρωματική αυτή μέθοδος μπορεί να συμβάλει στην προτεραιοποίηση της διατήρησης των πεταλούδων σε ηπειρωτική και/ή εθνική κλίμακα
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Στην παρούσα εργασία διερευνήσαμε τις περιβαλλοντικές παραμέτρους που επηρεάζουν τις κοινότητες των πεταλούδων και αξιολογήσαμε την αποτελεσματικότητα του δικτύου Natura 2000 να διατηρήσει τον πλούτο και την αφθονία των πεταλούδων στο νησί της Κύπρου. Πραγματοποιήσαμε δειγματοληψίες για τις πεταλούδες και συλλέξαμε δεδομένα για έντεκα περιβαλλοντικές παραμέτρους σε 60 τυχαία επιλεγμένες τοποθεσίες, κατά μήκος τεσσάρων υψομετρικών ζωνών των 500 μ., αντιπροσωπεύοντας επτά τύπους ενδιαιτημάτων. Τα μωσαϊκά βλάστησης και η παραποτάμια βλάστηση ήταν τα ενδιαιτήματα με την μεγαλύτερη ποικιλία πεταλούδων. Ο αριθμός των ανθών ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρέαζε θετικά τόσον τον αριθμό και την αφθονία όλων των ειδών των πεταλούδων, όσο και τον αριθμό των ενδημικών ειδών, ενώ επίσης η υγρασία του εδάφους είχε θετική επίδραση στον πλούτο και την αφθονία των ειδών. Το δίκτυο Natura 2000 συμπεριλαμβάνει τα περισσότερα είδη πεταλούδων και όλα τα ενδημικά είδη πεταλούδων της Κύπρου. Ωστόσο, ο αριθμός των ειδών στις δειγματοληπτικές διαδρομές δεν διέφερε εντός και εκτός του δικτύου Natura 2000, ενώ οι διαδρομές εντός δικτύου ήταν φτωχότερες τόσο ως προς την αφθονία των πεταλούδων, όσο και ως προς τον αριθμό και την αφθονία των ενδημικών πεταλούδων. Βρήκαμε παρόμοιο πρότυπο και για τους οικοτόπους προτεραιότητας της Οδηγίας των Οικοτόπων, οι οποίοι φιλοξενούσαν φτωχότερες κοινότητες των ειδών πεταλούδων αλλά και των ενδημικών ειδών σε σχέση με τους άλλους οικοτόπους. Η αποτελεσματικότητα του υφιστάμενου δικτύου προστατευόμενων περιοχών θα πρέπει να επανεκτιμηθεί σε περιοχές όπως η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η σημαντική τοπικά βιοποικιλότητα προστατεύεται επαρκώς. Τα αποτελέσματά μας υποδηλώνουν ότι απαιτούνται νέες ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές καθώς και περαιτέρω ενσωμάτωση των μωσαϊκών της βλάστησης και των παραποτάμιων ενδιαιτημάτων στα δίκτυα προστατευόμενων περιοχών για την αποτελεσματικότερη προστασία των πεταλούδων της Κύπρου.
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
Η πρόβλεψη της απόκρισης των ειδών στην κλιματική αλλαγή ελλείψει μακροχρόνιων δεδομένων χρονοσειρών αποτελεί πρόκληση, αλλά είναι δυνατό να επιτευχθεί με τη μέθοδο της αντικατάστασης των χρονικών μεταβολών από χωρικές. Για παράδειγμα, οι θερμοκρασιακές-υψομετρικές διαβαθμίσεις αποτελούν κατάλληλα υποκατάστατα για τη διερεύνηση φαινολογικών αποκρίσεων στη θερμοκρασιακή αύξηση. Χρησιμοποιήσαμε δεδομένα πεταλούδων από δύο μεσογειακές ορεινές περιοχές για να διερευνήσουμε κατά πόσο οι μέσες ημερομηνίες εμφάνισης σε επίπεδο κοινοτήτων και ειδών εμφανίζουν καθυστέρηση με την αύξηση του υψομέτρου και επίσης αν συνοδεύονται από ελάττωση της διάρκειας της πτητικής περιόδου. Βρήκαμε μια καθυστέρηση 14 ημερών στη μέση ημερομηνία εμφάνισης των κοινοτήτων των πεταλούδων ανά χιλιόμετρο υψομετρικής αύξησης, καθώς και μια μέση μετατόπιση 23 ημερών για 26 επιλεγμένα είδη, με μέσο ρυθμό αύξησης θερμοκρασίας 3°C ανά χιλιόμετρο. Στα υψηλότερα υψόμετρα, καταγράφηκε ελάττωση της πτητικής περιόδου της κοινότητας κατά 3 ημέρες ανά χιλιόμετρο, με μέση μείωση 8.8 ημερών ανά χιλιόμετρο σε επίπεδο ειδών. Οι ρυθμοί φαινολογικής καθυστέρησης διαφοροποιήθηκαν σημαντικά μεταξύ των δύο ορεινών περιοχών, παρόλο που αυτό δεν φάνηκε να οφείλεται σε θερμοκρασιακές διαφορές. Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη είναι δυνατό να οδηγήσει σε μετατοπισμένες και παρατεταμένες περιόδους πτήσης των κοινοτήτων των πεταλούδων των μεσογειακών ορεινών περιοχών. Παρότι τα είδη με άνω της μίας γενεάς ανά έτος παρουσίασαν την αναμενόμενη απόκριση καθυστερημένων και ελαττωμένων πτητικών περιόδων με την αύξηση του υψομέτρου, τα είδη με μια γενεά ανά έτος παρουσίασαν πιο αισθητές καθυστερήσεις στην ημερομηνία εμφάνισης τους. Οι προβλέψεις της απόκρισης στην κλιματική αλλαγή των βιοκοινοτήτων σε επίπεδο κοινοτήτων μπορούν να πραγματοποιηθούν από την την αντικατάσταση χρονικών μεταβολών από χωρικές. Ωστόσο, απαιτείται καλύτερη κατανόηση των αποκρίσεων συγκεκριμένων ειδών στις αλλαγές των τοπικών συνθηκών ως προς τα ενδιαιτήματα και το κλίμα για την ακριβή πρόβλεψη των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής την φαινολογία τους.and climate may be needed to accurately predict the effects of climate change on phenology.
The dataset presents the roadless areas (RAs) of Greece (2/2020) in kmz format (Google Earth).  RAs are defined as those land patches of a size greater than 1 sq.km that are at least 1 km away from the nearest road. The dataset pinpoints the 1.115 RAs, accounting for 4.99% of the Greek land. The map includes high and medium confidence data. Red polygons indicate the RAs with an area ≥50 sq.km (high confidence data). They cover 0.51% of the Greek land and are located in six remote mountains: Lefka Ori, Timfi, Olympos, Taygetos, Saos, and Smolikas. The present database is the output of ROADLESS project. It is linked to the publication Kati et al (2020: Biol Cons) and it was used by the Greek government to set up the “untrodden mountain” legislation, offering protection to all large roadless areas (apart from Olympos that is protected under a recent Presidential Decree), plus a smaller roadless area (Hatzi mountain). Orange polygons indicated the RAs with an area 1-50 sq.km and are of medium confidence, because their roads are not fully digitized. This version is not used any more. It is replaced with the v2 (2022) where all data are of high confidence.
The dataset presents the roadless areas (RAs) of Greece (2/2020) in kmz format (Google Earth).  RAs are defined as those land patches of a size greater than 1 sq.km that are at least 1 km away from the nearest road. The dataset pinpoints the 1.115 RAs, accounting for 4.99% of the Greek land. The map includes high and medium confidence data. Red polygons indicate the RAs with an area ≥50 sq.km (high confidence data). They cover 0.51% of the Greek land and are located in six remote mountains: Lefka Ori, Timfi, Olympos, Taygetos, Saos, and Smolikas. The present database is the output of ROADLESS project. It is linked to the publication Kati et al (2020: Biol Cons) and it was used by the Greek government to set up the “untrodden mountain” legislation, offering protection to all large roadless areas (apart from Olympos that is protected under a recent Presidential Decree), plus a smaller roadless area (Hatzi mountain). Orange polygons indicated the RAs with an area 1-50 sq.km and are of medium confidence, because their roads are not fully digitized. This version is not used any more. It is replaced with the v2 (2022) where all data are of high confidence.
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).
Το Βαλκανικό αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) είναι ένα προστατευόμενο είδος με ανεπαρκή-κακή (U2) κατάσταση διατήρησης στην Ελλάδα. Η μελέτη μας διερευνά το εποχιακό πρότυπο χρήσης χώρου (seasonal range use pattern), τη δημογραφία και την επιλογή του ενδιαιτήματος σε μια περιοχή του δικτύου Natura 2000, το όρος Τύμφη. Για το σκοπό αυτό, εξετάσαμε 1168 παρατηρήσεις που ελήφθησαν από έξι εποχιακές καταμετρήσεις (2002: τέσσερις εποχές, 2014 και 2017: φθινόπωρο). Πραγματοποιήσαμε ανάλυση ENFA (Ecological Niche Factor Analysis) χρησιμοποιώντας 16 περιβαλλοντικές μεταβλητές συμπεριλαμβάνοντας και την ανθρώπινη όχληση. Το είδος χρησιμοποιούσε ετησίως μια έκταση 6491 εκταρίων (25% της περιοχής μελέτης), ακολουθώντας το τυπικό πρότυπο χρήσης του χώρου και παρουσίασε συναθροιστική κατανομή με την ελάχιστη εποχιακή έκταση χρήσης χώρου το Φθινόπωρο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Το όρος Τύμφη φιλοξενούσε 469 άτομα το 2017 (το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ελλάδα), ο οποίος αυξήθηκε κατά 3,55 φορές από το 2002. Το είδος επέλεγε μεγαλύτερα υψόμετρα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου, τα πευκοδάση έναντι των πλατυφύλλων δασών το χειμώνα και απέφευγε πλαγιές με νότιο προσανατολισμό. Τα αποτελέσματά μας υποστηρίζουν την υπόθεση αποφυγής του ανθρωπογενούς κινδύνου, καθώς το είδος επέλεγε πάντα απομακρυσμένες περιοχές μακριά από δρόμους, ανθρώπινους οικισμούς και περιοχές που πραγματοποιείται η θήρα. Στην Ελλάδα, το 40% της περιοχής κατανομής του του εμπίπτει σε περιοχές που απαγορεύεται η θήρα (16,5% της χώρας). Χρειάζεται μια εθνική πολιτική διατήρησης για το είδος με επίκεντρο τη διατήρηση και την αύξηση των περιοχών χωρίς δρόμους και των περιοχών απαγόρευσης της θήρας εντός της κατανομής του Βαλκανικού αγριόγιδου σε εθνικό επίπεδο. Εφαρμογή: H εργασία λήφθηκε υπόψη στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για το Αγριόγιδο των Βαλκανίων (Rupicapra rupicapra balcanica) (2020).

Γρήγορη αναζήτηση